Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα της προβληματικής του λεγόμενου νεωτερικού λόγου αφορά το πεδίο της θρησκείας στο πλαίσιο της κοινωνίας και της πολιτικής. Η θρησκεία θεωρήθηκε ότι βρισκόταν στον αντίποδα της κοινωνικής δυναμικής και επί της ουσίας είχε έναν ρόλο «υπεράνω» της πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο οι θρησκείες και κατ’ επέκταση οι Εκκλησίες βρέθηκαν πολλές φορές αντιμέτωπες με την πολιτική, ενώ κυριάρχησε η εκκοσμίκευση που αμφισβητούσε τον πρωτεύοντα ρόλο της θρησκείας.
Στην Ελλάδα, τα τελευταία 50 χρόνια υπήρξε σειρά συγκρούσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Κορυφαίες συγκρούσεις ήταν εκείνες που αφορούσαν τους λεγόμενους «νόμους Τρίτση» (1700/87 - 1811/88) και το ζήτημα της αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη σύγκρουση αφορούσαν στον πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε ό,τι αφορά τους «νόμους Τρίτση», αν και στην επικαιρότητα κυριάρχησε η εκκλησιαστική περιουσία, το μεγάλο πρόβλημα ήταν η πρόβλεψη του νόμου 1700/87 ότι στην εκλογή των μητροπολιτικών εκκλησιαστικών συμβουλίων θα συμμετείχαν με την ψήφο τους και λαϊκοί. Η διοικούσα Εκκλησία και τότε και τώρα δεν το ήθελε και δεν το επιθυμεί. Το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, από την άλλη, ήταν εξίσου σοβαρό, καθώς έφερε την Ελλάδα στο επίκεντρο της Ευρώπης λόγω της αντιπαράθεσης της διοικούσας Εκκλησίας με την κυβέρνηση του Κ. Σημίτη για ένα θέμα που άπτονταν της βούλησης της Πολιτείας να νομοθετήσει με γνώμονα τον «πολίτη» και όχι τον «πιστό».
Και αν αυτά τα θέματα μοιάζουν μακρινά, παραμένουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην προβληματική που αφορά σε ζητήματα σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας. Να θυμίσουμε ότι το φιάσκο της προσπάθειας του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, για τη δημιουργία ενός Ταμείου που θα χρηματοδοτούνταν από το κράτος, θα ελεγχόταν από την Ιερά Σύνοδο και μέσω του οποίου θα καταβάλλονταν στους ιερείς οι μισθοί.
Ίσως και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η τοποθέτηση πριν από λίγες ημέρες του Χρήστου Στυλιανίδη στη θέση του Ειδικού Απεσταλμένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας των πεποιθήσεων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι μια κρίσιμη απόφαση.
Ο μέχρι πρότινος Επίτροπος Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Διαχείρισης Κρίσεων (2014-2019) και Ευρωπαίος Συντονιστής για τον Έμπολα, καλείται να συνεργαστεί μεταξύ άλλων με εκπροσώπους θρησκειών και Εκκλησιών για να αντιμετωπίσει σειρά θεμάτων, όπως είναι οι προβληματικές σχέσεις που ανακύπτουν από την αλληλεπίδραση νόμων και ιερών κανόνων. Αρκεί να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα μέχρι πριν από μόλις δύο χρόνια ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που εφάρμοζε τον Ισλαμικό νόμο της Σαρίας, καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα πολλών μουσουλμάνων πολιτών –κυρίως γυναικών– που έπρεπε να υπακούσουν σε όσα όριζε ο ιμάμης.
Καθώς η θρησκεία αποτελεί κεντρικό πυλώνα της κοινωνικής συνοχής μέσα από την προσαρμογή της θεσμικής της έκφρασης, δηλαδή της Εκκλησίας, στις επιταγές της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, ο κ. Στυλιανίδης καλείται να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο.
Όχι για να φέρει ισορροπίες μεταξύ των θρησκειών. Αυτές τις βρίσκουν μόνοι τους οι εκπρόσωποί τους. Αλλά για να ακούσει τους πολίτες, που για θρησκευτικούς λόγους διαχωρίζονται σε αυτούς που έχουν περισσότερα και λιγότερα δικαιώματα, που δεν μπορούν να εκφράσουν την πίστη τους ή δεν αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά. Ότι το μείζον είναι «οι πολίτες» που έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Στην Ελλάδα ειδικότερα, καθώς η θεσμική Εκκλησία βρισκόταν στην υπηρεσία κοσμικών προταγμάτων ενώ η πολιτική εξουσία, αναγνωρίζοντας ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα την Ορθόδοξη Εκκλησία και παρέχοντάς της σημαντικά προνόμια, διατήρησε πιθανόν εν γνώσει της τον αποεκκοσμικευμένο χαρακτήρα της εντός της κοινωνίας. Και προφανώς αυτά δεν είναι θέματα που λύνονται σε λίγα χρόνια. Χρειάζεται ενημέρωση, καλή θέληση και επιτέλους οριοθέτηση των ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας.