Πολλές σελίδες γράφτηκαν και αρκετό μελάνι χύθηκε τα τελευταία χρόνια, σχετικά με τις παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Το ανθρώπινο δυναμικό της, τα τρωτά της σημεία, τις βελτιώσεις που χρειάζονται, αλλά και τον κομβικό της ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας. Σχεδόν όλες οι μετρήσεις κοινής γνώμης, ως προς την άποψη των πολιτών για το σύστημα λειτουργίας του κράτους, δεν δίνουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Οι αιτίες είναι λίγο-πολύ γνωστές σε όλους μας. Γραφειοκρατία, ευθυνοφοβία, κρατισμός, πολυπλοκότητα.
Διαχρονικά η συναλλαγή με το Δημόσιο αποτελούσε μία κατάσταση την οποία ο απλός πολίτης επιδιώκει να αποφύγει. Παρ’ όλα αυτά, συχνά βρίσκεται αντιμέτωπος με διαδικασίες που περνούσαν μέσα από τα γραφεία κάποιας δημόσιας υπηρεσίας. Αν θέλουμε τα επόμενα χρόνια να περηφανευόμαστε για κάτι ως πολιτικό σύστημα, αυτό θα ήταν, από τη μία να πετύχουμε την ορθή εξυπηρέτηση των πολιτών χωρίς την παραμικρή φυσική παρουσία τους σε κάποια δημόσια υπηρεσία και από την άλλη την ταχύτερη έκβαση των υποθέσεών τους.
Η τελευταία δεκαετία δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα κατέδειξε ακριβώς όλα αυτά τα προβλήματα και τις αδυναμίες του δημοσίου τομέα και της δημόσιας διοίκησης. Αδυναμίες που θεωρήθηκαν σημαντικοί παράγοντες στασιμότητας αλλά και τροχοπέδη για την ανάπτυξη της χώρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι εδώ και καιρό, τόσο οι διεθνείς οργανισμοί όσο και οι εγχώριοι παραγωγικοί φορείς, επισημαίνουν τα ελλείμματα της διοικητικής λειτουργίας και αποτελεσματικότητας του κράτους, αναφερόμενοι στη δημόσια διοίκηση ως τον «μεγάλο ασθενή».
Κάνοντας μία ιστορική αναδρομή σχετικά με την ελληνική δημόσια διοίκηση, βλέπουμε πολλές κοινές αναφορές από κορυφαίους ιστορικούς μέχρι την Έκθεση Πισσαρίδη του 2020. Σύμφωνα με αυτές, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους το 1823 και μετά, η δημόσια διοίκηση δεν φαίνεται να πέτυχε ως θεμέλιο ενός αποτελεσματικού κράτους-δικαίου, αλλά λειτούργησε ως φυτώριο ενός πελατειακού πολιτικού συστήματος, το οποίο κράτησε τη χώρα επί δεκαετίες σε λειτουργία χαμηλών ταχυτήτων. Αρκετοί πιστεύουν, και όχι άδικα, ότι ειδικά τη δεκαετία του 1980, η ελληνική δημόσια διοίκηση οικοδομήθηκε κατά τέτοιο τρόπο, τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνου δυναμικού όσο και υπηρεσιών, που στην ουσία δεν προσέφερε στον πολίτη, αλλά λειτουργούσε εις βάρους του.
Και φτάνουμε στη διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα το οποίο ανδρώθηκε στις πλατείες των αγανακτισμένων, εκμεταλλευόμενο την οργή των πολιτών, κάνοντας ταυτόχρονα τον λαϊκισμό κυρίαρχη έκφρασή του. Αποδείχθηκε ότι ΣΥΡΙΖΑ και ανευθυνότητα είναι έννοιες σχεδόν ταυτόσημες, που η μια συμπληρώνει την άλλη. Ως κόμμα είχε την ίδια ανεύθυνη στάση και απέναντι στο δημόσιο σύστημα λειτουργίας του κράτους. Η αριστερά, λόγω της θεωρίας της ήταν ανέκαθεν ο φορέας του κρατισμού στην Ελλάδα. Δηλαδή, ενός οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, στο οποίο τα πάντα ελέγχονται ή ρυθμίζονται από το κράτος. Ό,τι είχε να κάνει με την ιδιωτική πρωτοβουλία, την αξιοκρατία, την αξιολόγηση αλλά και την επιβράβευση των ικανών στο ελληνικό δημόσιο, προκαλούσε σε εκείνους αλλεργία. Λες και κάποιοι τρέφονται με το να μένει στάσιμη μία κατάσταση εις βάρος της χώρας.
Για να είμαι δίκαιος, δεν δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το συγκεκριμένο οικονομικό-κοινωνικό μοντέλο. Το βρήκε και απλά το «τελειοποίησε». Στις εκλογές του 2019 από το κυρίαρχο δίλημμα ήταν: «Οικονομικός φιλελευθερισμός ή κρατισμός», «Εκσυγχρονισμός στη λειτουργία του κράτους ή στασιμότητα». Οι πολίτες επέλεξαν δημοκρατικά, η Ελλάδα να προχωρήσει με σημαντικά βήματα προόδου, και να αποκτήσει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία, και όχι να παραμείνει παραδομένη στο έλεος των ολίγων και του «άρρωστου» κρατισμού.
Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, σεβόμενη το Σύνταγμα της χώρας, έχει μία άλλη αντίληψη για τη δημόσια διοίκηση και τα στελέχη της. Θυμίζω ότι ο Πρωθυπουργός, από τις προγραμματικές ακόμη δηλώσεις της κυβέρνησης πέρυσι το καλοκαίρι, μίλησε για μία ολική αναδόμηση του συστήματος, για την ανάγκη διαλειτουργικότητας των συστημάτων και υπηρεσιών του δημοσίου μέσω ψηφιακών εφαρμογών, αλλά και για κρατικούς λειτουργούς που θα βρίσκονται στην υπηρεσία κάθε πολίτη. Για εμάς ο τίτλος «δημόσιος υπάλληλος» δίνει τη θέση του στον όρο «Κρατικός Λειτουργός».
Από την πρώτη στιγμή ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, επισημάνθηκε η αδήριτη ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την αποτελεσματικότερη και αποδοτικότερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Ήδη εννέα μήνες από τότε που πρωτολειτούργησε η ψηφιακή πύλη του Δημοσίου, το gov.gr, έχει διευκολύνει κατά πολύ την καθημερινότητα του πολίτη, ενώ πλέον η αναζήτηση δημοσίων εγγράφων θα μπορεί να γίνεται και από το κινητό μας τηλέφωνο. Η διαλειτουργικότητα των συστημάτων αλλά και η ψηφιοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών ήδη ξεκίνησαν να αποδίδουν, φτάνοντας περίπου τις 1.000 υπηρεσίες. Ψηφιακό δημόσιο σημαίνει ταχύτερη βελτίωση της οικονομίας και πρόοδος, αφού ταυτίζεται άμεσα με την ανάπτυξη που έχει τόσο ανάγκη η χώρα μας.
Από την άλλη, λόγω της πανδημίας, οι περιορισμοί στην κυκλοφορία κατέδειξαν την ανάγκη άμεσης ψηφιοποίησης υπηρεσιών του Δημοσίου, και ήδη είμαστε όλοι μάρτυρες σημαντικών βημάτων προς την κατεύθυνση αυτή, με βασικό γνώμονα την ποιοτικότερη καθημερινότητα του πολίτη. Η άυλη συνταγογράφηση φάνταζε άπιαστο όνειρο, όμως έγινε διαδικασία ρουτίνας σε λίγους μόνο μήνες. Ας μη μιλήσουμε για την ηλεκτρονική εξουσιοδότηση με ψηφιακή υπογραφή που εκδίδουμε και από το σπίτι μας.
Σημαία της κυβέρνησης επιπλέον είναι το δόγμα που ο νέος νόμος για τον ΑΣΕΠ πρεσβεύει: Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Επιβάλλεται να γίνει πλέον μία πιο αυστηρή ιεράρχηση των πραγματικών αναγκών της δημόσιας διοίκησης. Να φύγουμε από την παλαιομοδίτικη και ξεπερασμένη ανάγκη τού πώς θα βολευτούμε στο Δημόσιο, και να πάμε στον κύριο στόχο, για το πώς θα δομηθεί ένα Δημόσιο με αξιοκρατικά κριτήρια, που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της εποχής.
H ψηφιοποίηση του συνόλου των διαδικασιών που επιφέρει ο νέος νόμος για την επιλογή των κρατικών λειτουργών μέσω ΑΣΕΠ, βοηθάει στην αξιοποίηση της διαλειτουργικότητας του Δημοσίου και μέσω αυτού θα φτάσουμε στον βασικό μας στόχο. Δηλαδή, από την προκήρυξη μέχρι την πρόσληψη να μεσολαβούν λίγοι μήνες και όχι ακόμη και δύο χρόνια, όπως συμβαίνει σήμερα. Κι αυτό χωρίς γραφειοκρατία ή διαβλητές διαδικασίες.
Επιδιώκουμε με όλες τις παρεμβάσεις μας την αναδιαμόρφωση του στελεχιακού δυναμικού του δημόσιου τομέα, με κριτήρια αξιοκρατίας, γνώσεων και αυξημένων τυπικών αλλά και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων κρατικών λειτουργών. Μόνο μία δημόσια διοίκηση με ικανά στελέχη, με ψηφιοποιημένες διαδικασίες και, τέλος, με καλές υποδομές, μπορεί πράγματι να επιτελέσει τους στόχους της στην υπηρεσία όλων μας. Η συμβολή του ΑΣΕΠ στη Δημόσια Διοίκηση είναι όλα αυτά τα χρόνια αναμφισβήτητα εξαιρετικά κρίσιμη. Αποτέλεσε πράγματι τον θεσμικό εγγυητή για τη διαφάνεια και την αξιοκρατία στις προσλήψεις στο Δημόσιο, ενώ πρέπει να θυμόμαστε ότι ενισχύθηκε έτι περαιτέρω ο συνταγματικός του ρόλος με την αναθεώρηση του 2001. Σήμερα όμως οι ανάγκες της εποχής είναι πολύ διαφορετικές, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητο ένα σύγχρονο αποτελεσματικό κράτος, που θα βρίσκεται στην πράξη και όχι στα λόγια στην υπηρεσία του πολίτη. Ένα κράτος που θα συμβαδίζει με τη νέα ψηφιακή εποχή και τις δυνατότητες που μας παρέχει η τεχνολογία. Η ιδέα είναι να απλοποιήσουμε και να εξαλείψουμε περιττές διαδικασίες, και όχι απλά να ψηφιοποιήσουμε τη γραφειοκρατία.
Κάτι τέτοιο βέβαια, για να λειτουργήσει και να αποδώσει, απαιτεί προφανώς και αξιοκρατική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με κρατικούς λειτουργούς που θα διαθέτουν αδιαμφισβήτητα προσόντα, αλλά και συναίσθηση του πραγματικού καθήκοντος που επιτελούν. Είμαι σίγουρος ότι σε λίγο καιρό από σήμερα δεν θα αναφερόμαστε στη δημόσια διοίκηση ως τον «μεγάλο ασθενή», αλλά ως το μέσο για ένα ποιοτικότερο κράτος.