«Γεννήθηκα το 1921, στις 9 Μαρτίου, στην Αθήνα, Ο πατέρας μου λεγόταν Παντελής και η μητέρα μου Ευτέρπη. Έχω έναν αδελφό, τον Γιάννη, δέκα χρόνια μεγαλύτερό μου. Εγώ ήρθα στη ζωή μετά το θάνατο του μοναδικού κοριτσιού που είχαν οι γονείς μου, της Νανάς. Ο Γιάννης και η Νανά είχαν διαφορά ενός έτους. Όταν πέθανε η Νανά, σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας και η μητέρα θέλησαν να την αντικαταστήσουν. Περίμεναν, λοιπόν, ότι το παιδί που θα ’ρθει θα είναι κορίτσι. Δυστυχώς, δεν ήταν. Ήμουν εγώ!»
Για καλή μας τύχη, θα πούμε εμείς, το παιδί ήταν αγόρι. Και ήταν εκείνος που έμελλε να γίνει ο μεγάλος και σπουδαίος ηθοποιός που θαυμάσαμε οι πιο τυχεροί στο θέατρο, αλλά και οι μικρότεροι στις λίγες κινηματογραφικές ταινίες του. Ήταν εκείνος που, όταν τραγουδούσε «ηθοποιός σημαίνει φως» στην «Οδό Ονείρων» σε μουσική και στίχους του Μάνου Χατζιδάκι, έντυνε τον κάθε στίχο με τον σπαραγμό της ψυχής του, γιατί αντικατόπτριζε τον εαυτό του και όσα ο ίδιος πέρασε, τα θέλω του και τα πιστεύω του μαζί.
«Ηθοποιός σημαίνει φως.
Είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ μικρός.
Μίλησε, κλαις;
Όχι δε λες.
Μήπως πεινάς;
Και τι να φας!
Όλο γυρνάς, πες μου πού πας;
Σ’ αναζητώ στον χώρο αυτό,
γιατί είμ’ εγώ πολύ μικρός
και θλιβερός ηθοποιός.
Θα παίξεις μια, θα παίξω δυο.
Θα κλάψεις μια, θα κλάψω δυο.
Σαν καλαμιά θα σ’ αρνηθώ,
θα σκεπαστώ, θα τυλιχτώ
μ’ άσπρο πανί κι ένα πουλί,
άσπρο πουλί που θα καλεί
τ’ άλλο πουλί, το μαύρο πουλί.
Παρηγοριά στη λυγαριά, υπομονή!
Αχ πώς πονεί!
Κι ύστερα λες για δυο τρελές
που μ’ αγαπούν γιατί σιωπούν,
γιατί σιωπούν...
Έλα στο φως, παίζω θα δεις.
Είμαι σοφός μην απορείς,
έλα στο φως, παίζω θα δεις.
Ηθοποιός, ό,τι κι αν πεις
είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ βαθύς.
Ηθοποιός, είτε μωρός, είτε σοφός
είμαι κι εγώ, καθώς κι εσύ είσαι παιδί,
που καρτερεί κάτι να δει.
Πιες το κρασί, στάλα χρυσή
Απ’ την ψυχή, ως την ψυχή».
Ο κορυφαίος ηθοποιός τόσο του θεάτρου όσο και του κινηματογράφου Δημήτρης Χορν γεννήθηκε σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Σταδίου στο κέντρο της Αθήνας στις 9 Μαρτίου του 1921. Πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν. Νονά του ήταν η σπουδαία Κυβέλη, στην αγκαλιά της οποίας, μωρό ακόμη, έπαιξε τον πρώτο του θεατρικό ρόλο το έργο «Γειτόνισσες» σε σκηνοθεσία του πατέρα του. Τεσσάρων χρόνων, πάλι δίπλα στη νονά του, έρχεται ο δεύτερος θεατρικός ρόλος στο έργο «Νόρα» του Ίψεν. Και η τρίτη του θεατρική εμφάνιση… «Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών στο θερινό θέατρο Παρκ, της οδού Χέυδεν, όπου ήταν εγκατεστημένος ο θίασος της μεγάλης Μαρίκας, ανέβασαν τη “Μαμά Κολιμπρί” του Μπατάιγ. Το έργο ήθελε κι ένα νέο της τότε ηλικίας μου και πήγα. Αυτή μάλιστα η εμφάνισή μου ενίσχυσε αφάνταστα τη διάθεση που είχα ήδη αρχίσει να έχω αναφορικά με το θέατρο. Και θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η πρώτη μου επικοινωνία από τη σκηνή με το κοινό», έχει αναφέρει ο ίδιος σε μια από τις συνεντεύξεις του.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου και εμφανίστηκε το 1941. Το 1944, τρία χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, συγκροτεί θίασο με τη Μαίρη Αρώνη και μετά (1944-46) έναν δεύτερο με την ίδια και τη Βάσω Μανωλίδου. Στη συνέχεια συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο (1946-50). Για δύο χρόνια (1950-52) απουσιάζει στο εξωτερικό και επιστρέφοντας συγκροτεί θίασο με την Έλλη Λαμπέτη και τον Γ. Παππά. Το 1956 συνεργάζεται ξανά με την Έλλη Λαμπέτη, με την οποία αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά ζευγάρια στη σκηνή και τη ζωή. Το 1959 διακόπτεται η συνεργασία τους και ο Χορν συνεχίζει με τον δικό του θίασο. Πρωταγωνίστησε σε πολλά θεατρικά έργα («Το παιχνίδι της μοναξιάς», «Η κυρία με τις καμέλιες», «Το ημερολόγιο ενός τρελού», «Οδός ονείρων», «Ριχάρδος ο Γ΄», «Ερρίκος ο Δ΄», «Αρχιμάστορας Σόλνες» κ.ά.), καθώς και σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες («Ο μεθύστακας», «Η κάλπικη λίρα», «Κυριακάτικο ξύπνημα», «Μια ζωή την έχουμε», «Το κορίτσι με τα μαύρα», κ.ά.). Την περίοδο 1974-75 διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ. Η Πολιτεία του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α΄. Ο Δημήτρης Χορν τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του έπασχε από Αλτσχάιμερ. Τελικά, πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1998, από καρκίνο και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Το 2000 καθιερώθηκε στη μνήμη του το «Βραβείο Χορν», το οποίο απονέμεται στους καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους άνδρες ηθοποιούς κάθε χρονιάς.
Η έρωτάς του με την Έλλη Λαμπέτη
Εφτά χρόνια κράτησε η σχέση τού bon viveur με την επίσης σπουδαία ηθοποιό Έλλη Λαμπέτη, ένας έρωτας που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ειδικά με τον χωρισμό του ζευγαριού. «Ήταν μια καλή ηθοποιός, ήταν χαρά να παίζεις μαζί της. Είχε την ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα σημαντικά. Και αφόρητα ζηλιάρα. Δεν τολμούσα ούτε βλέμμα να ρίξω σε άλλη γυναίκα. Γινόταν χαλασμός. Ζήλευα κι εγώ ελεεινά. Ήμασταν μαζί επτά χρόνια. Όταν με άφησε, ήμουν ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα. Και τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου»,
είχε δηλώσει για τη σπουδαία ηθοποιό.
Είχαν γνωριστεί στη δραματική σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Μετά από κάποιες παραστάσεις που έπαιζαν και σιγόβραζε ο έρωτας μέσα τους, φτάνουμε σο 1955 όπου έπαιξαν στην ταινία «Κάλπικη λίρα», του Γιώργου Τζαβέλλα. Το δίδυμο Χορν-Λαμπέτη έχει ήδη δώσει λαβή τόσο για την καλλιτεχνική του επιτυχία όσο και για την ερωτική φλόγα που διαφαίνεται στο κάθε άγγιγμά τους επί σκηνής. Ο Τζαβέλλας καταλαβαίνει ότι έχει στα χέρια του ένα δυνατό έργο και θέλει τους δυο τους στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, και τους δηλώνει ξεκάθαρα: «Παίξτε τη ζωή σας!» Και το έκαναν. Δεν ήταν ο Παύλος και η Αλίκη, ήταν ο Τάκης και η Έλλη που βρίσκονταν εκεί πάνω και διαλαλούσαν τη δική τους αγάπη, τον δικό τους παθιασμένο έρωτα. Και όπως χώρισαν οι πρωταγωνιστές στο έργο, έτσι αργότερα χώρισαν κι εκείνοι…
Ήταν ένας γοητευτικός bon viveur
Ο Δημήτρης Χορν ήταν μονίμως ερωτευμένος με τη ζωή, με τις γυναίκες, με τον ίδιο τον έρωτα.
Ήταν ένας γοητευτικός bon viveur, ένας ζεν-πρεμιέ, που ακόμη και η θρυλική Έντιθ Πιάφ τον είχε ερωτευτεί, μόνο που εκείνος ο έρωτας έμεινε πλατωνικός.
Το θρυλικό «Σπουργίτι» τον γνώρισε το 1946 σε ένα ταξίδι της στην Αθήνα, και τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Εκείνος ήταν 25 χρόνων και ήδη παντρεμένος με τη Ρίτα Φιλίππου, κι εκείνη 31 χρόνων. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, δεν μπορεί να ξεχάσει τον νεαρό ζεν πρεμιέ και του έγραψε μια τετρασέλιδη επιστολή, στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων: «Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη, μη μου πληγώσεις την καρδιά! Μπορεί να έρθεις στο Παρίσι με την Ειρήνη, αλλά μάλλον δεν το βλέπω, έτσι θα έρθω εγώ κοντά σου τον Νοέμβριο, κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα, όμως αυτό που πρέπει να κάνεις χωρίς δισταγμό είναι να έρθεις στην Αμερική το Δεκέμβριο, έτσι θα ξανασμίξουμε εκεί και από κει ελπίζω να σε φέρω στο Παρίσι, που όταν το γνωρίσεις θα το αγαπήσεις όσο κι εγώ, αν πας στο Λονδίνο μετά την Αμερική θα πάω κι εγώ, θα ’θελα να ζω πολύ κοντά σου, νομίζω πως θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης πως σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πως είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα...». Αλλά εκείνος δεν ήταν ικανός να αφήσει την αγαπημένη του τότε Ρίτα –και για πάντα, όπως ο ίδιος έχει παραδεχθεί– γυναίκα του… Και ο έρωτας της σπουδαίας Έντιθ Πιάφ έμεινε ανεκπλήρωτος…
Ο Δημήτρης Χορν παντρεύτηκε δύο φορές, πρώτα τη Ρίτα Φιλίππου,και μετά την Άννα Γουλανδρή, που τον σημάδεψε με τον πρόωρο θάνατό της, καθώς σ’ εκείνη βρήκε την κατασταλαγμένη αγάπη, που είναι πιο δυνατή από κάθε παθιασμένο έρωτα. «Η Άννα Γουλανδρή είναι ένας από τους ανθρώπους που εκτιμώ και θαυμάζω για την ενεργητικότητα, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία της», έλεγε για την αγαπημένη του, που λάτρευε τη ζωγραφική. Μαζί δημιούργηαν το Ίδρυμα Γουλανδρή Χορν. Ο Δημήτρης Χορν και η Άννα Γουλανδρή έζησαν μαζί 20 ευτυχισμένα χρόνια. Ο θάνατός της από καρκίνο το 1988 ήταν για εκείνον ένα ισχυρό πλήγμα που δεν ξεπέρασε ποτέ. «Την αγάπησα πολύ», έλεγε για εκείνη μέχρι το δικό του τέλος.