Ο νέος κορωνοϊός του 2019, που πλέον ονομάζεται SARS-CoV-2, προκαλεί την ασθένεια που μάθαμε τον τελευταίο χρόνο ως Covid-19. O ιός ανιχνεύθηκε πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2019 στην περιοχή Γουχάν της Κίνας και έκτοτε, έως σήμερα, η διασπορά του είναι εκτεταμένη και αποτελεί ένα νέο στέλεχος κορωνοϊού που μέχρι τώρα δεν είχε απομονωθεί στον άνθρωπο. Μέχρι τώρα, 191 χώρες έχουν αναφέρει επιβεβαιωμένα περιστατικά της μολυσματικής ασθένειας, με τον παγκόσμιο αριθμό κρουσμάτων να πλησιάζει τα 90 εκατομμύρια και τους θανάτους να αγγίζουν τα 2 εκατομμύρια.
Στις 11 Μαρτίου 2020 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτήρισε την ασθένεια ως πανδημία, και πολλές χώρες αναγκάστηκαν να ζητήσουν επανειλημμένα από τους πολίτες τους να απομονώνονται στα σπίτια τους, περιορίζοντας τις μετακινήσεις αλλά και τις επαφές με άλλον κόσμο, μπαίνοντας σε μακροχρόνιες καραντίνες, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού. Ωστόσο, η απομόνωση στο σπίτι, σε συνδυασμό με την επικινδυνότητα του κορωνοϊού, είναι συνολικά μια δυσάρεστη εμπειρία που προκαλεί αυξημένο άγχος, θυμό και φόβο σε πολλαπλά επίπεδα. Η απομάκρυνση από τα αγαπημένα πρόσωπα, η αίσθηση στέρησης της ελευθερίας κινήσεων, η αβεβαιότητα σχετικά με την κατάσταση της υγείας και η πλήξη μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές συναισθηματικές επιπτώσεις στο άτομο.
Η κοινωνικοποίηση, η εξωστρέφεια, η αγκαλιά και το φιλί αντικαταστάθηκαν από την καχυποψία που φέρνει η μάσκα και την πιθανότητα μόλυνσης από τον ιό. Οι διαπροσωπικές σχέσεις έγιναν πιο μηχανικές και ψυχρές, αμήχανες και περιορισμένες στις βασικές και απολύτως απαραίτητες συναναστροφές. Διακόπηκε απότομα η ανθρώπινη σύνδεση, ενώ ακόμα και οι αλλαγές στο επαγγελματικό τοπίο, με αναστολή εργασίας και τηλεργασία, περιόρισαν περισσότερο τις δυνατότητες των ανθρώπων να αλληλεπιδράσουν ακόμα και στον χώρο εργασίας τους, αλλάζοντας τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής συνολικά.
Η σιωπή στη σχέση, αλλά και η επιβεβλημένη κοινωνική σιωπή στη μορφή τής εκ του σύνεγγυς αλληλεπίδρασης οδήγησαν στην κατάθλιψη και έκαναν την τηλεόραση και το διαδίκτυο καταφύγια για τον άνθρωπο, οδηγώντας τον στο να δημιουργεί εικονικούς ρόλους και ζωές σε μια προσπάθεια να αντεπεξέλθει στην καθημερινότητα. Η αβεβαιότητα ως προς τον χρονικό ορίζοντα για το τέλος της πανδημίας, αλλά και η ασφυκτική πίεση από τα ΜΜΕ για την εξάπλωση και τη θνητότητα της πανδημίας έκαναν τους ανθρώπους να αγχώνονται για το σήμερα και το αβέβαιο αύριο ή και να αρνούνται με αφέλεια την ύπαρξη του κορωνοϊού σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διαχειριστούν ψυχολογικά το φορτίο που η περίοδος φέρνει σε όλους μας και να ελέγξουν την συναισθηματική τους κατάσταση.
Μία από τις παραμέτρους που επηρεάστηκαν αρκετά από την πανδημία του κορωνοϊού είναι και η σεξουαλική ζωή των ανθρώπων. Πληθώρα μελετών έχουν κατά καιρούς δείξει τη μεγάλη συσχέτιση ανάμεσα στο άγχος και τη σεξουαλικότητα. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά. Η σεξουαλική πράξη και η συναισθηματική εμπλοκή, ως παιχνίδι των αισθήσεων και κορυφαία έκφραση ερωτισμού ζητούν την ψυχική και συναισθηματική ηρεμία, προκειμένου να μπορέσει κανείς να απολαύσει την ερωτική διαδρομή προς την απόλαυση και την ηδονή που προσφέρουν.
Η σεξουαλική ζωή περιορίζεται τόσο βιολογικά όσο και ψυχολογικά την περίοδο της πανδημίας, διότι υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης, αφού η σωματική επαφή και το στοματικό φιλί ενέχουν υψηλό κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Οι νέες συνθήκες, με τον φόβο και το άγχος της μόλυνσης πρωταγωνιστές, είναι πιθανό να οδηγήσουν πολλά ζευγάρια σε σεξουαλική απομάκρυνση, ενισχύοντας περαιτέρω την ένταση και τη μελαγχολία που βιώνουν εκ των πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πολύ σύντομα ύστερα από την εμφάνιση της πανδημίας, πολλές ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου δημοσίευσαν «προσφορές» δωρεάν πρόσβασης σε ενότητες, που έως τότε ήταν αποκλειστικά με πληρωμή. Η γενική πτώση στο περιστασιακό σεξ, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με τη μονογαμία, καθώς ήταν η μοναδική μορφή σχέσης που φάνηκε να αυξάνει τη σεξουαλικότητά της κατά τη διάρκεια και των δύο περιόδων καραντίνας.
Ο γάμος φαίνεται να είναι από τους «κερδισμένους» της πανδημίας, γιατί κέρδισε χρόνο, άρα αυτοί που κλείστηκαν στο σπίτι τους και ήταν «καλά» ζευγάρια, βρήκαν περισσότερες ευκαιρίες αλληλεπίδρασης. Η καραντίνα έδειξε ότι η σεξουαλικότητα χωρίς συναισθηματική επένδυση χάνεται μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Γι’ αυτό και τα «καλά» ζευγάρια που έχουν συναισθηματική σύνδεση κατάφεραν να κρατήσουν σε κάποιο βαθμό τη σεξουαλική τους ζωή, σε αντίθεση με εκείνους που προτιμούσαν εφήμερες και περιστασιακές σχέσεις.
Στον αντίποδα, τα ζευγάρια που είχαν ήδη προβλήματα και πριν από την καραντίνα τα «είδαν» περισσότερο από ποτέ με τις νέες συνθήκες, γι’ αυτό και τα φαινόμενα της ενδοοικογενειακής βίας αυξήθηκαν μεν, αλλά δεν τα γέννησε η καραντίνα. Προϋπήρχαν και προφανώς έγιναν πιο εμφανή μέσα στο κλείσιμο της καραντίνας, η οποία φυσικά προκαλεί εκνευρισμό, κόπωση και ευερεθιστότητα και στα δύο μέλη της σχέσης, αλλά και της οικογένειας μέσα στο ελληνικό σπίτι, που τα άτομα ανακατεύονται μεταξύ τους και ο ένας «χαλάει» την ησυχία του άλλου. Η καθημερινή αλληλεπίδραση κούρασε το ζευγάρι. Ο φόβος της μόλυνσης έφερε εντάσεις και σε θέματα που αφορούν την τήρηση των μέτρων πρόληψης. Ειδικά και με την παρουσία των παιδιών στο σπίτι η κατάσταση φορτίστηκε περισσότερο, ενώ και η έλλειψη χώρου που οδήγησε σε μεγαλύτερη και διαρκή αλληλεπίδραση έφερε συγκρούσεις στο ζευγάρι και την οικογένεια δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κλίμα.
Συνολικά το lockdown έχει φέρει έντονο άγχος, πολλές φορές και με σωματικά συμπτώματα στους πολίτες, και το άγχος αυτό μπλοκάρει σημαντικά και τη σεξουαλική επιθυμία, αγγίζοντας τη δυσθυμία η οποία φέρνει με τη σειρά της μηδενικές ανοχές, αντίδραση και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και βία στις σχέσεις των ανθρώπων. Η κόπωση για το πότε θα βγούμε έξω συνυπάρχει με μια έντονη ανάγκη κοινωνικοποίησης των ανθρώπων. «Δεν αντέχω άλλο μέσα, θα βγω έξω, κι ό,τι γίνει», λένε. Η παράταση του lockdown επιβαρύνει περισσότερο την ψυχική υγεία του ατόμου, που πλέον αισθάνεται απομονωμένο, φυλακισμένο και περιορισμένο, μειώνοντας τη συμμόρφωση με τα περιοριστικά μέτρα, αλλά και το αίσθημα υπευθυνότητας για τη δημόσια υγεία.
Τα περιοριστικά μέτρα, επομένως, πρέπει να αρχίσουν σταδιακά να μειώνονται, ειδικά και με την πρόοδο των εμβολιασμών, έτσι ώστε σιγά-σιγά η κοινωνία να «ανοίξει» την πόρτα, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αλλά και για την ανθρώπινη επανασύνδεση. Όσο παρατείνεται ο εγκλεισμός, διαφαίνεται εντονότερα το άγχος και η αγωνία των ανθρώπων που έχουν φυσιολογικά την ανάγκη να βρεθούν με φίλους, να βγαίνουν έξω, να επικοινωνούν και να φλερτάρουν, καταστάσεις τις οποίες τώρα έχουν χάσει τελείως και απότομα.