Με το που κατέβηκα για διπλό εσπρέσο στην πλατεία και κάθισα σε τραπεζάκι-έξω με δυο φίλους, άρχισε το μηχάνημα μέσα στο κρανίο να επεξεργάζεται αποφασιστικά τη νέα πραγματικότητα. Μπερδεύονται λιγάκι οι συνειρμοί γιατί συγκρούεται το «εγώ το ήξερα να γίνεται έτσι» (μπετόν με σκυρόδεμα) με το «από ’δώ και πέρα όμως θα μπορεί να γίνεται κι αλλιώς». Αυτό το «γίνεται κι αλλιώς» είναι πολύ ανατρεπτικό για να είναι mainstream. Είναι όμως. Μου θυμίζει το παλιό-καλό ανέκδοτο με τις ξανθιές που κάθονται η μία στην από εδώ όχθη του ποταμού και η άλλη στην από εκεί. «Θέλω να έρθω απέναντι», φωνάζει η μία ξανθιά. «Μα ΕΙΣΑΙ απέναντι», της απαντάει η άλλη. Μπερδεύομαι όμως στην ταυτοποίηση. Δεν ξέρω ποια από τις δυο ξανθιές είμαι. Μάλλον αυτή που είναι απέναντι. Δηλαδή, και οι δύο.
Μέχρι την πανδημία έπινα διπλό εσπρέσο και έτρωγα κρουασάν βουτύρου ή ένα μπριοσάκι. Αυτό. Έτσι το είχα μάθει τα τελευταία 7 χρόνια, έτσι το ξανάκανα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα και σαν να μην υπήρχε αύριο συγχρόνως. Μόνο που μόλις τοποθετήθηκαν στο τραπεζάκι ο διπλός εσπρέσο και το μπριοσάκι, μου φάνηκαν ξαφνικά πολύ μπαγιάτικα. Παλιά. Πώς να το εξηγήσω τώρα. Ο ρόλος τους ήτανε να υπογραμμίσουν το «συνεχίζουμε εκεί που τ’ αφήσαμε», μόνο που συνέβη το αντίθετο: Καφές και μπριοσάκι είχανε μαραθεί και με κοιτάζανε στεναχωρημένα. «Καλά, τόσα συνέβησαν, βρε Ζαχαρία, εσύ εκεί; Καφές και μπριοσάκι; Σα δεν ντρέπεσαι. Καθόλου φαντασία δεν έχεις».
Το ’φαγα, τον ήπια (τον διπλό καφέ) και προχώρησα για το σούπερ-μάρκετ. Επιστρέφοντας σπίτι τακτοποίησα αυτά που είχα «προς κατανάλωση» στο ψυγείο, στο ντουλάπι της κουζίνας και στο ντουλάπι του μπάνιου. Μετά την τακτοποίηση μάζεψα σε μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών τις συσκευασίες των προϊόντων που είχα αγοράσει. Πλαστικό. Πολύ πλαστικό. Όλα πλαστικά. Τόνοι πλαστικών. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Κάθησα και τα χάζευα τα σκουπίδια μου αρκετή ώρα. Τα φαντάστηκα να προχωράνε αποφασιστικά στους κάδους, στους σκουπιδότοπους, στο υπέδαφος, στα ποτάμια, στη θάλασσα. Να τα τρώνε τα ζώα, να τα καταπίνουνε τα ψάρια, να μολύνουνε το νερό που πίνουμε και ποτίζουμε. Μια αηδία. Το προχώρησα και παραπέρα. Όλες αυτές οι πακεταρισμένες βρωμοτροφές που καταναλώνουμε, διά μέσου στομάχου και εντέρων στον απόπατο και από εκεί στα κοινά μας λύματα παρέα με τον κορωνοϊό και τις άλλες ψυχοσωματικές μας ασθένειες. Και μετά; Στα εργοστάσια επεξεργασίας, θα μου πείτε, όπου τόσο καλά καθαρίζουν όλα ώστε να θέλεις να τα πιεις ξανά, όλα μαζί, στο ποτήρι – για τόσο μπετόν αρμέ μυαλά μιλάμε οι ξανθιές.
«Δεν πρόκειται να σταματήσουν οι μεταλλάξεις, αν δεν πάρουμε το μάθημά μας», μου είπε ένας φίλος στον οποίο εξομολογήθηκα το βάσανο με τις δυο μου ξανθιές προσωπικότητες. Ο πληθυσμός της γης το 2019 ήταν 7,7 δισεκατομμύρια ψυχές ενσαρκωμένες. Ο ΟΗΕ υπολογίζει πως το 2050 θα είμαστε 9,7 δισεκατομμύρια (εμού συμπεριλαμβανομένου, διότι θα επιδιώξω να ξανάρθω). Και το 2100 (σε 79 χρόνια) θα μετράμε πια 11 δισ. Σκεφτείτε όμως πως το 1953 που προσγειώθηκα εγώ στου Νείλου τ’ αμμοχώραφα, μόλις ξεπερνούσαμε τα 2 δισ. Χρειάστηκαν αμέτρητες χιλιετίες για να φτάσουμε τα 2 δισ. και 70 χρόνια για να γίνουμε 8. Όλοι αυτοί τρώμε και πίνουμε. Όχι όλοι τα ίδια, θα μου πείτε, εξυπακούεται. Αλλά και τα πακέτα βοήθειας που πέφτουνε στην Αφρική από τα αεροπλάνα, πλαστικούρες μέσα σε κιβώτια είναι. Δημιουργούμε όλοι απόβλητα καθημερινά, όπου και αν ζούμε. Και όσο περισσότερο ανεπτυγμένοι είμαστε, τόσο περισσότερο επικίνδυνοι για τον πλανήτη γινόμαστε. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τον εντοπισμό του πρώτου κρούσματος – από το πρώτο καμπανάκι. Καταναλώνουμε σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ναι, κάποτε ήμουν η μία ξανθιά που ήθελε να περάσει απέναντι. Μετά τις μάσκες, τα lockdown και τις εικόνες του Μπέργκαμο και της Ινδίας, είμαι και οι δυο ξανθιές. Καθρεφτίζομαι. Και ξέρω πια πως θέλω ν’ αλλάξω. Πως θέλω να δείξω εμπράκτως τον σεβασμό και την αγάπη μου σ’ αυτόν τον πλανήτη που δεν αντέχει άλλο τόση αμετροέπεια και τόση αναισθησία. Είμαστε πολλοί σ’ αυτήν τη στροφή. Και αν δεν συντονιστούμε, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η δοκιμασία με τις μεταλλάξεις – που δεν θα τις πιάνουν πια «τα παλιά εμβόλια»…