Σήμερα, μετά από έναν χρόνο ταλαιπωρίας και δοκιμασιών, βιώνουμε την κατάρρευση του συστήματος υγείας. Είναι λογικό αυτό το φαινόμενο; Προφανώς όχι.
Φαίνεται λοιπόν ότι, για διάφορους λόγους, οι ιθύνοντες κώφευαν συστηματικά και με απόλυτη συνέπεια.
Κάποιοι (του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου), από πέρυσι φώναζαν για την ταχύτατη δόμηση συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), ως μοναδικού εργαλείου αντιμετώπισης της πανδημίας. Η συζήτηση για lockdowns αναμένοντας φάρμακα και εμβόλια ήταν πραγματικά για γέλια, αν δεν θρηνούσαμε ήδη θύματα.
Χωρίς τον θεσμό του Οικογενειακού Ιατρού και τη δόμηση υπηρεσιών υγείας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης (επισκέπτες υγείας, κοινωνικοί λειτουργοί, βοήθεια στο σπίτι κ.λπ.), δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί καμία βιολογική απειλή, όσα μέσα και αν διατίθενται. Πόσω δε μάλλον αν δεν υπάρχουν τα μέσα ή αν βρίσκονται σε έλλειψη.
Και για να τα πάρουμε από την αρχή.
Όταν εμφανιστεί μια πανδημία ή παγκοσμίου επιπέδου επιδημία, τότε αυτό που έχει σημασία είναι: 1. η εις βάθος διερεύνηση του παθογόνου παράγοντα (τρόπος μετάδοσης, παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί, βαρύτητα της νόσου κ.ά.), και 2. ο περιορισμός των φορέων του βιολογικού παράγονται, του SARS-COV-2, στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, χρειάζονται διαγνωστικά τεστ με κατάλληλη ευαισθησία και ειδικότητα, σε ικανούς αριθμούς, ώστε να υπάρχει έγκαιρη και έγκυρη ανίχνευση, καταγραφή και περιορισμός.
Αξιόπιστα και γρήγορα μέσα ανίχνευσης δεν υπήρχαν στις αρχές του 2020.
Το επόμενο θα ήταν να διακοπούν έγκαιρα οι συγκοινωνίες με τους πυρήνες της επιδημίας. Αυτό δεν έγινε, για πολλούς αλλά αδιάφορους, σήμερα, λόγους.
Από τη στιγμή που καταγράφονται κρούσματα σε μια χώρα, το σημαντικό είναι να γίνει περιορισμός των επαφών, αλλά, όταν αυτό ξεφύγει, περιορισμός των ευπαθών ομάδων, εφόσον είναι γνωστές. Ο ιός έχει το ιδιαίτερο και «βολικό» χαρακτηριστικό να προσβάλλει κυρίως ηλικιωμένους, παχύσαρκους, άρρενες, και άτομα με γνωστές νόσους του καρδιαγγειακού. Επομένως, οι ευπαθείς ομάδες ήταν γνωστές.
Αυτό που στη χώρα μας ήταν άγνωστο, ήταν τα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, και αυτό διότι είμαστε από τις ελάχιστες, πλέον χώρες, χωρίς φάκελο υγείας του πληθυσμού. Ο ηλεκτρονικός φάκελος υγείας του πληθυσμού είναι κάτι που ακούγεται τα 40 τουλάχιστον τελευταία χρόνια, χωρίς όμως να γίνεται και κάποια σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας του.
Ο μόνος τρόπος δημιουργίας φακέλου του πολίτη είναι κάποιος γιατρός να εξετάσει κλινικά και να πάρει πλήρες ιστορικό από το σύνολο των πολιτών της χώρας. Για να γίνει το παραπάνω, όμως, είναι απαραίτητο ο πολίτης να έχει έναν ιατρό αναφοράς, τον οικογενειακό ιατρό του.
Επομένως, για να υπάρξει καταγραφή του πληθυσμού και των αναγκών του ο θεσμός του οικογενειακού ιατρού είναι απαραίτητος και επί της ουσίας είναι το κέντρο της ΠΦΥ.
Ο οικογενειακός λοιπόν γιατρός καταγράφει, γνωρίζει και εποπτεύει τους πολίτες ευθύνης του, είναι δε υπεύθυνος για την κατάσταση υγείας, της συγκεκριμένη κοινότητας.
Ένα δεύτερο θέμα που θίχτηκε είναι τα τεστ ανίχνευσης του ιού. Ο μόνος τρόπος να γίνουν στοχευμένα και με καταγραφές είναι να ανατεθούν στους οικογενειακούς ιατρούς. Ο γιατρός τής κάθε οικογένειας είναι σε θέση να πραγματοποιεί τεστ στοχευμένα και στη συνέχεια να εποπτεύει τον μολυσμένο, αλλά και να τον περιθάλψει σε περίπτωση που νοσήσει. Η νοσηλεία κατ’ οίκον είναι η ιδανική αντιμετώπιση, διότι δεν κοστίζει, δεν απασχολεί εξειδικευμένο προσωπικό, δεν εκθέτει προσωπικό και άλλους ασθενείς στη λοίμωξη και, τελικώς, περιορίζει τη διασπορά, ενώ εξασφαλίζει καλύτερη εποπτεία των επαφών με τον νοσούντα. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν πρωτόκολλα αντιμετώπισης ακόμη και σοβαρών περιστατικών Covid κατ’ οίκον με χορήγηση οξυγόνου, αλλά και μονοκλωνικών αντισωμάτων.
Το τρίτο γεγονός, που δημιούργησε πρόβλημα στη χώρα, είναι η υπερσυγκέντρωση των συμπτωματικών και μη συμπτωματικών νοσούντων στα τριτοβάθμια νοσοκομεία. Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες σε προσωπικό των τριτοβάθμιων νοσοκομείων και ελλείψει ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού (χρόνιο πρόβλημα στο ΕΣΥ), μετακίνησαν ιατρούς άνευ ειδικότητος και ειδικούς Γενικής Ιατρικής από τα περιφερικά ιατρεία και Κέντρα Υγείας στα Νοσοκομεία. Οι γιατροί αυτοί δεν είναι σε θέση να προσφέρουν υπηρεσίες σε τριτοβάθμια νοσοκομεία, διότι η εκπαίδευσή τους είναι εντελώς ακατάλληλη. Και ενώ δεν προσφέρουν τίποτε σημαντικό στην τριτοβάθμια, αποδιοργανώνουν τελείως και την ΠΦΥ, με πολλαπλές βλάβες στη δημόσια υγεία. Υπάρχουν πολλά χωριά που έχουν να δουν γιατρό από τον Οκτώβριο, οπότε αυτό βαραίνει και τους δείκτες υγείας του πληθυσμού και την κάθε αιτία θνητότητας, αφού στα χωριά συνήθως οι κάτοικοι είναι υπερήλικες και χρόνιοι ασθενείς που χρειάζονται ιατρική και φαρμακευτική φροντίδα.
Η υπερσυγκέντρωση των νοσούντων από Covid στα νοσοκομεία έφερε και το αδιαχώρητο. Ανεστάλη η λειτουργία ολόκληρων κλινικών, όπως ρευματολογικών και χειρουργικών. Οι ρευματολογικοί ασθενείς, που χρειάζονται περιοδικές νοσηλείες, μένουν εκτός θεραπείας, με άμεση συνέπεια την αύξηση της αναπηρίας, αλλά και της θνητότητας, μια που στα ρευματικά νοσήματα δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο νοσήματα των αρθρώσεων, αλλά και αγγειοπάθειες, και οι συστηματικές νόσοι όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, που αν παραμεληθούν οι βλάβες σε ζωτικά όργανα μπορεί να είναι θανατηφόρες ή να επιφέρουν ανήκεστο βλάβη στην υγεία των ασθενών. Επίσης, η μη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων με μη επείγοντα χαρακτήρα, πιθανώς να έχει τραγικές συνέπειες. Για παράδειγμα, μια κοίλη που ανατάσσεται εύκολα και για αρκετό καιρό, μπορεί αιφνίδια να μεταπέσει σε περιεσφιγμένη και να απειληθεί ακόμη και η ζωή του πάσχοντα.
Σήμερα, που συνεχίζει η στάση αδιαφορίας, σε σχέση με την αναγκαιότητα της ΠΦΥ, αν είχαν γίνει γρήγορα βήματα από πέρυσι που δεν υπήρξε επί της ουσίας πίεση στο σύστημα υγείας, θα είχαμε γλιτώσει πολλά χρήματα και ζωές. Σήμερα το σύστημα υγείας δεν θα κινδύνευε, θα είχαμε γνώση των ευπαθών ομάδων, θα είχαμε κάνει με πολύ μεγαλύτερη αποδοτικότητα τους εμβολιασμούς των ευπαθών (δεν έχουν αρχίσει ακόμη), θα είχαμε την ικανότητα διενέργειας εβδομαδιαίων τεστ στον γενικό πληθυσμό, χωρίς τις φαιδρές προτάσεις για αυτοδιάγνωση, διάθεση στα φαρμακεία κ.λπ., θα είχαμε τη δυνατότητα έγκαιρου περιορισμού των νοσούντων και, φυσικά, την έγκαιρη χρήση θεραπευτικών πρακτικών που σήμερα δεν διαθέτουμε ακόμη.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω ότι χωρίς δομημένη και θεσμοθετημένη ΠΦΥ, είναι αδύνατον να συζητάμε για αντιμετώπιση οποιασδήποτε επιδημίας. Αν, δε, οι μεταλλάξεις του ίδιου ή και η εμφάνιση νέων ιών αποκτήσουν νέα, ανίατη, υπόσταση, τότε θα ξεκινήσουμε από την αρχή την ίδια καταστροφική πολιτική. Λόγω του ότι όμως οι επιδημίες στο μέλλον θα μας απειλούν μάλλον συχνότερα (αύξηση πληθυσμού, ταχύτατη μεταφορά, γήρανση πληθυσμών και δημιουργία ανθεκτικών μικροοργανισμών), κάθε ολιγωρία δόμησης σοβαρής ΠΦΥ θα είναι καταστροφική.