Μπορεί οι εκλογές να απέχουν, θεωρητικά τουλάχιστον, 2,5 χρόνια και η χώρα να είναι αντιμέτωπη με μία τριπλή κρίση, ωστόσο τόσο οι βασικοί μονομάχοι στο πολιτικό σκηνικό όσο και τα κόμματα του λεγόμενου «ενδιάμεσου χώρου» προετοιμάζονται για μία μάχη μέχρις εσχάτων, η έκβαση της οποίας θα σφραγίσει τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.
Το δημοσίευμα των «Νέων» που θέλει τον Αλέξη Τσίπρα να συνεργάζεται, πλέον με τον επικοινωνιολόγο και στρατηγικό αναλυτή Γιάννη Λούλη έφερε ξανά στην επιφάνεια την συζήτηση για τον περίφημο «μεσαίο χώρο» -το δόγμα του οποίου είχε εμπνευστεί, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για λογαριασμό της ΝΔ και του τότε υποψήφιου πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή, ο κ. Λούλης.
Βεβαίως, το δόγμα του «μεσαίου χώρου» ουσιαστικά ήταν η εξειδίκευση του μεταπολιτευτικού αξιώματος που θέλει το κάθε κόμμα εξουσίας να πετυχαίνει στον σκοπό του (που προφανώς δεν μπορεί να είναι άλλος από την ίδια την κατάκτηση της εξουσίας) όταν προσελκύει τις ψήφους των πολιτών που ανήκουν στο λεγόμενο «πολιτικό Κέντρο».
Η «ακτινογραφία» των κεντρώων
Βεβαίως, η στρατηγική του «μεσαίου χώρου» και η μάχη του Κέντρου, όπως επίσης και το πώς μπορεί ένα κόμμα να επιτύχει την κυριαρχία του στον χώρο αυτό, είναι τόσο ρευστά και θολά, όσο και ο ίδιος ο ορισμός του «Κέντρου» και των κεντρώων. Η κυρίαρχη συμβατική περιγραφή θέλει τους «κεντρώους» ψηφοφόρους να είναι άνθρωποι που ανήκουν –ή θέλουν να ανήκουν- στη «μεσαία τάξη» εισοδηματικά και επαγγελματικά και που έχουν το χαρακτηριστικό πως είναι «μετακινούμενοι ψηφοφόροι». Συνήθως, δεν κάνουν «ακραίες» πολιτικές επιλογές, ενώ είθισται να μην έχουν κομματικές δεσμεύσεις και, άρα, μπορούν εύκολα να μετακινηθούν από κόμμα σε κόμμα. Το ποσοστό των συγκεκριμένων ψηφοφόρων στο σύνολο του εκλογικού σώματος ποικίλλει από εποχή σε εποχή και από συγκυρία σε συγκυρία. Ωστόσο, ακόμη και τα σκοτεινά χρόνια της περιόδου των Μνημονίων που η ελληνική κοινωνία συμπιέστηκε και δεν ήταν οι καλύτερες μέρες για τις... «μεσαίες» λύσεις και τον «μέσο όρο» γενικώς, οι ψηφοφόροι του λεγόμενου «μεσαίου χώρου» παρέμειναν μία κρίσιμη μάζα που μπορούσε –και συνεχίζει να μπορεί- να διαμορφώνει δύο βασικά χαρακτηριστικά του πολιτικού σκηνικού: πρώτον, το ποιος θα πάρει την εξουσία. Και, δεύτερον, το πώς θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί από το Κέντρο και τα αριστερά στον συμβατικό χάρτη της πολιτικής γεωγραφίας: για παράδειγμα, οι επιλογές των κεντρώων ψηφοφόρων τον Ιούλιο του 2019 δεν είχαν μόνο ως αποτέλεσμα να εξαργυρωθεί πολιτικά υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη το αφήγημα του «ΣΥΡΙΖΑ που τσάκισε (sic) τη μεσαία τάξη» και της «υπερφορολόγησης». Πέραν αυτού, ήταν οι ίδιοι ψηφοφόροι που επέλεξαν να κρατήσουν σε αναιμικά ποσοστά το ΚΙΝΑΛ, αναδεικνύοντας με 32% τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχο του χώρου του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, αλλά και σε έναν εντυπωσιακά ανθεκτικό πόλο του πολιτικού σκηνικού.
Βεβαίως, είπαμε: το κύριο χαρακτηριστικό των ψηφοφόρων του «μεσαίου χώρου» είναι να μην μπορούν εύκολα να κατηγοριοποιηθούν και να μπουν σε στεγανά: ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς ακολουθούν το «κύμα» και μέσω της ψήφου τους επικυρώνεται το «κλίμα» που πλειοψηφικά επικρατεί στην κοινωνία: είναι, μ’ άλλα λόγια, αυτοί που εκφράζουν το «ρεύμα του νικητή», που είναι αυτό που αφενός διευρύνει την τελική διαφορά στο τέλος μίας εκλογικής αναμέτρησης, αλλά και καθιστά αδιάψευστο δημοσκοπικό εύρημα την περίφημη «παράσταση νίκης». Με άλλα λόγια, επειδή οι «μεσαίοι» έχουν και τη συνήθεια να πηγαίνουν στο τέλος με εκείνον που εμφανίζεται ως ο νικητής των εκλογών –για να αισθάνονται, εν μέρει, ότι η ψήφος τους καθόρισε τις εξελίξεις- η απάντηση στην ερώτηση «ποιος πιστεύετε ότι θα κερδίσει, ανεξαρτήτως των πολιτικών σας εκτιμήσεων» έχει μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Η μάχη της φυσιογνωμίας
Τούτων δοθέντων, η προσπάθεια των δύο κύριων πολιτικών δυνάμεων, αλλά και του ΚΙΝΑΛ, να πάρουν ό,τι μπορούν παραπάνω από τον χώρο του Κέντρου είναι εύλογη και εξηγήσιμη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, άλλωστε, συνεχίζει –παρά τον τρόπο με τον οποίο άσκησε αντιπολίτευση σε βάρος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ- να απολαμβάνει το προφίλ του «κεντρώου» πολιτικού –κι αυτό παρά το γεγονός ότι αρκετές επιλογές της κυβέρνησής του προσιδιάζουν σε κανονική και κλασική... κυβέρνηση της Δεξιάς, χωρίς «κεντρώες» αναφορές. Συν τοις άλλοις, ο πρόσφατος ανασχηματισμός, που σε επίπεδο «πολιτικού χρηματιστηρίου» και εντυπώσεων καθορίστηκε από την αναβάθμιση του Μάκη Βορίδη, περιγράφηκε ως ένας ανασχηματισμός με τον οποίο ο πρωθυπουργός έστριψε το τιμόνι δεξιά. Παρά ταύτα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που προσπαθεί να «παντρέψει» όλες τις τάσεις του κόμματός του αλλά και να μην «φοβίσει» τους κεντρώους ψηφοφόρους με την δεξιά του στροφή, έχει ήδη κάνει αρκετές κινήσεις ενίσχυσης του κεντρώου προφίλ του –και αναμένεται να κάνει κι άλλες. Για παράδειγμα, στο Μαξίμου θεωρούν πως το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα θα ήταν διαφορετικό αν κλασικές αυταρχικές και «δεξιές» πολιτικές, όπως η εγκαθίδρυση Αστυνομίας στα Πανεπιστήμια ή ο περιορισμός των διαδηλώσεων, διεκπεραιώνονταν από έναν κλασικό πολιτικό της συντηρητικής παράταξης. Έτσι, βάσει αυτού του σκεπτικού, το γεγονός ότι καλείται να κάνει πράξη όλα τα μεταπολιτευτικά όνειρα της Δεξιάς ένας «πατεντάτος» κεντρώος πολιτικός όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης αποτελεί, στα μάτια του Κυριάκου Μητσοτάκη και των επιτελών του, ένα «αντίβαρο» μεταξύ της πολιτικής και της επικοινωνίας.
Συν τοις άλλοις, κατά καιρούς στα ραντάρ του πρωθυπουργού βρίσκοται στελέχη προερχόμενα από την Κεντροαριστερά, ενώ δεν πέρασε απαρατηρητη η μετακόμιση στο Μέγαρο Μαξίμου του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ στον υπουργό Επικρατείας, Θοδωρή Λιβάνιο. Σημειωτέον, άλλωστε, ότι πριν μερικούς μήνες, ο πρωθυπουργός έχρισε την Άννα Διαμαντοπούλου ως υποψήφια εκ μέρους της Ελλάδας για την προεδρία του ΟΟΣΑ. Εξάλλου, στην πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την ικανοποίησή του για τον τρόπο που η ΝΔ «κυριαρχεί» στον χώρο του πολιτικού Κέντρου, δείχνοντας πως για τον ίδιο η στρατηγική των ανοιγμάτων αποτελεί συνεχή επιδίωξη.
Διεύρυνση προς το Κέντρο
Η προσέλκυση των ψηφοφόρων του «μεσαίου χώρου» αποτελεί για τον ΣΥΡΙΖΑ ένα φιλόδοξο στοίχημα, παρότι εδώ και καιρό το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει εμπεδώσει όχι απλώς τον ρόλο του ενός από τους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού σκηνικού, αλλά και τον χαρακτήρα του σπονδυλικού άξονα της προοδευτικής παράταξης. Ωστόσο η «μάχη της φυσιογνωμίας» που δίνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να μην «φοβίσει» τους κεντρώους με τις ούλτρα δεξιές πολιτικές και αποκλίσεις ισχύει, κατ’ αντιστοιχίαν, και για τον ΣΥΡΙΖΑ: για παράδειγμα, όταν στελέχη του κόμματος επιμένουν στο δόγμα «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» ή άλλα στελέχη υπογράφουν κείμενα που αφορούν στην απεργία πείνας του αρχιδολοφόνου της «17Ν», Δημήτρη Κουφοντίνα, προφανώς αυτά δεν συντείνουν στην «επικοινωνία» της Κουμουνδούρου με τον χώρο του πολιτικού Κέντρου. Συν τοις άλλοις, καίτοι αν δει κανείς τα πραγματικά νούμερα της φορολογικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ για τη μεσαία τάξη θα συμπεράνει ότι ένα κομμάτι της συζήτησης για το πώς η κυβέρνηση Τσίπρα «υπερφορολόγησε τη μεσαία τάξη» είναι παρελκυστική, στελέχη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης παραδέχονται ότι η προσέλκυση της μεσαίας τάξης (ή, όπως προαναφέρθηκε, όλων όσοι... νομίζουν ή κολακεύονται να βαυκαλίζονται πως ανήκουν σ’ αυτή...) δεν θα είναι μία εύκολη υπόθεση.
Πάντως, αν δει κανείς πώς «πλασάρεται» ο ΣΥΡΙΖΑ στο γήπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης τόσο για την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, όσο και για την ανάσχεση των δραματικών κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων που θα αφήσει πίσω της, θα διαπιστώσει ότι μεγάλο μέρος όσων λέει ή κάνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της μεσαίας τάξης: για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη φάση της πανδημίας στήριξε αναφανδόν την καραντίνα και τα περιοριστικά μέτρα, απέφυγε τις «εξαλλοσύνες» και την δομική αντιπολίτευση. Επίσης, ζητεί καθημερινά την περαιτέρω ενίσχυση του συστήματος υγείας, στηρίζει ασυμβίβαστα και χωρίς προϋποθέσεις τον εμβολιασμό, ενώ επιχειρεί να «μιλήσει» κατευθείαν στους φόβους, τις ανησυχίες και τις ανασφάλειες της πραγματικής μεσαίας τάξης: δηλαδή των εμπόρων, των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρηματιών που καταγγέλλουν ότι τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης είναι αναιμικά και δε θα είναι ικανά να κρατήσουν ζωντανές πολλές επιχειρήσεις.
Στρατηγικό κενό και πολιτικό κατενάτσιο
Βεβαίως, στον χώρο του πολιτικού Κέντρου ανήκει εξ ορισμού και το ΚΙΝΑΛ, το οποίο σε κάθε ιδεολογικού τύπου πολιτικό μέτωπο καλείται να βαδίσει σε τεντωμένο σχοινί. Μάλιστα, η διαρκής ισορροπιστική τακτική της Φώφης Γεννηματά δεν βοηθά στο να αποσαφηνιστεί ο ιδεολογικός χαρακτήρας της Χαριλάου Τρικούπη –κάτι που φαίνεται πως «κουμπώνει» με την στρατηγική των «ίσων αποστάσεων» που η επικεφαλής του ΚΙΝΑΛ προσπαθεί διαρκώς να εφαρμόσει. Επί της ουσίας, όπως παραδέχονται και πολλά στελέχη του ΚΙΝΑΛ, το κόμμα τους παίζει... κατενάτσιο, επιχειρώντας να κρατήσει τις δυνάμεις του και να μην λεηλατηθεί ενόψει των επόμενων εκλογών, που ως γνωστόν θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής και, άρα, τα διλήμματα για τους ψηφοφόρους θα είναι σκληρότερα. Κάπως έτσι, τη μία το ΚΙΝΑΛ συμπίπτει με τον ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλοντας τον πτωχευτικό κώδικα, από την άλλη όμως, σε «ταυτοτικές» επιλογές των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων αρνείται να ενταχθεί στο «προοδευτικό» μπλοκ: για παράδειγμα, το ΚΙΝΑΛ συναίνεσε στο νομοσχέδιο για περιορισμό των διαδηλώσεων, ενώ διακρίθηκε από αφωνία και στην πολιτική αντιπαράθεση για την βίαιη κατάπνιξη της πορείας του ΚΚΕ κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου.
Η αμυντική τακτική της κ. Γεννηματά, άλλωστε, φαίνεται και από το πώς αντιμετωπίζει τους αντιπάλους της: για παράδειγμα, αποφαίνεται διαρκώς ότι «ξεθώριασε το κεντρώο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη», ομολογώντας επί της ουσίας ότι την ενδιαφέρει μόνο να μην «κορφολογήσει» η ΝΔ το ΚΙΝΑΛ από κεντρώους ψηφοφόρους. Επίσης, τονίζει ότι ο πρωθυπουργός «βρίσκει και τα κάνει», υπονοώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ασκεί ουσιαστική αντιπολίτευση.
Βεβαίως, οι διαρκείς «παραφωνίες» στο εσωκομματικό σκηνικό κάθε φορά που η κ. Γεννηματά αναγκάζεται να πάρει θέση αφενός θολώνουν τις ίσες αποστάσεις, αφετέρου αναδεικνύουν το ζοφερό μέλλον για το ΚΙΝΑΛ: ότι, δηλαδή, όσο κι αν ασκείται στην ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί, τα διλήμματα που κρύβει το μέλλον είναι σκληρά και δεν απαντώνται με «ναι μεν αλλά», αλλά με... ένα ναι ή ένα όχι.