ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Αφιέρωμα στον Τόλη Βοσκόπουλο, στις επιτυχίες του και στις γυναίκες της ζωής του
Τη γνωρίζουμε ως Δούκισσα της Πλακεντίας. Γνωρίζουμε και τον σταθμό του Μετρό στο Χαλάνδρι, «Δουκίσσης Πλακεντίας», κάποιοι έχουν αντικρίσει και τον Πύργο της Δούκισσας της Πλακεντίας στην Πεντέλη, αλλά λίγοι γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την πολυσχιδή αυτή προσωπικότητα, την πανέμορφη αλλά και δύστροπη, μα ευαίσθητη συνάμα Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρύν (Sophie de Marbois-Lebrun), όπως ήταν το πραγματικό όνομά της, τη σπουδαία ευεργέτιδα της Ελληνικής Επανάστασης.
Η Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρύν γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1775 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Ήταν κόρη του επιτετραμμένου Γάλλου διπλωμάτη, αντιπροσώπου του Λουδοβίκου ΙΕ΄της Γαλλίας στο αμερικανικό Κογκρέσο, Μαρκησίου Φρανσουά Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά, και της Αμερικανίδας Ελίζαμπεθ Μουρ, κόρης του κυβερνήτη της Πενσιλβάνια, Φραγκλίνου Μουρ.
Τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια τα έζησε στην Αμερική. Το 1802 η Σοφία παντρεύτηκε τον στρατηγό του Ναπολέοντα, Anne-Charles Lebrun. Το ζευγάρι θα βρεθεί στην Ιταλία, όπου ο στρατηλάτης θα ορίσει τον Λεμπρέν, Δούκα της Πιατσέντζα (Placentia), μια μικρή πόλη της βόρειας Ιταλίας, με τον οποίο δύο χρόνια αργότερα η Σοφία απέκτησε την κόρη τους Ελίζα. Τον τίτλο «Δούκας της Πλακεντίας» κληρονόμησε ο σύζυγός της το 1824, ο οποίος μετά έδωσε στη σύζυγό του Σοφία τον αντίστοιχο γυναικείο τίτλο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Στο Παρίσι η Σοφία διατηρούσε φιλολογικό σαλόνι, όπου παρευρίσκονταν πολλά μέλη της γαλλικής αριστοκρατίας και των γραμμάτων, όπως Ντελαβίν, ο Λαμαρτίνος και ο Ουγκώ. Όμως η σχέση του ζευγαριού δεν ήταν καλή, καθώς διαφωνούσαν σε πολλά και κυρίως για την παρουσία των Βουρβόνων μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα, με αποτέλεσμα η Σοφία να πάρει την κόρη της Ελίζα, την οποία υπεραγαπούσε, και να πάνε να μείνουν στην Ιταλία, συνοδευόμενες από τον ρομαντικό ποιητή και ένθερμο θαυμαστή της, Delavigne. Οι τρεις τους εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, αλλά η Σοφί τον εγκατέλειψε όταν πήγαν στη Γένοβα. Ωστόσο, το μικρό αυτό διάστημα που ήταν μαζί, ο Delavigne της είχε εμφυσήσει τα φιλελληνικά του αισθήματα τα οποία ενισχύθηκαν όταν το 1826 βρέθηκε στο Παρίσι, όπου ο Καποδίστριας υπηρετούσε εκεί ως διπλωμάτης της Ρωσίας, και η Σοφί γνωρίστηκε μαζί του μένοντας άναυδη για την ομορφιά, την ευγένεια και τις γνώσεις του Καποδίστρια, ο οποίος μάλιστα λέγεται πως ήταν εκείνος που την έπεισε να εγκαταλείψει τον άντρα της. Η σχέση της δούκισσας με τον Καποδίστρια ήταν ιδιαίτερα φιλική, με έντονη τη φημολογία πως διατηρούσαν οι δυο τους και ερωτική σχέση. Παράλληλα, η Δούκισσα στους φιλολογικούς κύκλους στο Παρίσι έχει μάθει πολλά για την Ελληνική Επανάσταση που ήδη συντελείται και ο θαυμασμός της είναι μεγάλος, ανάβοντας μέσα της την επιθυμία να επισκεφθεί την Ελλάδα.
Ο Edmond About που γνώρισε τη Δούκισσα στην Ελλάδα αναφέρει σχετικά: «Η αυλή της Γαλλίας τη θαύμαζε για την ομορφιά της, από την οποία έλειπε μόνο λίγη χάρη, ο αυτοκράτορας την εκτιμούσε για την αρετή της και δεν έδινε ποτέ αφορμή όταν ζούσε χωριστά από τον άνδρα της. Έτρεφε, τέλος, μεγάλη αγάπη για τη μοναχοκόρη της, η οποία της έμοιαζε σε όλα».
Ο φιλελληνισμός της
Στο Παρίσι εκείνη την εποχή εκείνη ήταν πολύ διαδεδομένο το φιλελληνικό κίνημα, γεγονός που επηρέασε βαθιά την πλούσια Δούκισσα, με αποτέλεσμα εκείνη να επηρεαστεί ώστε να συμβάλει οικονομικά στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, με πολλά χρήματα, ακόμα και τα κοσμήματά της πουλώντας και ενισχύοντας όπου και όπως μπορούσε.
Η Σοφί έγινε μέλος του Φιλελληνικού Κομιτάτου και πρόσφερε 40.000 φράγκα στο ταμείο του Αγώνα.
Ίδρυσε σχολείο θηλέων, που λειτούργησε αρχικά στην Αίγινα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο.
Με δικά της χρήματα κατασκευάστηκε το 1841-1842 η γέφυρα της ρεματιάς του Χαλανδρίου από τον Αλέξανδρο Γεωργαντά και τον Δανό Κρίστιαν Χάνσεν, μια πεντάτοξη, μαρμάρινη γέφυρα που σώζεται μέχρι τις μέρες μας.
Στην Αθήνα οργάνωσε μια δική της αυλή, από θυγατέρες αγωνιστών του 1821 τις οποίες είχε πάρει υπό την προστασία της.
Η αγάπη της για την Ελλάδα
Το 1829 έρχεται μαζί με την κόρη της στην Κέρκυρα, από όπου την παραλαμβάνει ο Ιωάννης Μιαούλης –γιος του Ανδρέα Μιαούλη–, με το πλοίο του «Άρης», και τις φέρνει στο Ναύπλιο, όπου έμειναν ενάμιση χρόνο. Ο Καποδίστριας είναι ήδη ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, γι’ αυτό και η πρόσκληση να επισκεφθεί το Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Από εκεί, μαζί με την πολυαγαπημένη κόρη της, θα επισκεφτεί την Πελοπόννησο και θα επενδύσει σε κτήματα στην Αθήνα.
Στο μεταξύ, η σχέση της με τον Καποδίστρια μαζεύει σύννεφα που καταλήγουν σε καταιγίδες μίσους, καθώς δεν της αρέσει ο τρόπος διακυβέρνησής του.
Η Δούκισσα απολάμβανε την κοινωνική ζωή της ελεύθερης Ελλάδας, γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, όπως οι Μαυρομιχαλαίοι, με σημαντικότερη τη γνωριμία της με τον Ηλία Κατσάκο Μαυρομιχάλη, τον οποίο αργότερα ερωτεύτηκε τρελά η κόρη της.
Η τρυφερή σχέση ξεκίνησε όταν ο Κατσάκος έσωσε τη Δούκισσα και την κόρη της από βέβαιο θάνατο, μια μέρα που το άλογο της άμαξάς τους είχε αγριέψει και τις οδηγούσε στον γκρεμό.
Όταν το 1831 μαθαίνει για τη δολοφονία του Καποδίστρια, η Δούκισσα βρισκόταν στη Φλωρεντία και δεν έκρυψε την ικανοποίησή της, συγχαίροντας τους δολοφόνους του δημόσια και μοιράζοντας σχετικά φυλλάδια. Αυτό δίνει το δικαίωμα σε κάποιους να σκεφθούν κατά πόσο πίσω από αυτό το τραγικό γεγονός κρύβεται η ίδια, καθώς πιστεύουν ότι την έχουν προσεταιριστεί οι Μαυρομιχαλαίοι. Υπάρχουν κάποιες υπόνοιες πως κατά την παραμονή της στο Ναύπλιο η Δούκισσα είχε ερωτική σχέση με τον Κυβερνήτη, αν και ήταν γνωστός ο έρωτας εκείνου με τη Ρωξάνη Στούρτζα, την οποία είχε γνωρίσει το 1809. Υπόνοιες αβάσιμες όμως και αναπόδεικτες.
Η τραγική μοίρα της Ελίζας
Στη Ρώμη όπου βρισκόταν, η κόρη της αρρωσταίνει σοβαρά, με εμφανή σημάδια φυματίωσης. Η Δούκισσα την παίρνει και επιστρέφουν στην Αθήνα το 1834, με την ελπίδα ότι το κλίμα της Αττικής θα βοηθήσει την Ελίζα να επανέλθει, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε σε μία από τις πλέον εξέχουσες φυσιογνωμίες της πόλης. Ήδη στην Αθήνα είχε αγοράσει γη από τότε που ζούσε στο Ναύπλιο. Με την επιστροφή της στην Αθήνα άρχισε να επενδύει τα χρήματά της αγοράζοντας οικόπεδα και έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της νέας πρωτεύουσας. Μία από τις πιο σημαντικές φιλίες της ήταν εκείνη που είχε με την Αγγλίδα κόμισσα Τζένη Θεοτόκη, γνωστή για την πολυτάραχη ερωτική ζωή της. Όταν η Δούκισσα έμαθε ότι η Αγγλίδα κόμισσα είχε συνάψει σχέσεις με τον Όθωνα, έληξε τη φιλία της αυτή.
Το πρώτο σπίτι που έχτισε στην Αθήνα και το είχε ως προσωρινή κατοικία της βρισκόταν στο Μεταξουργείο, Μυλέρου και Αγησιλάου, και χτίστηκε το 1834-1835. Ήταν ξύλινο και τριώροφο, ενώ η περιοχή τότε ήταν σχεδόν ερημική. Εκεί οι συναθροίσεις και τα συμπόσια ήταν πυκνά, και σε αυτά συχνός επισκέπτης ήταν ο υπασπιστής του Όθωνα, Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, με τον οποίο η κόρη της, Ελίζα, ήταν βαθιά ερωτευμένη, μια σχέση για την οποία η Δούκισσα έβλεπε με συμπάθια.
Το 1836, ο Κατσάκος συνόδευσε τον Όθωνα στο Μόναχο, προκειμένου να βρεθεί η κατάλληλη νύφη για τον βασιλιά της Ελλάδος. Εκείνο το διάστημα η χολέρα θέριζε την πρωτεύουσα της Βαυαρίας και στοίχισε τη ζωή των συνοδών του Όθωνος, συμπεριλαμβανομένου του Κατσάκου. Το τραγικό νέο συγκλόνισε τη νεαρή Ελίζα, και η υγεία της κλονίστηκε, με επαναφορά της φυματίωσης, η οποία εκείνη την εποχή δεν ήταν θεραπεύσιμη. Η μητέρα της δεν κατάφερε να την κάνει καλά, και αποφάσισε να κάνουν μαζί ένα ταξίδι στις χώρες της Ανατολής, μήπως συνέλθει η αγαπημένη της κόρη. Απόφαση που αποδείχτηκε μοιραία για τη νεαρή Ελίζα που υπέκυψε ενόσω βρίσκονταν στη Βυρηττό.
Η απώλεια της μονάκριβης κόρης της είχε τεράστιο αντίκτυπο στην προσωπικότητα της Δούκισσας. Προσπάθησε να βρει καταφύγιο από τη θλίψη της στη θρησκεία και φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει μια δική της, ένα κράμα χριστιανισμού και ιουδαϊσμού. Ο Ed. About σημειώνει: «Ο πρόωρος θάνατος της κόρης της από κάποια ανίατη ασθένεια, το γήρας που τη βρήκε, η μοναξιά από την οποία δεν φρόντισε να προφυλαχτεί, μια φυσική κλίση προς ό,τι ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, και ίσως η αδιάλειπτη ανάγνωση ενός και μοναδικού βιβλίου, την έριξαν σε μια θρησκεία που δεν ανήκει παρά σ’ εκείνη, πολύ μακριά από τον χριστιανισμό, αλλά κοντά στον ιουδαϊσμό, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτόν. Μια θρησκεία χωρίς πιστούς, της οποίας είναι ταυτόχρονα η ιέρεια και προφήτισσα».
Η Δούκισσα είχε μεγάλη αδυναμία στη μοναχοκόρη της. Τρελαμένη από τη θλίψη της, βαλσάμωσε τη σορό της, την έφερε στην Αθήνα και την τοποθέτησε στο υπόγειο της ξύλινης κατοικίας της. Δίπλα από το ξύλινο φέρετρο με το γυάλινο καπάκι, έκαιγε διαρκώς μια λευκή λαμπάδα. Η κοινωνία είχε σοκαριστεί από αυτό το γεγονός. Μα κανείς δεν μπορούσε να τη μεταπείσει να θάψει την κόρη της. Την ήθελε μαζί της, δίπλα της. Της μιλούσε. Τη χάιδευε. «Και τοποθετήσασα αυτήν εντός θαλάμου του οίκου της, επαραμυθείτο ορώσα αυτήν η τάλαινα μήτηρ…» έγραψε στο βιβλίο του για τη Δούκισσα της Πλακεντίας ο Ίων Δραγούμης.
Και όλα αυτά κράτησαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Επί δέκα χρόνια η Δούκισσα έπεφτε καθημερινά σε λυγμούς και μοιρολόγια, αφήνοντας άναυδους όσους περνούσαν από εκεί. «Ξύπνα κόρη μου γλυκιά, σήκω επάνω, σε φωνάζω, δεν μ’ ακούς!!!» την άκουγαν οι λίγοι περαστικοί να ωρύεται.
Η συμπεριφορά της είχε αλλάξει. Μισούσε τον Όθωνα και την Αμαλία, καθώς πίστευε πως εκείνη έφταιγαν για το κακό που την έχε βρει, για τον θάνατο της πολυαγαπημένης κόρης της.
Φωτιά στην ψυχή και στο σώμα
Τον Δεκέμβριο του 1847 μια πυρκαγιά κατάπιε το ξύλινο σπίτι της Δούκισσας μαζί με τη βαλσαμωμένη σορό της κόρης της. Για το περιστατικό γράφει η Christiane Lüth στο ημερολόγιό της: «Το βράδυ είχε πολύ δυνατό αέρα. Έπιασε μάλιστα φωτιά το σπίτι της Δούκισσας της Πλακεντίας και κάηκε το βαλσαμωμένο λείψανο της κόρης της. Όπως συμβαίνει πάντα στις φωτιές, δεν υπήρχε κανένας να βοηθήσει, παρά μόνο εκείνοι που ενδιαφέρονταν να κλέψουν, και φυσικά δεν υπήρχε ούτε νερό. Η δούκισσα παρακαλούσε να σώσει κάποιος το λείψανο της κόρης της, αλλά κανείς δεν τολμούσε να κατέβει στο υπόγειο, γιατί εκεί βρισκόταν».
Όλη η τραγικότητα της μάνας που έχανε για δεύτερη φορά το παιδί της εμφανίστηκε στο πρόσωπο και στην ψυχή της Δούκισσας. Η υγεία της χειροτέρεψε, απομονώθηκε, έγινε δύστροπη. Οι μόνες με τις οποίες είχε επαφή ήταν η Φωτεινή Μαυρομιχάλη, κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, και η κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρ. Καψάλη, Ελένη.
Τον Απρίλιο του 1854 η Sophie de Marbois-Lebrun άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 69 ετών, και ενταφιάστηκε στην Πεντέλη, σε τάφο που της φιλοτέχνησε ο φίλος της αρχιτέκτονας, Σταμάτης Κλεάνθης.
Η εφημερίδα «Ελπίς» στις 17 Μαΐου 1854 έγραψε: «Αι μικραί ιδιοτροπίαι της ουδένα έβλαψαν, πολλούς όμως ωφέλησαν και ουδαίν αφαιρούσι του σεβασμού τον οποίον το Κοινόν έφερεν προς αυτήν, ως γυναίκα ενάρετο και φιλάνθρωπον».
Η ζωή της έγινε ταινία το 1956 από τη Μαρία Πλυτά, με τους ηθοποιούς Βούλα Χαριλάου, Ρίτα Μυράτ, Θεόδωρο Μορίδη, Λάμπρο Κωνσταντάρα, Αλέκο Δεληγιάννη.
Τα αρχιτεκτονικά κοσμήματα της Δούκισσας της Πλακεντίας
· Το οικόπεδο του Μεταξουργείου, καθώς σπίτι εκεί δεν υπήρχε πια μετά την πυρκαγιά, το κληρονόμησε ο τραπεζίτης Γ. Σκουζές, σύζυγος της Ελένης Καψάλη γραμματέως της Δούκισσας, ο οποίος το πούλησε στο Δημόσιο και παραχωρήθηκε στο γειτονικό ορφανοτροφείο Χατζηκώστα.
· Η Βίλα Ιλίσια οικοδομήθηκε την περίοδο 1840-1848 σε οικόπεδο που είχε έκταση 31 στρέμματα. Το κτίσμα περιήλθε στο Δημόσιο και αρχικά στέγασε τη Σχολή των Ευελπίδων. Το 1928, η οικία, με τις απαραίτητες παρεμβάσεις, μετατράπηκε στο Μουσείο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής τέχνης.
· Το σπίτι που δώρισε στον προσωπικό της γιατρό Μπέρναρντ Ρέζερ το 1851, βρισκόταν είτε κοντά στη σημερινή οδό Μουρούζη, είτε στην οδό Αμαρουσίου κοντά στο Λόφο των Νυμφών στο Θησείο.
· Το Καστέλο της Ροδοδάφνης, γνωστό και ως «Πύργος Δουκίσσης Πλακεντίας», άρχισε να χτίζεται από τον Σταμάτη Κλεάνθη το 1840 στον λόφο Κουφού της Πεντέλης σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Κουσό. Το 1959 ορίσθηκε από το κράτος ως κατοικία τού τότε Διαδόχου, και μετέπειτα βασιλέως Κωνσταντίνου Β΄, που εγκαταστάθηκε σε αυτό από το 1961 έως το 1964. Οι εργασίες αποπεράτωσης και εκσυγχρονισμού του κτιρίου, πραγματοποιήθηκαν τη διετία 1960-1961, από τον αυλικό αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Μπαλτατζή. Σήμερα η χρήση του έχει περιέλθει στον Δήμο Πεντέλης, που το χρησιμοποιεί ως πνευματικό κέντρο.
· Ο μικρός πύργος Tourelle (ξενώνας) στην Πεντέλη χτίστηκε το 1846.
· Η βίλα με το όνομα Plaisance (Πλακεντία) στην Πεντέλη χτίστηκε το 1846-1847.
· Το οίκημα Maisonette στην Πεντέλη χτίστηκε το 1840-1841.
Εδώ να σημειώσουμε ότι η περιοχή της Πεντέλης είχε περιέλθει στη Μονή Πεντέλης πριν την αποχώρηση των Τούρκων και, προκειμένου η Δούκισσα να αγοράσει τα οικόπεδα που ήθελε, αναγκάστηκε να υποκύψει σε διάφορα ρουσφέτια των μοναχών της Μονής.
Τέλος, της άρεσε να κυκλοφορεί ντυμένη στα λευκά, ενώ άφησαν εποχή οι φήμες τόσο για τα στοιχειωμένα σπίτια της, όσο και για την ερωτική σχέση της με τον λήσταρχο Χρήστο Νταβέλη, κάτι που σίγουρα δεν επαληθεύεται καθώς ο Νταβέλης παρουσιάστηκε στην Αττική ένα χρόνο μετά τον θάνατό της. Προφανώς μπέρδεψαν τον Νταβέλη με έναν άλλον λήσταρχο, τον περίφημο για την ομορφιά του Σπύρο Μπίμπιση, ο οποίος της έστησε καραούλι για να την απαγάγει προκειμένου να της ζητήσει λύτρα, για να μην τη σκοτώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. «Όταν αυτός ο δυστυχής ο Μπίμπισης είδε πως του έλαχε η μοίρα να φύγει χωρίς τα λεφτά του, με αποχαιρέτησε, αλλά με ένα ύφος τόσο απογοητευμένο που βούρκωσα. Του έδωσα δέκα φράγκα που τα δέχτηκε με ευγνωμοσύνη. Έχουν καλοσύνη αυτοί οι άνθρωποι…» έχει αναφέρει η ίδια η Δούκισσα για το συγκεκριμένο περιστατικό.
Βούρκωσε… Αυτή ήταν η Αμερικανο-Γαλλίδα Δούκισσα της Πλακεντίας, που από τη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, ήρθε στην Ελλάδα των ξυπόλητων αγωνιστών να συμπαρασταθεί στο έργο τους. Μια τραγική φιγούρα, μια σπουδαία ευεργέτιδα…