Με την 25η Μαρτίου να πλησιάζει, η Τουρκία επιτείνει τις διπλωματικές της προσπάθειες με στόχο να αποσπάσει ένα θετικό αποτέλεσμα από την ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής. Με διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων, ο Ερντογάν αναμένεται να συναντηθεί με όλους τους σημαντικούς Ευρωπαίους αξιωματούχους, προβάλλοντας το καλό προσωπείο της Άγκυρας, και με στόχο να βγει νικητής από αυτή τη κρίσιμη ευρωπαϊκή σύνοδο.
Από την άλλη πλευρά, στην Αθήνα επικρατεί ένα σχετικό μούδιασμα, καθώς φαίνεται πως ακόμα και αυτή την ώρα, η ελληνική διπλωματία και το Υπουργείο Εξωτερικών, δεν έχουν καταλήξει στην στρατηγική που θα ακολουθήσουν στην επικείμενη και κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής.
Με βάση τα παραπάνω αλλά και με τη δεδομένη διάθεση των Βρυξελλών και κυρίως του Βερολίνου, το οποίο διατηρεί μια φίλο-τουρκική πολιτική, η επικείμενη Σύνοδος Κορυφής είναι πολύ πιθανό να βγάλει «νικήτρια» την Άγκυρα και την Αθήνα σε στάση αναμονής.
Τηλεδιάσκεψη Ερντογάν με Φον Ντερ Λάιεν και Μισέλ
Το απόγευμα της Παρασκευής, ο Τούρκος Πρόεδρος συμμετείχε σε τηλεδιάσκεψη μαζί με την Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν και τον Σαρλ Μισέλ. Κοινός στόχος των δυο πλευρών, η εξεύρεση κοινού εδάφους που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση των σχέσεων Τουρκίας-Ευρώπης.
Στην κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν η πρόεδρος της Κομισιόν και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, έπειτα από την 45λεπτη συνομιλία με τον Τούρκο Πρόεδρο, ανέφεραν ότι κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης «συζήτησαν για το τι ακολούθησε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου, την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων των επικείμενων συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού, καθώς και την πορεία των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας».
Παράλληλα, «η πλευρά της ΕΕ υπογράμμισε τη σημασία της διαρκούς αποκλιμάκωσης και της περαιτέρω ενίσχυσης της οικοδόμησης εμπιστοσύνης ώστε να καταστεί δυνατή πιο θετική η ατζέντα ΕΕ-Τουρκίας».
Από την πλευρά του, ο Τούρκος Πρόεδρος δεν παρέλειψε να επιτεθεί σε Ελλάδα και Κύπρο, με την κατηγορία ότι «καταχρώνται» την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά και να υπενθυμίσει στους Ευρωπαίους ότι η Άγκυρα περιμένει από την πλευρά τους όχι μόνο θετικά λόγια αλλά και πράξεις.
Στη συζήτηση όμως κυριάρχησε το ζήτημα των 3.000.000 Σύρων προσφύγων που ζουν σήμερα στην τουρκική επικράτεια. Το θέμα αυτό, που έχει μονοπωλήσει τις σχέσεις των δυο πλευρών τα τελευταία χρόνια, αποτελεί και ένα από τα ισχυρότερα «διαπραγματευτικά χαρτιά» του Τούρκου Προέδρου έναντι της Ε.Ε, καθώς ο Ερντογάν εκβιάζει την Ευρώπη πως θα ανοίξει τα σύνορα του σε περίπτωση που δεν απαιτηθούν οι οικονομικές του απαιτήσεις.
Διάλογος σε δύο φάσεις
Βασική προτεραιότητα της Συνόδου Κορυφής της Πέμπτης θα αποτελέσει η ανανέωση-τροποποίηση της συμφωνίας Ε.Ε-Τουρκίας για το προσφυγικό, καθώς φαίνεται πως έχει κλειδώσει ότι το συνολικό πλαίσιο για τις «νέες» σχέσεις Άγκυρας και Βρυξελλών θα συζητηθεί σε τρεις μήνες, αφού πρώτα οι δυο πλευρές συμφωνήσουν σε ένα κοινό πλαίσιο.
Συνεπώς, ο ευρωτουρκικός διάλογος θα ξεδιπλωθεί σε δυο φάσεις. Στην πρώτη οπού θα τεθεί το καυτό ζήτημα του προσφυγικού και σε μια δεύτερη που θα τεθεί το συνολικό πλαίσιο των σχέσεων των δυο πλευρών. Ο λόγος για τον οποίο έχει προκριθεί αυτό το μοντέλο διαλόγου, έχει να κάνει πρωτίστως με το γεγονός πως η Ευρώπη αναμένει τις κινήσεις του νέου Αμερικανού Προέδρου, καθώς τον Ιούνιο αναμένεται να λάβει χώρα και η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, στην οποία θα συμμετάσχει και ο Τζο Μπάιντεν.
Όσον αφορά το προσφυγικό, τα πράγματα πλέον έχουν ξεκαθαριστεί στην Ε.Ε. Η συμφωνία της 18ης Μαρτίου 2016, που έχει εκπνεύσει από πέρσι, θα πρέπει να συνεχιστεί προς όφελος και των δύο πλευρών. Αυτό είναι το μήνυμα που εκπέμπουν Βρυξέλλες και ασπάζεται η Άγκυρα, αν και δεν έχουν κλείσει ακόμα οι διαφορές γύρω από το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο, το ύψος και τον τρόπο διάθεσης της βοήθειας από την Ευρώπη προς την Τουρκία, όπως και η διάρκεια της νέας συμφωνίας.
Σύμφωνα, μάλιστα, με το γερμανικό δίκτυο RND, για το καυτό ζήτημα του προσφυγικού, πραγματοποιήθηκε κρίσιμη συζήτηση σε επίπεδο συμβούλων της Α. Μέρκελ, του Ε. Μακρόν, του Μ. Ντράγκι και του Σ. Μισέλ, με το «δεξί χέρι» του Τούρκου Προέδρου Ιμπραήμ Καλίν. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι δυο πλευρές φαίνεται πως ήρθαν σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία, η οποία όμως έχει ακόμα και σήμερα κάποια «ανοιχτά σημεία».
Υπενθυμίζεται ότι με τη συμφωνία του 2016 η Τουρκία έλαβε από την Ε.Ε. 6,6 δισ. ευρώ. Σήμερα, επιδιώκει αύξηση των κονδυλίων και κεντρική διαχείριση ενώ από την άλλη η Ε.Ε. επισημαίνει ότι η Τουρκία δεν έχει υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της (περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης, επιστροφή μεταναστών κ.λπ.). Άλυτο όμως παραμένει το εσωτερικό πρόβλημα της Ε.Ε. γύρω από την κατανομή των αιτούντων άσυλο.
Το που θα κάτσει η μπίλια αναμένεται να γίνει γνωστό το απόγευμα της Δευτέρας, όταν και συνεδριάζει το Συμβούλιο Εξωτερικών της Ε.Ε., όπου ο εκπρόσωπος Εξωτερικών της Ε.Ε Ζοζέ Μπορέλ θα δώσει το στίγμα της έκθεσης που θα παρουσιάσει στο Συμβούλιο την Πέμπτη.
Η αξιολόγηση που έχει κάνει, όπως ο ίδιος είπε την περασμένη Πέμπτη στη Ρώμη μετά την επίσκεψή του στη διοίκηση της επιχείρησης «Ειρήνη» για τη Λιβύη, «περιγράφει τις τρέχουσες τάσεις και προτείνει έναν δρόμο προς τα εμπρός προκειμένου να εδραιωθεί μια εποικοδομητική σχέση Ε.Ε.-Τουρκίας, ενώ ταυτόχρονα δηλώνεται ετοιμότητα για τη λήψη μέτρων (περιοριστικών) εάν χρειαστεί».
Οι μυστικές διαπραγματεύσεις Βερολίνου-Άγκυρας
Σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής Handelsblatt, κύκλοι της γερμανικής κυβέρνησης, μεταξύ αυτών και ο νέος ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Άρμιν Λάσετ, -με τον οποίο πρόκειται μάλιστα να συναντηθεί ο κ. Δένδιας την Τρίτη 23 Μαρτίου στη Γερμανία-παρουσιάζονται να διαπραγματεύονται με την Τουρκία μια νέα συμφωνία για το προσφυγικό εν αγνοία και εν τη απουσία των Βρυξελλών.
Η Αθήνα απέχει από τις διαβουλεύσεις…
Από τον ευρώ-τουρκικό διάλογο, που θα καθορίσει εν πολλοίς τις σχέσεις μεταξύ των δυο πλευρών τα επόμενα χρόνια, μεγάλος απών είναι για ακόμα μια φορά η Ελλάδα. Δυστυχώς, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, παρά το γεγονός πως η χώρα μας είναι άμεσα επηρεαζόμενη από τα «παιχνίδια» και τους εκβιασμούς του Σουλτάνου, η Αθήνα απέχει από τις διαπραγματεύσεις.
Ακόμα όμως και έτσι και με δεδομένο το πλαίσιο του διαλόγου, η Αθήνα ζητεί διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων από την πλευρά της Τουρκίας για το μεταναστευτικό, θέλοντας να αποφύγει φαινόμενα όπως αυτό του Έβρου. Παράλληλα, η Ελλάδα από κοινού με άλλες χώρες όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Κύπρος, και η Αυστρία προωθεί μια πρόταση για χρηματοδότηση προς τον Λίβανο και την Ιορδανία, που επίσης φιλοξενούν μεγάλο αριθμό προσφύγων από τη Συρία.
Όσον αφορά τώρα το ευρύτερο πλαίσιο των ευρώ-τουρκικών σχέσεων, η ελληνική κυβέρνηση δεν απορρίπτει μια θετική ατζέντα υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνει στο τραπέζι και η δυνατότητα επιβολής περιοριστικών μέτρων για την περίπτωση υποτροπής από την πλευρά της Τουρκίας. Η διττή προσέγγιση είναι η μέση οδός των χωρών της Ε.Ε. έναντι της Τουρκίας και ουσιαστικά σημαίνει ότι ούτε η Γερμανία είναι έτοιμη να συμφωνήσει με τις αξιώσεις του Τ. Ερντογάν για άρση των θεωρήσεων και άνοιγμα των ενταξιακών διαδικασιών και επιλέγει να προωθήσει την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης.
Έντονη κριτική από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α στους χειρισμούς της κυβέρνησης
Έντονη κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης στο «καυτό» μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων άσκησε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Δια μέσου του τομεάρχη εξωτερικών του κόμματος, η Κουμουνδούρου καταγγέλλει τη κυβέρνηση για έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, τονίζοντας πως το Μέγαρο Μαξίμου σύρεται πίσω από τις εξελίξεις.
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, καταλόγισε στην κυβέρνηση έλλειψη στόχων και στρατηγικής όσον αφορά τα εθνικά θέματα, εκφράζοντας ανησυχία ειδικά για τα ελληνοτουρκικά θέματα «που ακριβώς αυτή η έλλειψη σχεδιασμού έχει οδηγήσει στην παράδοση της πρωτοβουλίας των κινήσεων στην άλλη πλευρά και στον περιορισμό της δικής μας σε αμυντικές και αντανακλαστικές κινήσεις».
«Είναι σαν η κυβέρνηση να θέλει να κερδίσει χρόνο, χωρίς να μας λέει γιατί, απλώς για να κλωτσήσει το τενεκεδάκι παρακάτω», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γ. Κατρούγκαλος.
«Δεν βγήκαμε ιδιαίτερα σοφότεροι. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης άσκησαν κριτική ως προς την έλλειψη συγκεκριμένων στόχων για την προώθηση των εθνικών θέσεων», σημείωσε και προσέθεσε:
«Είναι σαν η έλλειψη στρατηγικής που πάντα καταλογίζουμε στην κυβέρνηση να συνδυάζεται από μια έλλειψη φιλοδοξίας για την προώθηση των θέσεων της χώρας. Διότι δεν αρκεί να υπερασπιζόμαστε τις πάγιες θέσεις που έχουμε, πρέπει να υπάρχει και ένας συγκεκριμένος σχεδιασμός για την προώθησή τους».