Ζωγράφος, ποιητής, δάσκαλος, συλλέκτης, άνθρωπος. Ο δημιουργός που πίστευε στη φαντασία, το ταλέντο και το ένστικτο. Αυτός ήταν ο Δημήτρης Μυταράς.
Ήταν ο φίλος που ομόρφαινε τη ζωή και την ψυχή μας. "Ζωγράφος ποιητής ή ποιητής ζωγράφος", τον ρωτούσα. Γελούσε. "Δεν μπορώ να μιλάω σοβαρά για τη ζωγραφική μου και τα ποιήματα μου, γιατί καταλαβαίνω τη ματαιότητα. Ο Μπρακ λέει πως ό,τι αξίζει στην Τέχνη είναι ό,τι δεν μπορείς να εξηγήσεις. Ας πούμε, λοιπόν, πως είμαι κάποιος που μιλάει με εικόνες" έλεγε συχνά.
Ομόρφαινε τη ζωή μας, ο Δημήτρης Μυταράς.. Με τη ζωγραφική του, τα ποιήματα του, τα κοχύλια του, την απλότητα, το χιούμορ, τη γνώση, την αγάπη του.
"Η ζωή είναι ένα ταξίδι", έλεγε, "τραβάς κουπί και πας. Και αυτά που έγιναν κι αυτά που δεν έγιναν κι αυτά που ξεκίνησαν κι αυτά που τέλειωσαν, όλα είναι ένας δρόμος. Ο βασικός νόμος του σύμπαντος είναι ο χώρος και ο χρόνος. Ο άνθρωπος μεγαλώνει και αλλάζει συνέχεια. Η βασική αρχή της ζωής είναι η αλλαγή. Όλα αλλάζουν, επαναλαμβάνονται με άλλη μορφή, αναδιαπραγματεύονται, όπως η αναδιαπραγμάτευση του χρέους".
Ατέλειωτες οι κουβέντες μας. Αυτές που, σχεδόν πάντα, έκλειναν με μια "κοφτερή" αλήθεια. Ο Παπαλουκάς, ο Τσαρούχης, ο Πικάσο, ο Χόκνεϊ, ο Μπαχ, ο Βιβάλντι, ο Μπρακ, ο Όμηρος, ο Σεφέρης, ο Τ.Σ Έλιοτ, ο Καβάφης, ο Έζρα Πάουντ, ο Γούντι Άλεν, ήταν, μόνιμα, εκεί. Παρόντες. Σε ό,τι κι αν έκανε, για ό,τι κι αν μιλούσε.
Το ίδιο και η Χαλκίδα, η πόλη του. Και η θάλασσα και ο βυθός και η φύση. Και το Παρίσι. Της νιότης του. Του έρωτα του με τη γυναίκα της ζωής του, τη Ζουζού του*.
Τελευταία, είχε γοητευτεί απ' τ' αστέρια, τους πλανήτες, το σύμπαν, τη ζωή πέρα απ' τη γη. "Έχουν αλήθεια και μυστήριο", έλεγε. Τον άκουγα και μάθαινα.
Αυτοσαρκαζόταν, συνεχώς. Κυρίως στα δύσκολα. Είχε μια λεπτή ειρωνεία και μια αδιόρατη θλίψη, που την έκρυβε σοφά, πίσω απ' το χαμόγελο του. Μα πώς και ξεκίνησε να γράφει, αυτός, ένας ζωγράφος, ποιήματα; Ήταν πολλών η απορία. "Για δυο λόγους", έλεγε, με μεγάλη σοβαρότητα. "Σκέφτηκα, πρώτον, ότι στη ζωγραφική δεν δίνουν Νόμπελ, ενώ στην ποίηση όλο και κάποιες πιθανότητες έχω. Γράφω για ένα Νόμπελ, λοιπόν! Μετά, είναι μια ευκαιρία να είμαι πάντα νέος. Κάποτε ήμουν νέος ζωγράφος, ύστερα νέος σκηνογράφος, τώρα νέος ποιητής! Τι πιο ωραίο!"
Όταν έχασε την όραση σου και δεν μπορούσε πια (ποιος, εκείνος...) να ζωγραφίσει, σ' όποιον τον ρωτούσε, απαντούσε: "Ζωγραφίζω. Στον ύπνο μου, στα όνειρα μου"...
Toν πίκραναν στην Ακαδημία Αθηνών. Θυμάμαι το τηλεφώνημα του, τη μέρα που έμαθε πως τoν "έπαψαν" από μέλος τους. Προσπαθούσε να φανεί εύθυμος και αδιάφορος. Ήταν τόσο φανερή η πίκρα και η απογοήτευση του. "Όταν θα γίνω καλύτερα, τότε, θα μιλήσω", μου είχε πει. Όταν αποφάσισε να μιλήσει, ήταν σπαρακτικός. Για μας που σε ξέραμε. Για τους άλλους, δεν νομίζω πως τον ενδιέφερε.
Δεν πίστευε πως υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. "Δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή", έλεγε. "Πιστεύω εδώ ότι είναι η κόλαση εδώ και ο παράδεισος. Η εκκλησία μας λέει ζήστε μια ενάρετη ζωή και θα ανταμειφθείτε, θα απολαύσετε, θα δικαιωθείτε στους ουρανούς... Σκεφτείτε τον Άγιο Πέτρο τι δουλειά θα έχει να κάνει... Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του. Για μένα η κόλαση δημιουργείται όταν λείπει ο παράδεισος. Ο παράδεισος για μένα είναι η συμφιλίωση με τον εαυτό μας, η αγάπη για τους άλλους, η επικοινωνία με τη φύση και το περιβάλλον και το μέτρο".
Όνειρο του ήταν να παραμείνει ερασιτέχνης, όμως..."Όμως στη ζωγραφική το όνειρο μου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ! Αντ' αυτού κατέληξα καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, με χιλιάδες κόσμο να με τραβολογάει προς όλες τις κατευθύνσεις, να προσπαθώ να ισορροπήσω διάφορα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και να αποτελώ έναν ταλαίπωρο κυματοθραύστη για τα κύματα των χιλιάδων νέων που με αντιμετωπίζουν, αδιακρίτως, σαν ένα κατεστημένο. Εμπόδιο στην ομαλή τους εξέλιξη προς την τέχνη και τελικώς τη δόξα που τους περιμένει στην άκρη του δρόμου... Η κορύφωση της ατυχίας μου ήταν η εκλογή μου σαν πρύτανη, εν μέσω επαγγελματιών πρυτάνεων, η οποία και ήταν το τελευταίο σκαλοπάτι της πτώσεως μου στα νύχια του επαγγελματισμού και της καλής, λεγόμενης, κοινωνίας, γενικά"!
Έβρισκε περιττή και λάθος την "περί Τέχνης" φιλολογία. "Βοηθάει μόνο στο να καταλαβαίνει, κανείς, την Τέχνη εγκεφαλικά. Μα, αυτό δεν σημαίνει τίποτα", δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει. "Αν καταλαβαίνεις χωρίς να αισθάνεσαι, ποιο το όφελος; Κι αν μπορεί κάτι να ειπωθεί με λόγια, τότε γιατί να γίνει Τέχνη;"
Δεν πίστευε σε κανόνες και σε όρια. Πίστευε στη φαντασία, το ταλέντο και το ένστικτο. Χωρίς όρια και κανόνες. "Η φαντασία είναι η τροφή της Τέχνης. Εξάλλου η λογική είναι μερικών χιλιάδων ετών. Ενώ το ένστικτο και το υποσυνείδητο, είναι εκατομμυρίων ετών. Όταν, ζωγραφίζοντας, φτάνεις σ' ένα αδιέξοδο κάποια στιγμή και δεν ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω, έχεις ακολουθήσει όλους τους κανόνες, προσπαθώντας να βγάλεις το έργο και το έργο δεν βγαίνει, δίνεις μια κλωτσιά, ξαφνικά, κι απ' αυτή τη στιγμή αρχίζει να γίνεται ζωγραφική. Δηλαδή, αρχίζει να λειτουργεί το ένστικτο".
Τον ανακαλύπταμε, όλοι οι φίλοι του, μέσα από χαραμάδες που εκείνος μας άνοιγε. Αλλά και μέσα από καθρέφτες. Κι από χρώματα. Από τα κόκκινα και τα κίτρινα, τα γκρι, τις ώχρες. Και τα μπλε.
Ήταν Νοέμβρης του 1987 όταν οι Εκδόσεις "Πολύμορφο", κυκλοφόρησαν ένα λεύκωμα με 8 χαρακτικά του Μυταρά, με χρώμα. "Θέλω να μου γράψεις εσύ την εισαγωγή", μου είχε πει, κοιτάζοντάς με. "Σαν ένα μεγάλο ποίημα". Χαμογελούσε και έδειχνε σίγουρος πως αυτό ήθελε.... Το επόμενο λεπτό ήμουν σκυμμένη κι έγραφα για 'κείνον. Το κείμενο που θα διαβάσεις παρακάτω ήταν η εισαγωγή στο λεύκωμά του "Δημήτρης Μυταράς: ΦΙΓΟΥΡΕΣ"
"Ανάμεσα στα πρόσωπα και στη σιωπή τους
ανάμεσα στις κηλίδες και στα λευκά χαρτιά
μοιάζει να φωλιάζει μια ποίηση απόμακρη
και συνάμα αφόρητα οικεία.
Προσπαθείς να ξεφύγεις μα σε κρατάει εκει
η ανάγκη να υπάρχεις στη δική της πραγματικότητα
τη χαραγμένη με χρώμα
Αυτή να σε ζωντανεύει σαν σε γιορτή
αυτή να τυλίγει σαν σε χορό
να σε φυλακίζει.
και τέλος να σε λυτρώνει
Οι φωτεινές γραμμές δίνουν το στίγμα σου
ταξιδεύουν εξαντλητικά σε μιαν αρμονία
που, εσύ, μόνος, έμαθες
να γράφεις με τις λέξεις τις δικές σου
κι έτσι να οδηγείς το δικό μου είδωλο.
"Οκτώ χαρακτικά με χρώμα", λες
τα δυο για την παλατινή ανθολογία
-Κι αυτά; "Αυθύπαρκτα", λες
-Κι οι αφορμές; "Μην ψάχνεις"
-Τα κιονόκρανα; "Γύρω σου"
-Και τα γυμνά; "Οικεία"
Χαραγμένες με χρώμα οι μορφές
Στη μυστική τους γοητεία
στη διάφανη κρυψώνα τους γίνεται αναγκαία η δικαίωση
της ονειρικής σου διάστασης
επιτύμβια ποίηση Αλεξανδρινή.
Τ' όνειρο απλώνεται δεν σκαλώνει
Σκορπισμένα κομμάτια του
τα δικά μας κομμάτια
ξεχασμένα, μόνα
χαρακώνουν το φως.
Ντύνεις τη σιωπή σου
με πρόσωπα, είδωλα, προσωπεία
Καταγγέλλεις; Κρίνεις; Παρατηρείς;
Καταγράφεις; Αναζητάς; Μεγεθύνεις;
Έχεις μια διάθεση αντιστικτική
λευκή ποίηση, ενδοσκοπημένη.
-Το σχέδιο; "Είναι γρήγορο, ταχύ, έχει αμεσότητα"
-Κι αυτό; "Σκηνές από ένα φανταστικό θέατρο", λες,
κι εγώ αναρωτιέμαι πόσο θεατρική είναι η χρωματισμένη σου πραγματικότητα
Τώρα;
Τώρα ξέρω πως μπορείς να μιλάς μ' όλα τα σχήματα
κι εγώ μπορώ να ταξιδεύω ανεξάντλητα.
Νοέμβριος 1987
Ο Δημήτρης Μυταράς έφυγε από τη ζωή στις 16 Φεβρουαρίου του 2017
*Τη γυναίκα του, ζωγράφο, Χαρίκλεια Μυταρά.
**Αποσπάσματα από συνομιλίες και συνεντεύξεις μαζί του για τα περιοδικά ELLE, Madame Figaro, PLAYBOY, τον ΑΘΗΝΑ 9.84