Διπλωματικό πόκερ για δυνατούς λύτες εξελίσσεται τις τελευταίες ώρες ανάμεσα σε Κάιρο και Άγκυρα. Από την πλευρά της, η Τουρκία διαρρέει τις τελευταίες ώρες πως οι δυο πλευρές βρίσκονται σε συζητήσεις για την πραγματοποίηση συνάντησης μεταξύ των δυο προέδρων ή των ΥΠ.ΕΞ, ενώ το Κάιρο διαψεύδει κατηγορηματικά, κατηγορώντας την Άγκυρα για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων.
"Καμία επαφή ή προετοιμασία συναντήσεων με την Τουρκία- άμεσες ή έμμεσες δεν πραγματοποιούνται" δήλωσε υψηλόβαθμη διπλωματική πηγή της Αιγύπτου στο ρωσικό πρακτορείο TAAS. Μάλιστα, η ίδια πηγή ανέφερε ότι «οι τουρκικές κινήσεις συνιστούν απλώς απόπειρες να βγει ο Ερντογάν από την πολιτική απομόνωση στην περιοχή.
«Ο ιδεολογικός χαρακτήρας της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, η οποία μιλάει για την κληρονομία των Οθωμανών στην Λιβύη, για το δόγμα της "Γαλάζιας Πατρίδας" και το γεγονός ότι δεν κρύβουν τις φιλοδοξίες τους, προκαλεί ανησυχία και δεν αφήνει περιθώρια για διάλογο» συμπλήρωσε.
Ωστόσο, το αραβικό τηλεοπτικό δίκτυο, Al Arabiya, επικαλούμενο δικές του πηγές από το αιγυπτιακό υπουργείο εξωτερικών, μετέδωσε ότι τις τελευταίες ώρες Άγκυρα και Κάιρο είχαν τηλεφωνικές συνομιλίες, κατά την διάρκεια των οποίων οι δύο πλευρές συζήτησαν την επικείμενη συνάντηση στο Κάιρο με την συμμετοχή διπλωματών και εκπροσώπων των μυστικών υπηρεσιών. Παράλληλα, σύμφωνα με τους Άραβες δημοσιογράφους, η Αίγυπτος έθεσε ως όρο για την επανεκκίνηση των συνομιλιών, να σταματήσει η Άγκυρα "την κλιμάκωση της κατάστασης στην Μεσόγειο".
Την ίδια ώρα, ο Ταγίπ Ερντογάν και ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, σήκωσαν το γάντι και ξεκίνησαν τις πολιτικές και «ψυχολογικές» πιέσεις προς την αιγυπτιακή πλευρά.
«Ο αιγυπτιακός λαός δεν είναι δυνατόν να στέκεται δίπλα στην Ελλάδα" δήλωσε ο Τούρκος Πρόεδρος για να προσθέσει με νόημα πως «εμείς ποτέ δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως ο αιγυπτιακός λαός θα είναι όμοιος με τον ελληνικό λαό».
Από την πλευρά του ο Τούρκος ΥΠ.ΕΞ, σε πολύ πιο χαμηλούς τόνους, αναφέρθηκε στην Αίγυπτο, λέγοντας πως στόχος της Άγκυρας είναι η επανεκκίνηση των συνομιλιών και η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών…ακόμα και αν αυτό αργήσει να επιτευχθεί».
Φωτιά... που δεν λέει να σβήσει
Η τουρκική προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την Αίγυπτο έχει ανάψει φωτιές στην ελληνική πλευρά, παρά το γεγονός πως επισήμως το υπουργείο εξωτερικών, θεωρεί λήξαν το συναγερμό της προηγούμενης εβδομάδας, μετά την επίσκεψη Δένδια στο Κάιρο.
Στην πραγματικότητα, όμως, το ερώτημα που τίθεται από πολλούς καθηγητές διεθνών σχέσεων και αναλυτές, και έχει να κάνει με το κατά πόσο είναι εφικτή η αναθέρμανση των σχέσεων των δυο χωρών και η επαναπροσέγγιση του Κάϊρου και της Άγκυρας, συνεχίζει να προβληματίζει το ΥΠ.ΕΞ.
Αυτή τη στιγμή, όλα τα δεδομένα, συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο μοιάζει αδύνατο, καθώς οι δυο δυνάμεις συμμετέχουν σε αντιπαραθετικές συμμαχίες, διεκδικούν ρόλο περιφερειακού ηγεμόνα για την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά κυρίως λόγω ιστορικών και πολιτικών διαφορών.
Ωστόσο, το γεγονός πως τη δεδομένη χρονική στιγμή αυτά που χωρίζουν τις δυο πλευρές… είναι περισσότερα απ’ όσα τους ενώνουν, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για τον εφησυχασμό της ελληνικής πλευράς.
Η ιστορία των διεθνών σχέσεων έχει αποδείξει πως το εθνικό συμφέρον και η ανάγκη για εθνική ασφάλεια είναι αυτά που σε τελική ανάλυση καθορίζουν και επανακαθορίζουν τις στρατηγικές των κρατών.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επαναπροσέγγιση των δυο πλευρών, πρέπει να είναι ένα σενάριο που η ελληνική πλευρά θα πρέπει να μελετά και με τις κινήσεις της να το αποτρέπει.
Αντιπαραθετικά σχέδια
Τουρκία και Αίγυπτος, αποτελούν δυο από τις ισχυρότερες περιφερειακές δυνάμεις της Ανατολικής Μεσογείου. Ο στόχος και των δυο δυνάμεων είναι κοινός, η απόκτηση της περιφερειακής ηγεμονίας και η ανάδειξη τους σε κυρίαρχο παίκτη της περιοχής.
Ωστόσο, σε αυτό το σημείο είναι αναγκαία η εξής αποσαφήνιση: Άγκυρα και Κάιρο μπορεί ανταγωνίζονται για να πετύχουν τον ίδιο στόχο, ωστόσο αυτό το κάνουν με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετική ένταση.
Εν αντιθέσει με την Τουρκία, η Αίγυπτος δεν επιδιώκει την κυριαρχία μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και του επεκτατισμού, αλλά μέσω των ισχυρών συμμαχιών με χώρες της περιοχής, της οικονομικής στήριξης των αραβικών κρατών, και της πρόσδεσης της στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Για την Αίγυπτο, οι πολεμικές επιχειρήσεις με τις δυνάμεις της Ανατολικής Μεσογείου ανήκουν στο παρελθόν. Από το 1973, όταν και προκάλεσε τον πόλεμο του Yom Kippur, το Κάιρο απέχει από πολεμικές επιχειρήσεις και περιφερειακές εντάσεις με μεγάλη συνέπεια.
Ακόμα και στον πόλεμο της Λιβύης, που βρίσκεται στα ανατολικά σύνορα της, η Αίγυπτος δεν έχει εμπλακεί επίσημα στις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά αρκείται στην στήριξη των δυνάμεων του Χαλίφα Χαφτάρ.
Στην αντίπερα όχθη, ο Ερντογάν, αντιλαμβάνεται τον πόλεμο ως το μοναδικό μέσο που μπορεί να του προσφέρει τον πολυπόθητο στόχο της περιφερειακής ηγεμονίας. Για τον Τούρκο πρόεδρο, ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να πείσει τις μεγάλες δυνάμεις να τον αποδεχθούν ως περιφερειακό ηγεμόνα, είναι μέσω της προβολής ισχύος και της πυγμής.
Για αυτό το λόγο, ο Ερντογάν εισέβαλλε στην Συρία, παρενοχλεί με χαμηλής έντασης συγκρούσεις τους Κούρδους του Ιράκ, παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Λιβύης, ενεπλάκη στο πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και φυσικά απειλεί την Ελλάδα και την Κύπρο σε σταθερή βάση.
Ιστορική αντιπαλότητα
Μια βασική διαχωριστική ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Τουρκία έχει να κάνει με την Μουσουλμανική Αδελφότητα και την πρόσφατη «αντιπαράθεση» μεταξύ των δυο χωρών κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης.
Ο Ερντογάν δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από έναν Ισλαμιστή ηγέτη. Και αν αυτό τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του, επιχειρείτο να μετριαστεί, πλέον είναι κάτι που δεν μπορεί να κρύψει.
Στο πέρασμα μάλιστα των χρόνων και ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα των Αραβικών Εξεγέρσεων, ο Ερντογάν έχει μετατραπεί σε ένα σκληρό Ισλαμιστή ηγέτη, που έχει στενές σχέσεις με την ισλαμική οργάνωση «Μουσουλμανική Αδελφότητα».
Οι λόγοι σύμπλευσης του προέδρου Ερντογάν με την οργάνωση δεν είναι όμως μόνο ιδεολογικοί. Στον αντίποδα εξυπηρετούν πολιτικούς και ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους, καθώς η Μουσουλμανική Αδελφότητα που έχει μέλη σε όλη τη Μέση Ανατολή, έχει ως στόχο την αποσταθεροποίηση των κοσμικών καθεστώτων και την αντικατάσταση τους από την ισλαμική κοινότητα.
Ως εκ τούτου, η Αδελφότητα έχει καταστεί όργανο στα χέρια του Ερντογάν για την πραγματοποίηση πολιτικών στόχων της Άγκυρας, εντασσόμενη στο πλαίσιο προβολής ισχύος σε περιοχές του ευρύτερου αραβικού και οθωμανικού κόσμου
Στον αντίποδα, για την Αίγυπτο και τον Φατάχ αλ-Σίσι, η Μουσουλμανική Αδελφότητα δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μια τρομοκρατική οργάνωση που στόχο έχει την ανατροπή του αιγυπτιακού πολιτεύματος.
Η αντιπαλότητα μεταξύ της κοσμικής εξουσίας και των ισλαμιστών έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία της Αιγύπτου, με τους κοσμικούς να καταστέλλουν βίαια τις εξεγέρσεις των ισλαμιστών, ακόμα και αν αυτό επίτασσε στρατιωτικά πραξικοπήματα.
Ένα τέτοιο άλλωστε ήταν αυτό που εκπαραθύρωσε τον φίλα προσκείμενο προς την Μουσουλμανική Αδελφότητα Μοχάμεντ Μόρσι, φέρνοντας στην εξουσία τον σημερινό πρόεδρο της χώρας, Φατάχ αλ-Σίσι.
Αν σε όλα αυτά συνυπολογιστεί πως πολλά στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου, που κατηγορούνται από τον Σίσι για προδοσία και προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης, έχουν καταφύγει στην Τουρκία, όπου και προστατεύονται από το καθεστώς Ερντογάν, τότε εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί οι δυο ηγέτες βλέπουν ο ένας τον άλλο εχθρικά.
Αντιπαραθετικές γεωπολιτικές συμμαχίες
Εν αντιθέσει με την Τουρκία, η Αίγυπτος δεν ανήκει στην συμμαχία του ΝΑΤΟ. Η παρακαταθήκη του ηγέτη των «Αδέσμευτων» Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ και η αντιπαλότητα της Αιγύπτου με τις χώρες της Δύσης δεν άφηνε την δυνατότητα στους επόμενους Αιγυπτίους προέδρους να επιδιώξουν την ένταξη του Κάϊρου στο ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, μετά το 1973, η Αίγυπτος αποτελεί ένα σταθερό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτείων στην περιοχή. Οι Αιγύπτιοι απέχουν από τις πολεμικές επιχειρήσεις έναντι του Ισραήλ και παρέχουν πληροφορίες στους Αμερικάνους για τα ισλαμικά δίκτυα. Σε αντάλλαγμα, οι Αμερικανοί παρέχουν στους Αιγυπτίους εξελιγμένα οπλικά συστήματα, μετατρέποντας τους σε έναν από τους ισχυρότερους στρατούς στην περιοχή.
Στον αντίποδα, η Τουρκία, είναι μέλος του ΝΑΤΟ και παραδοσιακή σύμμαχος χώρα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η στροφή του Ερντογάν προς την Ρωσία, έχει διαρρήξει την σχέση αυτή, πολλαπλασιάζοντας τα διπλωματικά επεισόδια μεταξύ των δυο χωρών.
Και αν η σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία, μπορεί να συγχωρεθεί από την Ουάσιγκτον, οι στενές σχέσεις της Άγκυρας με την Τεχεράνη και τα ισλαμικά δίκτυα είναι κάτι που οι Αμερικανοί δεν μπορούν με τίποτα να «καταπιούν».
Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε και τον παράγοντα Ισραήλ, τότε κανείς εύκολα καταλαβαίνει πως οι δυο χώρες έχουν επιλέξει διαφορά γεωπολιτικά μονοπάτια.
Αντί επιλόγου
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο συμπέρασμα πως η επαναπροσέγγιση των δυο χωρών είναι μια υπόθεση- που τουλάχιστον για την ώρα- φαντάζει δύσκολη. Επειδή, όμως, κινητήριος δύναμη της εξωτερικής πολιτικής των κρατών είναι το εθνικό τους συμφέρον και ασφάλεια, η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να βάλει για τα καλά στο μικροσκόπιο της τις διεργασίες μεταξύ Κάϊρου και Άγκυρας…ώστε να μην βρεθούμε μπροστά σε πραγματικά δύσκολες καταστάσεις.