Την απαισιοδοξία του για την τελική έκβαση των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας επισημαίνει, μιλώντας στο «Greekschannel.com», ο βουλευτής τής ΝΔ στον Βόρειο Τομέα Αθηνών και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Δημήτρης Καιρίδης. Αναφορικά με την παρέμβαση Σαμαρά, σημειώνει ότι «όχι μόνο δικαιούται, αλλά υποχρεούται να εκφράζει τις απόψεις του», ενώ υπογραμμίζει με έμφαση ότι η απειλή των κυρώσεων «παραμένει στο τραπέζι» και μετά τη Σύνοδο της 25ης Μαρτίου. Τέλος, σε ό,τι αφορά την ίδρυση πανεπιστημιακής Αστυνομίας, ο κ. Καιρίδης βάλλει κατά του ΣΥΡΙΖΑ και τονίζει ότι «όσοι επιμένουν στο μπάχαλο θα απογοητευθούν».
–Έχετε επισημάνει πολλές φορές ότι κρατάτε μικρό καλάθι για την τελική έκβαση των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Ωστόσο, αν όντως ο Ερντογάν δεν έχει καμία πρόθεση για κάποιου είδους συμβιβασμό, μήπως ενισχύεται η άποψη όσων λένε πως η Ελλάδα, με τη συμμετοχή της στις διερευνητικές, δίνει «πρόσχημα» σε όσους εντός Ε.Ε. παρακωλύουν τη συζήτηση για κυρώσεις;
«Οι προθέσεις της Τουρκίας μένει να διερευνηθούν, αν και παραμένω απαισιόδοξος, γι’ αυτό και επιμένουμε και στην ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος.
»Τις διερευνητικές δεν τις ήθελε η Τουρκία, εμείς τις θέλαμε, και πρέπει να αποφύγουμε να κάνουμε ένα μεγάλο δώρο στον Ερντογάν, αρνούμενές τες.
»Η Ελλάδα οφείλει να διαλαλεί ότι θέλει τη συνεννόηση, στη βάση του διεθνούς δικαίου, και ότι η Τουρκία είναι αδιάλλακτη. Έτσι, διευρύνει τα διπλωματικά της ερείσματα διεθνώς. Και σε αυτό συμφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων.
»Από ’κεί και πέρα, μια δική μας άρνηση, τώρα που η Τουρκία σταμάτησε την πρόκληση του Ορούτς Ρέις, που είχαμε θέση ως προϋπόθεση, θα έβλαπτε και δεν θα ωφελούσε την προσπάθειά μας για σκληρότερη στάση της Ευρώπης έναντι της τουρκικής παραβατικότητας και θα εξίσωνε, στα μάτια πολλών ξένων, την εν δικαίω Ελλάδα με την εν αδίκω Τουρκία.
»Σε κάθε περίπτωση, οι κυρώσεις ως απειλή παραμένουν στο τραπέζι και θα επανέλθουν και μετά τον Μάρτιο, αν η Τουρκία υποτροπιάσει. Τίποτα δεν τελειώνει στις 25 Μαρτίου, όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Η Τουρκία, άλλωστε, και το έχω πει πολλές φορές, είναι πρόβλημα μακράς διάρκειας και χρειαζόμαστε στρατηγική υπομονή και επιμονή για την αντιμετώπισή του».
–Ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών, η παρέμβαση Σαμαρά και η ανοιχτή διαφωνία του με την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης δεν υπονομεύει, εκ των πραγμάτων, τη διαπραγματευτική θέση της χώρας στις επαφές με την Άγκυρα;
«Ο πρώην πρωθυπουργός όχι μόνο δικαιούται αλλά υποχρεούται να εκφράζει τις απόψεις του, τις οποίες πρέπει όλοι να ακούμε με προσοχή. Οι απόψεις του δεν είχαν καμία αντικυβερνητική αιχμή. Έκανε κάποιες επισημάνσεις, με τις οποίες δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει.
»Η θέση του ενισχύει την προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη διεθνώς, η οποία δείχνει να έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια καλής πίστης της Ελλάδας απέναντι σε μια επιθετική Τουρκία. Άλλωστε, δεν είναι ψέμα ότι η ελληνική κοινωνία είναι δικαιολογημένα οργισμένη από τις τουρκικές ενέργειες.
»Όμως, οι διεθνείς σχέσεις δεν είναι το ίδιο με τις προσωπικές. Απαιτούν ψυχρό και ψύχραιμο υπολογισμό, χωρίς να παρασυρόμαστε από το θυμικό. Κι αυτό κάνει η κυβέρνηση, η οποία, ειδικά στο ζήτημα του χειρισμού της ελληνο-τουρκικής κρίσης διαρκείας, το 2020, παίρνει άριστα».
–Η αντιπολίτευση κατηγορεί τον πρωθυπουργό πως είναι «όμηρος» του κ. Σαμαρά και, ως εκ τούτου, διστάζει να φέρει προς κύρωση στη Βουλή τα μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία. Ο καλύτερος τρόπος για να ακυρωθεί αυτό το επιχείρημα δεν θα ήταν να επισπευσθεί η διαδικασία κύρωσής τους;
«Η αντιπολίτευση επιχειρεί να ανακαλύψει “προβλήματα” στην κυβερνητική παράταξη. Δικαιολογημένο το άγχος της, αν δει κανείς και τις δημοσκοπήσεις.
»Το βέβαιον είναι ότι οι προβλέψεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη Συμφωνία των Πρεσπών διαψεύστηκαν. Η πορεία της Βόρειας Μακεδονίας προς την Ευρώπη ανακόπηκε πρώτα από τη Γαλλία και, τώρα, από τη Βουλγαρία, η οποία, όπως είχα κι εγώ προβλέψει, αντιτίθεται σε βασικές πρόνοιες της Συμφωνίας για την ταυτότητα, εθνότητα και γλώσσα της γείτονος.
»Από ’κεί και πέρα, η Συμφωνία ισχύει, αφού κακώς επικυρώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ από την ελληνική Βουλή. Και αφού δεν μπορεί να ακυρωθεί, πρέπει να εφαρμοστεί όσο το δυνατόν καλύτερα, επ’ ωφελεία του εθνικού συμφέροντος.
»Γι’ αυτό και όλες οι προβλεπόμενες συμφωνίες θα έρθουν στη Βουλή και θα ψηφιστούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα απομείνει μόνος να περιμένει μια κυβερνητική κρίση που δεν θα έρθει. Περιμένοντας τον Γκοντό…
»Το τελευταίο πράγμα, βέβαια, που μπορεί να κατηγορήσει κανείς την κυβέρνηση αυτή είναι ότι δεν έχει κάνει αρκετά στο εξωτερικό μέτωπο. Επικεντρωθήκαμε στο ζήτημα Τουρκία και προχωρήσαμε σε πολλαπλές συμφωνίες με την Ιταλία, την Αίγυπτο, την Αλβανία, τα αραβικά κράτη, το Ισραήλ, τη Γαλλία, και έπεται συνέχεια. Ας συμφωνήσουμε ότι οι τρεις επιμέρους συμφωνίες με τη Βόρεια Μακεδονία μπορούσαν λίγο να περιμένουν, εν μέσω της τουρκικής προκλητικότητας».
–Αν υποθέσουμε ότι οι διερευνητικές επαφές οδηγούν σε διαπραγματεύσεις και πως αυτές μας οδηγούν στον προθάλαμο μίας συμφωνίας ή ενός συνυποσχετικού για τη Χάγη, δεν θα είναι υπονομευμένη εξ αρχής στα μάτια της κοινής γνώμης αυτή η εξέλιξη από την «εθνική γραμμή» περί «μίας και μόνης διαφοράς»; Για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να διαπραγματευθούν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ οι δύο χώρες, αν δεν τεθεί στο τραπέζι το θέμα των χωρικών υδάτων για να συμφωνηθεί από πού θα ξεκινήσει η χάραξη των θαλασσίων ζωνών;
«Επιμένουν αρκετοί να προκαταλάβουν το περιεχόμενο του συνυποσχετικού και να αντιμετωπίζουν την όποια συζήτηση με την Τουρκία φοβικά και χωρίς αυτοπεποίθηση. Το αντίθετο ισχύει. Η Ελλάδα έχει πανίσχυρα επιχειρήματα, αλλά και τη δύναμη να προσέρχεται με απόλυτη αυτοπεποίθηση σε αυτήν τη συζήτηση. Η Τουρκία δεν τη θέλει. Απόδειξη ότι αυτή αποχώρησε το 2016 και δύο φορές το 2020 και ότι, ακριβώς επειδή φοβάται το ζήτημα της οριοθέτησης, επιχειρεί να το θολώσει, διαστρεβλώσει και διευρύνει με ανυπόστατες δήθεν επιπλέον διαφορές.
»Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμά μας είναι τα 12 μίλια παντού και ασκείται μονομερώς χωρίς την ανάγκη συναίνεσης κανενός τρίτου και ας αναμείνουμε τις τουρκικές προτάσεις».
–Κλείνοντας, επειδή και στη ζωή και στην πολιτική όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων, τι μήνυμα στέλνει η κυβέρνηση στους συναδέλφους σας στο Πανεπιστήμιο, όταν προβάλλει ως προτεραιότητα την πρόσληψη 1.000 αστυνομικών στα ΑΕΙ αντί για 1.000 καθηγητές;
«Μόνο τους τελευταίους τρεις μήνες, η κυβέρνηση διέθεσε 550 νέες θέσεις μελών ΔΕΠ (καθηγητές) στα ΑΕΙ της χώρας και χιλιάδες θέσεις μεταπτυχιακών υποτρόφων. Και, φυσικά, θα συνεχίσει να ενισχύει τα πανεπιστήμια.
»Όσοι επιμένουν στο μπάχαλο, θα απογοητευτούν. Και η επιμονή του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό, όχι μόνο βλάπτει την εθνική προσπάθεια και τον αγώνα της ελληνικής κοινωνίας συνολικά και, ιδίως, της φτωχής ελληνικής οικογένειας, που βασίζεται στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης (σε αντίθεση με πολλούς γόνους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ) για ποιοτικές σπουδές με προοπτική και μέλλον.
»Βλάπτει τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ που μένει κολλημένος στη δεκαετία του 1970 και του 1980, πιο παλιός από το παλιό, και δεν έχει τίποτα, μα απολύτως τίποτα ουσιαστικό να πει, γερασμένος και ξεπερασμένος από τις εξελίξεις, για όλα τα κοσμογονικά που συμβαίνουν στον κόσμο και πως η ελληνική κοινωνία θα προσαρμοστεί και θα εκμεταλλευτεί αυτές τις αλλαγές.
»Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, 4 στους 10 ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του 2019 συμφωνούν με τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης».