Όλοι γνωρίζουμε πως τα ονόματα των αρχαίων Ελλήνων έκρυβαν συμβολισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Διοτίμα, όνομα που σημαίνει «εκείνη που τιμά τον Δία».
Πρόκειται για υπαρκτό ή μυθικό πρόσωπο;
Η Διοτίμα πιστεύεται πως ήταν ιέρεια του Απόλλωνα στον ναό του θεού στην αρχαία Μαντίνεια της Αρκαδίας και έζησε κατά το δεύτερο ήμισυ του 5ου αι. π.Χ. Συγκαταλέγεται δε από πολλούς ιστορικούς στους μεγάλους κλασικούς του αρχαίου ελληνικού κόσμου, μαζί με τον Πυθαγόρα, τον Σωκράτη, τον Ιπποκράτη και τον Πλάτωνα, καθώς παρουσιάζεται τόσο ως Πυθαγόρεια φιλόσοφος, κατά τον Πρόκλο, αλλά και ως μύστρια της Πυθαγόρειας αριθμοσοφίας, κατά τον Ξενοφώντα, ο οποίος θεωρούσε ότι στη Διοτίμα δεν ήταν άγνωστα τα εξαιρετικά δυσνόητα γεωμετρικά αξιώματα («ουκ άπειρος δυσσυνέτων διαγραμμάτων έστι»).
Η δρ Έλενα Βλαχογιάννη, Επιμελήτρια στη Συλλογή Έργων Γλυπτικής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, παρουσιάζει μια τιμητική στήλη με ανάγλυφη παράσταση γυναικείας μορφής που εκτίθεται στην Αίθουσα 17 του Μουσείου (Αριθ. ευρ. 226), και αναφέρει σχετικά μεταξύ άλλων:
«Η στήλη βρέθηκε το 1887 στην αγορά της αρχαίας Μαντίνειας της Αρκαδίας, ανάμεσα στον νότιο αναλημματικό τοίχο του θεάτρου και στον ναό που έχει υποθετικά ταυτιστεί με τον ναό της Ήρας.
»Η επιβλητική μαρμάρινη στήλη, ύψους 1,48 μ. και πλάτους 0,80 μ., από πεντελικό μάρμαρο, της οποίας δεν σώζεται η αριστερή πλευρά και το ανώτερο τμήμα, φέρει ανάγλυφη παράσταση όρθιας γυναικείας μορφής, που απεικονίζεται σε στάση τριών τετάρτων προς τα αριστερά, προβάλλοντας το δεξί πόδι. Η γυναίκα φοράει αργείτικο πέπλο που σχηματίζει κόλπο και απόπτυγμα και πέφτει πάνω από το στάσιμο αριστερό σκέλος σε κατακόρυφες σχηματοποιημένες πτυχώσεις, ενώ κολλάει στο άνετο δεξί υπογραμμίζοντας την άρθρωση του γονάτου. Στα πόδια φοράει σανδάλια με πλαστικά αποδιδόμενη σόλα. Έχει υψωμένο το δεξί της χέρι, πιθανόν σε στάση σεβίζοντος. Στο αριστερό κρατάει κάποιο αντικείμενο, όχι άμεσα αναγνωρίσιμο. Στο κάτω μέρος της στήλης, αριστερά, σώζεται τμήμα από τον κορμό ενός φοινικόδενδρου, ιερού δένδρου του Απόλλωνα, με κομμένα προεξέχοντα κλαδιά. Πρόκειται για μια ιέρεια-μάντισσα. Η προέλευση της στήλης από τη Μαντίνεια σε συνδυασμό με την ιδιότητά της οδηγούν στην ταύτισή της με την περίφημη Διοτίμα».
Πλάτωνος «Συμπόσιο» ή «Περί έρωτος»: Διοτίμα και Σωκράτης
Την ύπαρξη της Διοτίμας αλλά και τη φιλοσοφική της αξία αναφέρει ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιον» ή «Περί Έρωτος», που έγραψε περίπου το 384 π.Χ., όπου η Διοτίμα είναι ο μόνος θηλυκός χαρακτήρας του έργου του, αλλά και ο κυριότερος, μέσω της αφήγησης του Σωκράτη. Ο Πλάτωνας, αφού μας διευκρινίζει ότι ο Σωκράτης την τιμά ως δασκάλα του, στη συνέχεια με τη συνήθη μέθοδο των διαλόγων του αφήνει τον Σωκράτη να αναφέρει πως η Διοτίμα ήταν εκείνη που ως Ιέρεια στη Μαντίνεια, τελούσε την «κάθαρσιν» των μολυσμένων Αθηναίων από τον μεγάλο λοιμό του 429 π.Χ. Αλλά επιπλέον ήταν εκείνη που τον μύησε στον έρωτα τον πνευματικό, τον αληθινό, πείθοντάς τον να απομακρυνθεί από τον σαρκικό.
Οργανωτής του συγκεκριμένου συμποσίου υπήρξε ο τραγικός ποιητής Αγάθων με αφορμή τη νίκη του στα Λήναια το 416 π.Χ. Θέμα της συζήτησης, ο έρωτας. Ο καθένας αναλύει την έννοια του έρωτα.
Το έργο ξεκινάει με τον Φαίδρο, που υποστηρίζει ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας παρακινεί να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις.
Συνεχίζει ο Παυσανίας, που υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.
Ακολουθεί ο γιατρός Ερυξίμαχος, που βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα.
Ο Αριστοφάνης εξηγεί ότι η αγάπη πηγάζει από το γεγονός ότι κάποτε οι άνθρωποι είχαν διπλά σώματα με δύο πρόσωπα, και αντί για δύο φύλα υπήρχαν τρία: οι άντρες, οι γυναίκες και το ανδρόγυνο (με σώμα άντρα και γυναίκας). Οι άντρες είχαν ως προέλευση τον ήλιο, οι γυναίκες τη γη, ενώ οι ανδρόγυνοι τη σελήνη. Οι τελευταίοι προσπάθησαν να κατακτήσουν τον Όλυμπο μαζί με τους θεούς. Ο Δίας θύμωσε και αποφάσισε να τους τεμαχίσει στα δύο, με αποτέλεσμα να διαχωριστούν τα δύο σώματα. Από τότε οι άνθρωποι ψάχνουν το άλλο τους μισό, το ταίρι τους. Οι άντρες που διαχωρίστηκαν από έναν άλλο άντρα είναι οι ομοφυλόφιλοι. Ενώ οι γυναίκες είναι οι λεσβίες. Οι ετεροφυλόφιλοι είναι αποτέλεσμα της τομής των «ανδρόγυνων». Ύστερα αναφέρει πως η ομοφοβία είναι οξύμωρη ιδέα, αφού ο ίδιος πιστεύει πως οι ομοφυλόφιλοι είναι οι πιο δυνατοί, με κύριο τεκμήριο την ύπαρξή τους στην πολιτική. Και αφού προσθέτει ότι όταν δυο αδελφές ψυχές βρίσκουν η μια την άλλη δεν επιθυμούν να διαχωριστούν ποτέ ξανά, μας προειδοποιεί να φοβόμαστε τους θεούς για να μη μας ξανατεμαχίσουν.
Τον λόγο στη συνέχεια πήρε ο Αγάθων, που υποστηρίζει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός.
Και ήταν ο Σωκράτης που έπρεπε τώρα να πάρει τον λόγο. Ένας λόγος που αποτελεί την κορύφωση της συζήτησης. Σύμφωνα ωστόσο με τα λεγόμενά του, οι απόψεις που θα εκθέσει αποτελούν αναπαραγωγή των όσων του είχε αναπτύξει η Διοτίμα, η ιέρεια από τη Μαντίνεια, όταν ο Σωκράτης είχε ισχυρισθεί ότι ο Έρωτας είναι μεγάλος και ωραίος θεός. Η Διοτίμα, όμως, αποδεικνύει με τα δικά της επιχειρήματα στον Σωκράτη ότι ο Έρως δεν είναι θεός και αναλύει στον μαθητή της τη φύση του Έρωτα.
Ας δούμε το συγκεκριμένο απόσπασμα σε μετάφραση του Σταύρου Τσιτσιρίδη:
«Μα τι τέλος πάντων», είπα, «θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας; Μήπως θνητός;»
«Σε καμιά περίπτωση.»
«Τότε τί;»
«Όπως και στα παραδείγματα που αναφέραμε προηγουμένως, κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου.»
«Δηλαδή, Διοτίμα, τι;»
«Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Αφού βέβαια καθετί δαιμονικό βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού.»
«Και ποια είναι», είπα εγώ, «η ιδιαίτερη ικανότητά του;».
«Να διερμηνεύει και να μεταφέρει στους θεούς όσα προέρχονται από τους ανθρώπους, και στους ανθρώπους όσα προέρχονται από τους θεούς: τις δεήσεις και τις θυσίες των μεν, τις εντολές και τις ανταποδόσεις των δε. Και καθώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ των δύο συμπληρώνει το κενό, ώστε το σύμπαν να αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μέσω αυτής της δαιμονικής ικανότητας λειτουργεί τόσο ολόκληρη η μαντική όσο και η τέχνη των ιερέων που σχετίζεται με θυσίες, τελετουργίες, εξορκισμούς και γενικά με κάθε είδους μαγεία και μαγγανεία. Ο θεός δεν έρχεται σε επαφή με τον άνθρωπο. Με τη μεσολάβηση αυτού του δαίμονα υπάρχει οποιαδήποτε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και ενόσω είναι ξάγρυπνοι και όταν κοιμούνται. Όποιος είναι γνώστης αυτών των πραγμάτων είναι άνδρας δαιμόνιος, όποιος γνωρίζει μόνον άλλα πράγματα, είτε πρόκειται για τον χώρο της επιστήμης είτε των χειρωνακτικών εργασιών, αυτός είναι χυδαίος. Τέτοιοι, λοιπόν, δαίμονες υπάρχουν πολλοί και πολλών ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρωτας.»
«Ποιος είναι ο πατέρας του», ρώτησα τότε εγώ, «και ποια η μητέρα του;».
«Αυτό», απάντησε, «απαιτεί περισσότερο χρόνο για να σ’ το διηγηθώ. Θα σ’ το πω όμως.
»Όταν ήρθε στον κόσμο η Αφροδίτη, είχαν τραπέζι οι θεοί, με τους άλλους μαζί και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας. Σαν απόφαγαν, ήρθε, όπως θα περίμενε δα κανείς σε μεγάλο φαγοπότι, η Πενία για να ζητιανέψει, και στεκόταν εκεί κοντά στην πόρτα. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ –κρασί δεν υπήρχε ακόμη– βγήκε έξω στον κήπο του Δία και, καθώς είχε βαρύνει, έπεσε και κοιμήθηκε. Η Πενία εκείνη την ώρα, οδηγημένη από την ανέχειά της, συνέλαβε το σχέδιο να αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. Πλαγιάζει λοιπόν δίπλα του και έτσι συνέλαβε τον Έρωτα. Γι᾽ αυτόν προφανώς τον λόγο έγινε συνοδός και υπηρέτης της Αφροδίτης ο Έρως, επειδή συνελήφθη την ημέρα της γέννησής της και επειδή συγχρόνως είναι μέσα του έμφυτος ο έρωτας προς το ωραίο. Και η Αφροδίτη είναι ωραία.
»Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως βρίσκεται στην εξής κατάσταση: Πρώτον είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. Αντιθέτως, είναι τραχύς, ρυπαρός, ξυπόλυτος, άστεγος· πλαγιάζει πάντα χάμω, χωρίς στρώμα, κοιμάται κάτω από τον ανοιχτό ουρανό σε σκαλοπάτια και στις άκρες του δρόμου· μοιράζεται τη φύση της μάνας του και έχει για συγκάτοικο πάντα τη στέρηση. Σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του επιβουλεύεται τα ωραία και τα εκλεκτά, είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος, ορμητικός, κυνηγός τρομερός, που σκαρφίζεται συνεχώς τεχνάσματα, συγχρόνως όμως προικισμένος με πόθο για τη γνώση της αλήθειας αλλά και επινοητικότητα, διαρκώς σε όλη του τη ζωή αγαπά τη σοφία, δεινός σαγηνευτής, μάγος, σοφιστής. Και δεν είναι η φύση του όμοια με αθάνατου, ούτε όμως πάλι με θνητού. Άλλοτε μέσα στην ίδια μέρα ανθεί και ζει, όταν βρει τα μέσα, άλλοτε πεθαίνει, μα ξαναζωντανεύει πάλι χάρη στη φύση του πατέρα του. Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά-σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση. Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός – γιατί είναι. Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.»
«Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;»
«Αυτό πια», είπε, «είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ᾽ ανάγκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου. Αιτία και γι᾽ αυτό είναι η καταγωγή του. Ο πατέρας του ήταν σοφός και επινοητικός, η μητέρα του όμως ούτε σοφή ούτε επινοητική.»
Το έργο κλείνει με την εμφάνιση του Αλκιβιάδη, μεθυσμένο και υποβασταζόμενο, που αντί να μιλήσει για τον έρωτα, προτίμησε να στραφεί στον Σωκράτη, με επαίνους για την προσωπικότητά του, τη σοφία και την ανδρεία του.
Τελικά, τι έστιν έρως;
Συμπερασματικά, εκείνο που διαφαίνεται από τη διαλογική αφήγηση του Σωκράτη είναι ότι η Διοτίμα τον εισάγει στον πλατωνικό έρωτα, τον εγκεφαλικό, τον αγνό, στον έρωτα που βάση του έχει την αληθινή αγάπη, σε αντίθεση με τον σαρκικό τον οποίο μετά τη συνάντησή του μαζί της απεχθάνεται μετά βδελυγμίας.
Το λάθος του Σωκράτη, σύμφωνα με τη Διοτίμα, είναι ότι θεώρησε πως ο Έρωτας είναι το αντικείμενο του έρωτα, ενώ στην πραγματικότητα είναι το υποκείμενο, δηλαδή αυτός που νιώθει έρωτα για κάτι ή κάποιον.
Για τη Διοτίμα στην υπόθεση του έρωτα υπάρχουν τρία διαδοχικά στάδια: το σώμα, η ψυχή και η γνώση. Η πορεία κατευθύνεται από την ύλη προς το πνεύμα, από το σώμα στη διανόηση. Πρόκειται για τον πνευματικό έρωτα.
Για τον Πλάτωνα όμως ο έρωτας είναι ιδέα, με σκοπό την ανοδική πορεία του ατόμου στο υψηλότερο σκαλί της ερωτικής μυσταγωγίας.
Μέσα από το «Συμπόσιο» ο Πλάτωνας επεχείρησε να δείξει τι πιστεύει για τον έρωτα, χρησιμοποιώντας ως πρόσωπα διαλογικά τον Σωκράτη και τη Διοτίμα. Ο όρος «πλατωνικός έρωτας» με τη σημερινή έννοια απέχει παρασάγγας από αυτό που εννοούσε ο Πλάτωνας.
Ο μελετητής του Πλάτωνα Αλέξης Τότσικας γίνεται πιο ξεκάθαρος ως προς τη σημασία του «πλατωνικού έρωτα» και το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα:
«Τελικά, τι είναι ο έρωτας; Έρωτας προς το ωραίο; Ερωτευόμαστε την ψυχή κάποιου ή το σώμα του; Μήπως ερωτευόμαστε με απώτερο σκοπό τα χρήματα και τις υλικές απολαβές; Ο έρωτας είναι κάτι που μας κάνει να ξεπερνάμε τον εαυτό μας, να αποκτούμε τόλμη και ηρωισμό και να φθάνουμε μέχρι την αυτοθυσία για χάρη του άλλου; Επιθυμούμε αυτό που έχουμε, για να συνεχίσουμε να το έχουμε, ή αυτό που στερούμαστε; Είναι η εύρεση του άλλου μισού ή η αρμονία των αντιθέτων; Είναι ο έρωτας έμπνευση; Είναι ο Έρωτας φιλόσοφος; Γίνεται ποιητής ο ερωτευμένος, ακόμα και αν πριν δεν ήξερε τίποτα από ποίηση; Ο Έρωτας είναι θεός ή δαίμονας; Ο έρωτας είναι δόλιος ή επιζητεί την παντοτινή κατοχή του αγαθού; Μήπως πίσω από τον έρωτα κρύβεται απλά ο πόθος της αθανασίας; Ποιος είναι ο τελικός σκοπός του έρωτα; »Στα ερωτήματα αυτά ο Πλάτωνας έχει τις απαντήσεις», μας εξηγεί. «Η λέξη “εύνοια” σημαίνει την αφοσίωση, η “αγάπη” τον συναισθηματικό δεσμό, η “στοργή” την τρυφερότητα, ο “πόθος” την επιθυμία, η “μανία” το αχαλίνωτο πάθος, η “οικειότης» την ιδέα κάποιου πράγματος εκ φύσεως συγγενικού. Η έννοια, που βρίσκεται πιο κοντά στον “έρωτα”, είναι η “φιλία”. Η φιλία ξεκινάει από τη θέαση της σωματικής ομορφιάς και μετατρέπεται σε έρωτα μόνο αν αναπτυχθούν συναισθήματα. Διακρίνεται στη “φυσική” φιλία ανάμεσα σε άτομα που έχουν το ίδιο αίμα, την “ξενική” που αναπτύσσεται ανάμεσα σε φιλοξενούντα και φιλοξενούμενο, την “εταιρική” μεταξύ φίλων, την “ερωτική” ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, και τη “φιλοσοφική”, που αποβλέπει στην αναζήτηση του Αγαθού».
Και όλα αυτά ήθελε ο φιλόσοφος Πλάτωνας να τα αναδείξει μέσα από το έργο του «Συμπόσιο» ή «Περί έρωτος», ένα από τα σπουδαιότερα –παγκοσμίως και διαχρονικά– φιλοσοφικά κείμενα.