Είναι γνωστό τοις πάσι ότι οι πολίτες «απαγορεύεται» να χρωστούν στο Δημόσιο, όμως δεν ισχύει και το αντίθετο αφού το κράτος μπορεί να έχει χρέη προς τους ιδιώτες χωρίς να «κινδυνεύει» από κανέναν.
Ο πολίτης που θα «τολμήσει» για οποιονδήποτε λόγο, όχι εκ του πονηρού, να μην εξοφλήσει έναν φόρο, τέλος, εισφορά, ή και δόση ρύθμισης, κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με αυστηρότατες ποινές και εξοντωτικά πρόστιμα.
Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι φορολογούμενοι, από τους πάνω από 4 εκατ. πολίτες που έχουν χρέη προς το Δημόσιο, οι οποίοι όχι μόνο δέχονται αλλεπάλληλες οχλήσεις για να τα εξοφλήσουν και μάλιστα εντόκως, αλλά πάντα κινδυνεύουν να χάσουν κινητά και ακίνητα εάν κινηθούν τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης εις βάρος τους που μπορούν να οδηγήσουν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς.
Άραγε, ποιες είναι οι ποινές για το Δημόσιο όταν χρωστάει στους ιδιώτες και δεν εξοφλεί; Υπάρχει κάποιο «πέναλτι»; Όχι φυσικά, παρά μόνο οι συστάσεις από τους θεσμούς. Αλλά όλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι το «αυτί» του Δημοσίου δεν ιδρώνει…
Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, που η αγορά «στενάζει» από την πανδημία και έχει «στεγνώσει» από ρευστό, δεν επιταχύνονται οι διαδικασίες ώστε το κράτος να επιστρέψει τα χρεωστούμενα προκειμένου να πάρουν μεγαλύτερες «ανάσες» επαγγελματίες, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι και νοικοκυριά.
Αυτός άλλωστε είναι και ο μεγάλος «σκόπελος» στις συζητήσεις που διεξάγονται με τους θεσμούς, στο πλαίσιο της δέκατης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, και που θα οδηγήσουν εκτός απροόπτου στην εκταμίευση της επόμενης δόσης, ύψους 770 εκατ. ευρώ.
Οι καθυστερήσεις στη συρρίκνωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου και του στοκ των εκκρεμών συντάξεων βρίσκονται για μια ακόμη φορά ψηλά στην ατζέντα των θεσμών, οι οποίοι διαπιστώνον και με βάση τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών ότι, αντί να μειώνονται οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα, αυξάνονται, ενώ δεν βλέπουν «φως» και στη μείωση των εκκρεμών συντάξεων που ανάγκασε φυσικά και το υπουργείο Εργασίας να «επιστρατεύσει» συνταξιούχους και ιδιώτες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν διεύρυνση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων κατά 365 εκατ. ευρώ μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, με το Δημόσιο να οφείλει σε ιδιώτες 2,295 δισ. ευρώ. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου αυξήθηκαν από το 1,353 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο σε 1,624 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο, με παράλληλη αύξηση των εκκρεμών επιστροφών φόρων στα 671 εκατ. ευρώ από 577 εκατ. ευρώ ένα μήνα νωρίτερα.
Παρ’ όλα αυτά, αντί ο μηχανισμός να στραφεί στο πώς θα επιστραφούν τα ποσά αυτά στους δικαιούχους, ξεκινά ένα νέο «σαφάρι» κατά της φοροδιαφυγής.
Θα αναλογιστεί κάποιος, μα η φοροδιαφυγή πρέπει να μείνει στο απυρόβλητο; Δεν λειτουργεί εις βάρος των συνεπών φορολογούμενων; Η απάντηση είναι μία, η φοροδιαφυγή πρέπει να παταχθεί με κάθε τρόπο και όλοι να συνεισφέρουν ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες.
Και φυσικά πρέπει ο ελεγκτικός μηχανισμός να εντοπίσει αδήλωτα περιουσιακά στοιχεία και να ανοίξει τραπεζικούς λογαριασμούς. Επομένως, καλά κάνει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και θα ανοίξει τουλάχιστον 630 τραπεζικούς λογαριασμούς προκειμένου να φθάσει αφενός κοντά στην αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων, αφετέρου στον εντοπισμό κυκλωμάτων έκδοσης και λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων, επεξεργασίας ψηφιακών αρχείων, ηλεκτρονικό εμπόριο κ.λπ.
Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο… αλλά! Πριν φθάσουμε στο «κυνήγι», που γίνεται παραδοσιακά κάθε χρόνο, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε γιατί «ανθεί» η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα.
Την απάντηση την έχει δώσει επανειλημμένως, μάλιστα και πρόσφατα σε ομιλία του στην Ακαδημία Φορολογίας και Λογιστικής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, ο διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι οι παράμετροι που καθορίζουν το ύψος της φοροδιαφυγής σε μια οικονομία είναι κυρίως τρεις: το ύψος των φορολογικών συντελεστών, η πιθανότητα εντοπισμού και τιμωρίας, το μέγεθος των επιβαλλόμενων προστίμων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το ύψος των φορολογικών συντελεστών είναι μεγάλο, ενώ οι φορολογικοί έλεγχοι έχουν σχετικά χαμηλή αποτελεσματικότητα. Επιπλέον, υπάρχουν και πρόσθετοι παράγοντες:
–Η πολυνομία και η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος: Παρά τις προσπάθειες απλοποίησης που έχουν γίνει την τελευταία δεκαετία, είναι προφανές ότι αυτή η πολυπλοκότητα αφενός κάνει τη λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού δύσκολη, αφετέρου αναπόφευκτα προκαλεί ανασφάλεια στους φορολογούμενους και στους υπαλλήλους της φορολογικής διοίκησης.
–Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές: Είναι κοινή πεποίθηση ότι η φορολογία στην Ελλάδα είναι σχετικά υψηλή. Στην οικονομική θεωρία, η καμπύλη Laffer απεικονίζει το όριο, πάνω από το οποίο αν ανέλθουν οι φορολογικοί συντελεστές, τα φορολογικά έσοδα μειώνονται. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για χώρες με πολύ υψηλά ποσοστά άτυπης οικονομίας, όπως η Ελλάδα, το εν λόγω όριο της καμπύλης Laffer διαμορφώνεται σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό σημαίνει πως η αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να έχει πενιχρά αποτελέσματα.
–Τεχνολογική ανεπάρκεια: Η Ελλάδα καθυστέρησε πολύ να μηχανογραφήσει τη φορολογική της διοίκηση. Για παράδειγμα, μόλις το 2013 έγινε εφικτή η ηλεκτρονική υποβολή φορολογικών δηλώσεων νομικών προσώπων, ενώ μια σειρά από διαδικασίες εξακολουθούν να απαιτούν φυσική παρουσία των φορολογούμενων στις υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης. Παρά την πρόσφατη σημαντική πρόοδο, υπάρχουν ακόμα πληροφοριακά συστήματα τα οποία δεν διασυνδέονται μεταξύ τους, βάσεις δεδομένων που δεν είναι ψηφιοποιημένες ή επικαιροποιημένες, και ελλιπής ενημέρωση των πληροφοριακών συστημάτων της διοίκησης με τις προβλέψεις της τρέχουσας νομοθεσίας.
–Γραφειοκρατία: Αυτό το πρόβλημα μαστίζει τη δημόσια διοίκηση εν γένει, αλλά είναι εξαιρετικά έντονο και στη φορολογική διοίκηση. Η διασπορά αρμοδιοτήτων, η υπέρμετρη τυπολατρία, η δυσλειτουργία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών, η υποστελέχωση υπηρεσιών, η ελλιπής εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και η έλλειψη κινήτρων για την επίτευξη στόχων του φοροελεγκτικού μηχανισμού, είναι μερικά από τα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια.
–Έλλειψη φορολογικής κουλτούρας: Το ζήτημα της καλλιέργειας φορολογικής συνείδησης είναι κομβικό και συνδέεται άμεσα με την παιδεία και την ορθή οικονομική διαχείριση. Ο πολίτης που οραματίζεται ένα οργανωμένο και δίκαιο κράτος, οφείλει να αντιλαμβάνεται ότι και ο ίδιος κατέχει ουσιαστικό ρόλο στην ολοκλήρωση αυτού του στόχου. Ο πολίτης με φορολογική κουλτούρα αντιλαμβάνεται ότι τα φορολογικά έσοδα της χώρας του επιστρέφουν σε αυτόν, είτε βελτιώνοντας το βιοτικό του επίπεδο, είτε επιβάλλοντάς του μελλοντικά χαμηλότερη φορολογία. Για τον λόγο αυτό είναι πολύ σημαντική η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς, καθώς και η καταπολέμηση της διαφθοράς.
Άρα οι πολίτες στην Ελλάδα αντιλαμβάνονται πρώτα απ’ όλα ότι δεν υπάρχει ο βασικός στόχος για να μπορέσουν να εμπιστευτούν το κράτος. Και ποιο κράτος; Αυτό που τους χρωστάει δισεκατομμύρια και δεν τα επιστρέφει; Ποιος άραγε δίνει το καλό παράδειγμα, για να υπάρξει και η φορολογική κουλτούρα;
Αλλά δυστυχώς ακόμη δεν μπορούμε να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα. Ακόμη δεν δημιουργούνται αντικίνητρα για τη φοροδιαφυγή. Ακόμη δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει γιατί το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του, όπως το να μη στερεί χρήμα από επαγγελματίες και επιχειρήσεις, ώστε και αυτοί με τη σειρά τους να μην αναζητούν άλλους «πονηρούς» τρόπους για να γεμίσουν το πορτοφόλι ή τα ταμεία τους.
Δυστυχώς, οι νόμοι της αγοράς είναι νόμοι ζούγκλας. Έτσι, εάν κάποιος βλέπει ότι όταν του χρωστάς δεν του τα επιστρέφεις, παρά μόνο του ζητάς όλο και περισσότερα και τον ξεζουμίζεις, τι θα κάνει την επόμενη φορά. Σε ποιον δρόμο τον οδηγείς και ποιος τελικά ευθύνεται γι’ αυτόν τον φαύλο κύκλο…