ΤΟΛΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Αφιέρωμα στον Τόλη Βοσκόπουλο, στις επιτυχίες του και στις γυναίκες της ζωής του
Η Βίκυ Μοσχολιού, βέρα Αθηναία, γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στις 17 Μαΐου του 1943. Έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω, τα οποία ήταν χρόνια στερημένα, όμως γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν ποτέ το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής. Ήδη από τα 13 της χρόνια, για να βοηθήσει την οικογένεια της, ξεκινάει να δουλεύει σε εργοστάσιο ως κορδελιάστρα. Είτε ανάμεσα στις κλωστές και τα καρούλια, είτε στις ανθισμένες αμυγδαλιές της Αγίας Βαρβάρας, η Βίκυ έχει πάντα ένα τραγούδι στο στόμα. Όντας συντηρητικοί, οι γονείς της δεν την άφηναν να δουλέψει νύχτα, όμως με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, Έφης Λίντα, πείθονται τελικά και το 1962, Κυριακή του Πάσχα, μέρα σημαδιακή από πολλές απόψεις… η Βίκυ κάνει την πρεμιέρα της στην Τριάνα του Χειλά, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα.
Στους περισσότερους παραμένει άγνωστο ότι η Βίκυ Μοσχολιού εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης το Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολυμπιά του Παρισιού. Αυτό οφείλεται στη σεμνότητα και την απλότητα που την διακατείχε καθώς, ελάχιστες φορές μιλούσε για την καταξίωση της. Η ίδια διακριτικότητα την διέκρινε και σε θέματα προσωπικά. Αν και οργίαζε ο κοσμικός τύπος της εποχής για το φλογερό της ειδύλλιο με τον θρύλο των γηπέδων, Μίμη Δομάζο, εκείνη κράτησε για πάντα μακριά από το φως της δημοσιότητας τη σχέση αυτή, με τον μετέπειτα σύζυγό της για 18 ολόκληρα χρόνια και με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες. Χτυπημένη από τον καρκίνο, η Βίκυ Μοσχολιού εγκατέλειψε αυτόν τον κόσμο στις 16 Αυγούστου του 2005.
Η φωνή της αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές γυναικείες ελληνικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. «Δωρική», αποκάλεσαν την φωνή της Μοσχολιού, γιατί είναι μια φωνή βαθιά ελληνική και ειλικρινής. Έχει μεγάλες φυσικές ικανότητες, γι΄ αυτό άλλωστε πολλοί την χαρακτήρισαν ως «ο θηλυκός Μπιθικώτσης». Η Μοσχολιού, όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, επιβλήθηκε καλλιτεχνικά χάρη στον μοναδικό ερμηνευτικό της χαρακτήρα. Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης χαρακτήρισαν την ανυπέρβλητη φωνή της «ογκόλιθο». Ήταν καλλιτέχνιδα ολικού περιεχομένου, γιατί αν και υπηρέτησε πιστά το λαϊκό και έντεχνο τραγούδι, ταυτόχρονα, ερμήνευσε και κομμάτια διαφορετικής αισθητικής. Τα εκπληκτικά της γυρίσματα της έδιναν την ικανότητα να ερμηνεύει με ευκολία δημοτικά τραγούδια ή και τραγούδια με jazz-blues επιρροές. Βασικότερο στοιχείο όλων των τραγουδιών της ήταν η ασυνήθιστη δύναμη και ο ενστικτώδης συναισθηματισμός. Διακρινόταν για την βαθιά θεατρικότητα και υποκριτική ευελιξία την οποία κατείχε, ήταν μια πραγματική ερμηνεύτρια, γεμάτη κύρος επί σκηνής, κάτι περισσότερο από τραγουδίστρια, μια φωνή που έδινε την αίσθηση του αρχαιοελληνικού δράματος μέσω της έκφρασης του καημού και της χαράς των Ελλήνων εκείνης της εποχής.
Μία από τις πρώτες ερμηνεύτριες που τραγούδησαν σε μπουάτ, η Βίκυ Μοσχολιού έκανε τις κυριότερες εμφανίσεις της στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο «Ζυγό» και το «Zoom» της Πλάκας μαζί με τον Δήμου Μούτση. Έξι συνεχείς σεζόν η Μοσχολιού τραγουδά στις μπουάτ Μούτση, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη και Σπανό και παράλληλα δισκογραφεί μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια της. Το 1968 πραγματοποιεί με δικά της έξοδα την πρώτη μεγάλη συναυλία Έλληνα καλλιτέχνη στην Κύπρο!
Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της είχε δώσει συναυλίες ενώ εμφανίστηκε και στις βασιλικές αυλές της Ελλάδας, της Περσίας και της Ιορδανίας. Οι μεγαλύτερες επιτυχίες της που τραγουδιούνται φυσικά μέχρι και σήμερα είναι: «Πάει, πάει», «Αλήτη», «Έτσι είν' η ζωή», « Τα Ξημερώματα», « Δεν ξέρω πόσο σ' αγαπώ» , «Θα κλείσω τα μάτια», « Δεν κλαίω για τώρα», «Ναύτης βγήκε στη στεριά», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι».
Δύο επιτυχίες της μάλιστα, ονοματοδότησαν νυκτερινά κέντρα της Αθήνας, τα «Δειλινά» και τα «Ξημερώματα».
Το 1962, Καζαντζίδης παίρνει μαζί του τη Μοσχολιού ,που ακόμα δεν ήταν γνωστή στο κοινό, σε μια περιοδεία του στην Αυστραλία. Οι συναυλίες όμως δεν πάνε καλά και ο Καζαντζίδης επιστρέφει άρον-άρον στην Ελλάδα αφήνοντας όμως πίσω τη Μοσχολιού. Η Βίκυ αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια της Ελληνικής κοινότητας στην Αυστραλία για να βρει τα χρήματα και να γυρίσει στην Ελλάδα. Από τότε όπως ήταν φυσικό ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να τον δει, ούτε η ίδια, ούτε η οικογένειά της που την είχε εμπιστευτεί στα χέρια του Καζαντζίδη. Η νονά του μεγάλου τραγουδιστή, Μαρία Κιουρτσόγλου, έχει αποκαλύψει σε συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Νίκο Νικόλιζα ότι ο βαφτησιμιός της είχε συνδεθεί σε ένα σύντομο και ρομαντικό, πλατωνική φύσης, ειδύλλιο με τη Μοσχολιού. Ο Στέλιος δεν θέλει να μείνει μόνος μετά τον χωρισμό του με τη Μαρινέλλα και συνάπτει δεσμό με τη Βίκυ Μοσχολιού. Εκείνη είναι ανήλικη και έχει ήδη ένα φλερτ. «Με τη Μοσχολιού υπήρξε ένα ειδύλλιο, ένας δεσμός μερικών μηνών. Η Βίκυ ήταν ανήλικη τότε και ο Στέλιος μας έλεγε ότι ποτέ δεν θα ήθελε να καταστρέψει καμιά κοπέλα. Τότε τα λάμβαναν όλα υπόψη τους και ο Στέλιος είχε αρχές. Θυμάμαι που μας έλεγε: "μπορεί να πάω με παντρεμένες, με χήρες αλλά δεν θα κατέστρεφα καμιά κοπέλα". Μάλιστα έλεγε στη μάνα μου ότι δεν έκανε το παραμικρό μαζί της. Μετά η Μοσχολιού γνώρισε τον Δομάζο και έληξε», λέει η κυρία Κιουρτσόγλου.
Το τραγούδι της «Ένα αστέρι πέφτει - πέφτει» έγινε μεγάλη επιτυχία, άνοιξε πλέον ο δρόμος για συνεργασίες με όλους σχεδόν τους κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς: τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη. Στις αρχές της δεκαετίας του '60, η Βίκυ Μοσχολιού αρχίζει συναυλίες με το Σταύρο Ξαρχάκο και το Γρηγόρη Μπιθικώτση σ' όλη την Ελλάδα.
Τρεις μόλις μήνες μετά την επιβολή της Δικτατορίας του 1967, στις 13 Ιουλίου 1967, η Βίκυ Μοσχολιού μαζί με το Γρηγόρη Μπιθικώτση, τραγούδησαν στο νυκτερινό κέντρο Δειλινά, σε πρώτη δημόσια εκτέλεση, τον Ύμνο της 21ης Απριλίου, «Μέσα στ΄ Απρίλη τη γιορτή», σε εκδήλωση της ΥΕΝΕΔ υπό την καλλιτεχνική παρουσίαση του Γ. Οικονομίδη. Συμμετείχε, επίσης, στην περιβόητη δε γιορτή της Χούντας στο Καλλιμάρμαρο στις 21-4-1968 όπου συμμετείχαν εκτός των άλλων και οι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαρινέλλα, Γιάννης Πουλόπουλος, Νίκος Σταυρίδης, Ντίνος Ηλιόπουλος και Γιώργος Ζαμπέτας.
Η Μοσχολιού δεν ήταν χουντική, φυσικά, ούτε και ο Μπιθικώτσης. Ήταν ένα φαινόμενο της εποχής, που είναι πολύ επισφαλές να κριθεί με σημερινούς όρους περί δικτατορίας και δημοκρατίας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε στείλει μια περίφημη αποστολή στον Μπιθικώτση καλώντας τον να μη συμμετάσχει σε αυτή τη μεγάλη συναυλία, όμως ο σπουδαίος τραγουδιστής δεν τον άκουσε.
Είπε πως δεν αντέχει να πάει ξανά στην εξορία, ειδικά σε μια περίοδο που η ζωή του είχε στρώσει, μετά από πολλές δεκαετίες βασανισμένου βίου. Ωστόσο, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μόνο σαν προδότης δεν έμεινε στην ιστορία. Ο λαός δεν χρειάστηκε να τον συγχωρήσει, καθώς ποτέ δεν τον κατηγόρησε. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τη Βίκυ Μοσχολιού.
Ζαμπέτας και Μοσχολιού «συναντήθηκαν» για πρώτη φορά στη δισκογραφία το 1964, καθώς ο συνθέτης «κέντησε» με το μπουζούκι του την πρώτη μεγάλη επιτυχία της ερμηνεύτριας. Ο λόγος για το «Χάθηκε το φεγγάρι» του Σταύρου Ξαρχάκου, το οποίο ακουγόταν στη ταινία «Λόλα»
Την ίδια χρονιά, ο δημιουργός της έδωσε και τα πρώτα δύο τραγούδια της συνεργασίας τους, «Τα δάκρυα» και τον «Χωρισμό». Η επιτυχία ήταν άμεση και μεγάλη κι έτσι οι δυο τους συνυπήρξαν για αρκετό διάστημα έκτοτε και στα νυχτερινά κέντρα της εποχής.
Μάλιστα, η Βίκυ υπήρξε πολύ τυχερή τότε, καθώς όπως αναφέρει ο συνθέτης στην αυτοβιογραφία του, αυτά τα τραγούδια (αλλά και κάποια επόμενα) είχαν γραφτεί για τη φωνή της Πόλυς Πάνου, όμως όταν εκείνος πήγε στο σπίτι της για να κάνουν πρόβες, η τραγουδίστρια έλειπε για μπάνιο στη θάλασσα.
Για τέσσερα χρόνια λοιπόν, από το 1964 ως το 1968, ο Γιώργος Ζαμπέτας τροφοδοτούσε διαρκώς τη Βίκυ Μοσχολιού με τις δημιουργίες του, παράλληλα με τις εμφανίσεις τους τόσο στο πάλκο, όσο και σε κάποιες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής.
Μπορεί αυτή την περίοδο να ηχογραφήθηκαν συνολικά μόλις 15 τραγούδια του συνθέτη με την ερμηνεύτρια, όμως στην πλειοψηφία τους έγιναν τόσο μεγάλες επιτυχίες που στη συνείδηση του κοινού η συνεργασία τους έχει καταγραφεί ως πολλαπλάσια…
Το 1971 η Μοσχολιού φεύγει από την Columbia και πηγαίνει στην «Ελλαδίσκ», μετέπειτα Polygram. Ο Ζαμπέτας ανήκει ήδη εκεί κι έτσι ανοίγει ο δεύτερος κύκλος της συνεργασίας τους που θα διαρκέσει μόλις δύο χρόνια, αλλά θα «γεννήσει» νέες μεγάλες και διαχρονικές επιτυχίες: «Αλήτη», «Το γράμμα και η φωτογραφία», «Το αδιέξοδο», «Πού ήσουν και χάθηκες» κ.α., τα οποία κυκλοφορούν αρχικά στις 45 στροφές κι αργότερα στο προσωπικό άλμπουμ της ερμηνεύτριας με τίτλο το όνομά της.
Ο Ζαμπέτας, λίγο μετά, θ’ ακολουθήσει ένα πιο προσωπικό δρόμο ερμηνεύοντας σχεδόν αποκλειστικά ο ίδιος τα τραγούδια του, ενώ η Μοσχολιού θα εγκαταλείψει τη νύχτα της «παραλίας» και θα μεταφερθεί στο «Ζυγό» στην Πλάκα, στρεφόμενη σ’ ένα πιο έντεχνο κι εσωστρεφές ρεπερτόριο…
Θα ξαναβρεθούν, όμως, το 1981 για να ηχογραφήσουν ως ντουέτο ένα τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη. Πρόκειται για το «Επεμβαίνεις» που συμπεριλήφθηκε στον πολύ ξεχωριστό και αγαπημένο πρώτο ολοκληρωμένο δίσκο του Κραουνάκη για τη Βίκυ «Σκουριασμένα χείλια», σε στίχους Τριπολίτη και Νικολακοπούλου . Το συγκεκριμένο τραγούδι ακούστηκε πάρα πολύ τόσο εκείνη την εποχή, όσο και αργότερα. Ήταν και η τελευταία τους συνάντηση στη δισκογραφία…
Η Βίκυ Μοσχολιού ήταν από τους ελάχιστους συνεργάτες μουσικούς και τραγουδιστές του Γιώργου Ζαμπέτα που, με ανθρωπιά και τρυφερότητα, του στάθηκε μέχρι τέλους.
Η φωνή της ήταν τεράστια, αλλά όχι όσο η καρδιά της. Οι συνεργάτες και οι φίλοι της τη φώναζαν στο υπερθετικό του ονόματός της: Βικάρα! Όχι τυχαία…