Τους βλέπουμε, μα δεν μας βλέπουν. Μας βλέπουνε, μα δεν τους βλέπουμε, έτσι καθώς είναι μια μάζα από χαρτόνια και κουβέρτες και το βλέμμα τους σκεπάζεται από έναν πλεκτό σκούφο. Κλείνουν τα μάτια τους όταν τους πλησιάζεις σαν να τους «καίει» σαν λιοπύρι, οι καθημερινοί άνθρωποι της κανονικότητας. Εμείς πάλι τους προσπερνάμε άλλοτε βιαστικά, σαν κάτι που πρέπει να ξορκιστεί, άλλοτε πάλι μια στιγμιαία αλληλεγγύη, ίσως και η ενοχή της ντροπής, μας ωθεί να βρούμε ένα μέρος που θα κυλήσει το μεταλλικό νόμισμα. Αυτοί οι άνθρωποι του δρόμου, οι κάτοικοι των δρόμων, είναι άνθρωποι που λόγω διάφορων συνθηκών, γιατί σε σπιτικό γεννήθηκαν, βρέθηκαν στη φαυλότητα της αναγκαιότητας από τη μια πλευρά και στη συνήθεια του τρόπου ζωής ώστε στο τέλος αυτή η επιλογή, η διαβίωση στον δρόμο, να είναι η μοναδική λύση και τρόπος ζωής για εκείνους. Είναι «μοναχικοί λύκοι», που υπερασπίζονται τον χώρο τους και την δική τους καθημερινότητα. Όσο και να μας ξαφνιάζει, όπως εμείς επιλέγουμε τον τόπο κατοικίας μας, με τον ίδιο τρόπο και εκείνοι επιλέγουν συνήθως κεντρικά σημεία της πόλης, δίπλα σε καταστήματα, δημόσια κτήρια, τράπεζες, για λόγους ασφάλειας και εύκολης μετακίνησης για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους, ταυτόχρονα όμως με αυτόν τον τρόπο κάνουν αισθητή την παρουσία τους, φανερώνονται και διεκδικούν να είναι μέρος της εικόνας και του κοινωνικού ιστού της πόλης με τον ιδιαίτερο μικρόκοσμό τους. Στην πλειοψηφία τους είναι άνθρωποι με ψυχιατρικά προβλήματα που εκδιώχθηκαν ή αφέθηκαν από τις οικογένειές τους στα αζήτητα, χρήστες ουσιών και μετανάστες, γι’ αυτό και ο λόγος τους όταν καταφέρεις να τους πλησιάσεις είναι παραληρηματικός, άλλοτε με συμπόνια και κατανόηση και άλλοτε κατηγορηματικός για την κοινωνία και το σύστημα, ακριβώς σαν τις φωνές που βγάζουν καθώς περπατούν. Στήνουν το «σπιτικό» τους, τη μεριά τους, με ό,τι βρουν από τα περισσεύματα καταστημάτων και σπιτιών στους κάδους των απορριμμάτων, περιφράζουν τον χώρο τους και, όπως και εμείς φεύγοντας από το σπίτι μας κλειδώνουμε την πόρτα, έτσι και εκείνοι όταν φεύγουν «ασφαλίζουν» τον χώρο τους, κυρίως για να μην πάνε και εγκατασταθούν άλλοι που έχουν βάλει στο μάτι το καλό σημείο. Δεν αναπτύσσουν σχέσεις επικοινωνίας και επαφές με άλλους κατοίκους των δρόμων και ας «μένουν» στο ίδιο πεζοδρόμιο σε μικρή απόσταση μεταξύ τους.
Στους άστεγους συγκαταλέγεται και ένα άλλο μέρος ανθρώπων, αυτών που έμειναν άνεργοι με αποτέλεσμα να χάσουν το σπίτι τους. Εκείνοι έχουν μια διαφορετική συμπεριφορά και ιδιοσυγκρασία. Μη αντέχοντας τη ζωή του δρόμου, ψάχνουν να βρουν καταφύγιο σε δομές φιλοξενίας αστέγων με σκοπό την επανένταξή τους.
Τέλος, υπάρχουν και οι «φαινομενικά» άστεγοι, οι επαίτες.
Πώς ορίζεται όμως κάποιος σαν άστεγος; Ο ορισμός εμπεριέχει τόσο την εικόνα όσο και την ουσία. Η πρώτη αυθόρμητη σκέψη που μας έρχεται στον νου είναι ένας βρώμικος, κακοντυμένος, άπλυτος άνθρωπος με αντικοινωνική συμπεριφορά που κοιμάται στους δρόμους. Η δεύτερη κατεργασμένη σκέψη κάνει την αναφορά ότι άστεγος είναι εκείνος που δεν έχει πού να μείνει. Αυτή η σκέψη εστιάζει στη δυνατότητα του ανθρώπου να έχει δικό του χώρο διαβίωσης, και συνήθως συνοδεύεται από τον ενδεχόμενο φόβο, αυτό του ότι ο άνθρωπος που δεν έχει κατοικία μπορεί να βρεθεί στον δρόμο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι που καταφεύγουν σε δομές φιλοξενίας επιδιώκοντας στέγη παρακινούνται από τον φόβο διαμονής στον δρόμο. Έχει παρατηρηθεί ότι οι άνθρωποι που διαβιούν στον δρόμο για μεγάλο χρονικό διάστημα συνήθως δεν αναζητούν στέγη σε κάποια δομή, αρνούμενοι συνήθως να εγκαταλείψουν τον χώρο διαβίωσής τους.
Η πολιτεία αναγνωρίζει τους άστεγους ως ευπαθή κοινωνική ομάδα στην οποία παρέχεται κοινωνική προστασία. Κατά τον νομοθέτη, οι άστεγοι είναι πολλοί περισσότεροι από αυτούς που βλέπουμε στον δρόμο, διότι υπάρχουν οι φιλοξενούμενοι ή εκείνοι που έχουν πρόσβαση σε επισφαλή κατοικία όπως οικοδομές ή εγκαταλειμμένα σπίτια και οι οποίοι επειδή δεν «φαίνονται» ούτε εύκολα αναγνωρίζονται, εκτός αν το δηλώσουν οι ίδιοι, δεν είναι «μετρήσιμοι», με αποτέλεσμα στην ουσία να μην υπάρχει η πραγματική αριθμητική καταγραφή των αστέγων. Σύμφωνα με το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής το 2011, το φαινόμενο των αστέγων είναι μια πολύπλοκη και εξελικτική διαδικασία, εφόσον τα διάφορα άτομα ή ομάδες εισέρχονται και εξέρχονται στην κατηγορία αυτή για διαφορετικούς λόγους και αιτίες, γι’ αυτό και διακρίνονται διάφορες κατηγορίες αστέγων, όπως άστεγοι μετανάστες, άστεγοι πρόσφυγες, μετανάστες αιτούντες άσυλο, αλκοολικοί, τοξικομανείς κ.λπ. Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των Εθνικών Ενώσεων που ασχολούνται με τους άστεγους έδωσε την ονομασία ΕΤΗΟS.
Αλόνσο: Ο κοσμοπολίτης άνεργος
Ο Αλόνσο, γεννημένος στη Βραζιλία από Έλληνες γονείς, μένει σε αυτήν τη χώρα έως 18 χρονών. Μετά αποφασίζει να πάει στην Αργεντινή, όπου τελειώνοντας την τεχνική σχολή ποιότητας κρεάτων, εργάσθηκε 20 χρόνια σε σφαγείο κρεάτων. «Όμορφη χώρα, όμορφη ζωή», μονολογεί στη νοσταλγία του. Εκεί ζει την πρώτη ανατροπή στη ζωή του με την οικονομική κατάρρευση της Αργεντινής και τον ερχομό του ΔΝΤ. Η αυτονόητη διέξοδος ήταν να περάσει τα σύνορα και να ξαναγυρίσει στη Βραζιλία. Είναι γνωστό ότι μια οικονομική κρίση συνήθως εξαπλώνεται περιμετρικά και γειτονικά του πυρήνα της, ιδίως όταν οι γειτονικές χώρες ακολουθούν παρόμοιο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό συνέβη και στη Βραζιλία με την παρουσία του ΔΝΤ. Τελικά για τον Αλφόνσο το τυχαίο της πρώτης φοράς μοιάζει να γίνεται επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη ζωή του με την ανεργία να επανεμφανίζεται. Θεωρώντας ότι η διπλή υπηκοότητά του (ελληνική και βραζιλιανή) ήταν ένα εφόδιο, το 1997 ήρθε στην Ελλάδα και άρχισε να δουλεύει σε ξενοδοχεία λόγω των πέντε γλωσσών που μιλά. Θυμοσοφικά ο λαός μας λέει για τρία χτυπήματα της μοίρας. Το τρίτο για τον Αλόνσο ήταν η οικονομική κρίση των μνημονίων με τον ερχομό του ΔΝΤ στην Ελλάδα. «Διάφοροι φίλοι και γνωστοί ακόμα και τηλεπαρουσιαστές που είχαν μάθει για τη ζωή μου και με καλούσαν στις εκπομπές τους μου έλεγαν δεν πας κατά Σόιμπλε μεριά να πάει και εκεί το ΔΝΤ…», μου λέει χαμογελώντας. Το γέλιο και το χαμόγελο ήταν σύντροφος στην κουβέντα μας, σωτήριο για εκείνον όλα αυτά τα χρόνια, εγκάρδιο στοιχείο για τη συζήτησή μας.
Λόγω της κρίσης χάνει τη δουλειά του στο ξενοδοχείο και αρχίζει να περπατά τη γνωστή σε αρκετούς συνανθρώπους μας στενωπό. Ταμείο ανεργίας ένα χρόνο, συνεχιζόμενη ανεργία, χάσιμο στέγης, ζωή στον δρόμο. Στον δρόμο έμεινε έναν μήνα, σε αυτό το σημείο η τύχη τού χαρίστηκε. «Ήθελα να μάθω, να δω και αυτή τη ζωή». Δεν ξέρω αν αυτό ήταν δικαιολογία, ντροπή ή ενοχή σαν κι αυτές που λέμε όλοι μας, όταν η ζωή αλλού μας πάει, ή πραγματικά ένα τεστ αντοχής όταν έχεις αποφασίσει να τη ζεις με ό,τι σου φέρνει και όπως σου έρχεται.
Η βοήθεια αυτήν τη φορά ήρθε από έναν φίλο αντιδήμαρχο επί δημαρχίας Κακλαμάνη. Είχε ήδη συσταθεί ο ΚΥΑΔΑ με τον πρώτο ξενώνα να δημιουργείται στο ξενοδοχείο «Ορφέας». Τόσα χρόνια ενεργός εργασιακά με πληθώρα εμπειρίας σε διαφορετικές καταστάσεις και αντιξοότητες, ο Αλφόνσο ήξερε ότι δεν πρέπει να παραμείνει αδρανοποιημένος. Δίνει το βιογραφικό του σημείωμα στην κοινωνική υπηρεσία και αρχίζει την εθελοντική υπηρεσία στον ΚΥΑΔΑ στο μοίρασμα, τροφίμων, ρούχων, κουβερτών. Επί δημαρχίας Καμίνη, ο νέος πρόεδρος Γ. Αποστολόπουλος σε μια πρωτοβουλία με τον σκηνοθέτη Παναγιώτη Βουρλή ιδρύουν την πρώτη θεατρική ομάδα αστέγων στην Ευρώπη, όπου ο Αλφόνσο συμμετέχει ως ηθοποιός. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ο ψυχοθεραπευτικός χαρακτήρας του θεάτρου. Η ομάδα αυτή έδωσε πληθώρα παραστάσεων σε χώρους όπως το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με το θεατρικό έργο «Μετάνοια» του Δ. Δημητριάδη, σε ΚΑΠΗ, φυλακές ανηλίκων κ.λπ. Σε αυτή την περίοδο αντιπρόεδρος στον ΚΥΑΔΑ ήταν ο νευρολόγος-ψυχίατρος Αντώνης Ρόμπος, ο οποίος κατά ομολογία του Αλφόνσου τους βοήθησε και τους στήριξε στο ψυχολογικό μέρος. Όσο «φωνάζει» η πείνα, άλλο τόσο «κραυγάζουν» η ψυχοσύνθεση και τα συναισθήματα του άστεγου. «Σε αυτές τις δύσκολες εποχές είδα πολύ θλιβερές εικόνες και έζησα αντίστοιχες καταστάσεις. Αν δεν έχεις ψυχικό απόθεμα και δύναμη, καταρρέεις. Αλλά είχαμε και είχα τον κύριο Ρόμπο, που δούλευε την ψυχοσύνθεσή μας, θυμάμαι που μου έλεγε μην πέσεις, βλέπεις, κοιτάς, βοηθάς όπου μπορείς και όταν γυρίσεις το βράδυ στο δωμάτιό σου τα βγάζεις όλα από το μυαλό σου, αδειάζεις το πρωινό γέμισμα, ώστε να ξαναρχίζεις χωρίς βαρίδια και βάρη. Το χειρότερο όλων είναι η πρόσθεση. Ξέρεις κάτι; Η πείνα παλεύεται, κάπου κάτι θα βρεις να φας και ας είναι τα περισσεύματα των φούρνων. Το να μην έχεις σπίτι, το να είσαι άστεγος δεν παλεύεται». Στον άστεγο τα αστέρια της νύχτας δεν είναι συντροφιά, είναι μια συνεχής υπενθύμιση για αυτό που δεν έχει, μια σκεπή. Και συνεχίζει ο Αλφόνσο: «Να μην μπορείς να κάνεις μπάνιο, να καθαριστείς, η απλυσιά αποξενώνει, σε αποφεύγει ο κόσμος γιατί μυρίζεις, αλλά και να θέλεις να πας να ζητήσεις δουλειά πώς να παρουσιαστείς ατημέλητος; Δεν έκρυψα ποτέ ότι ήμουν άστεγος, γιατί η αλήθεια παρουσιάζεται. Έλεγα ότι μένω σε ίδρυμα. Αλλά δουλειά δεν έβρισκα. Εν τω μεταξύ είχα ήδη μεταφερθεί στο Lido, πολύ καλό ξενοδοχείο, και μετά για 2,5 χρόνια στο ΙΟΝΙΣ. Εκεί στο ΙΟΝΙΣ αναπτύχτηκαν κάποιες φιλίες σε γενικές γραμμές, όμως το ποσοστό της μοναχικότητας είναι μεγαλύτερο από αυτό της συντροφικότητας. Από το πρώτο τεύχος της Σχεδίας, το βιοποριστικό περιοδικό των αστέγων, βγήκα στους δρόμους και το πουλούσα βγάζοντας κάποιο μεροκάματο. Ήταν δύσκολα, γιατί ο κόσμος δεν είχε εξοικειωθεί, δεν γνώριζαν τι σημαίνει ούτε ότι υπάρχουν άστεγοι. Με ρωτούσαν για να μάθουν, χρειάστηκε δύναμη στην αρχή για να απαντώ στις ερωτήσεις τους, με τον καιρό αποστασιοποιήθηκα. Μη νομίζεις, υπάρχει έντονη ντροπή για όλους εμάς που βρεθήκαμε σε αυτήν τη θέση, αυτή η ντροπή είναι που στην αρχή έκανε τους άστεγους να μη ζητούν στέγη στις δομές. Τώρα πια ευτυχώς ξεπεράστηκε αυτό, βοήθησε όσο και αυτή η βοήθεια να φαντάζει θλιβερή, ότι η έλλειψη στέγης αφορά πολλούς ανθρώπους. Το 2016 άρχισε η επανένταξή μου μέσω ενός κοινωνικού προγράμματος που μου έδινε τη δυνατότητα να μένω σε ενοικιαζόμενο σπίτι όπου το ενοίκιο το πλήρωνε η υπηρεσία. Έμενα πια σε τοίχους που είχαν τη μυρωδιά μου, και το 2017 η επανένταξή μου ολοκληρώθηκε σε ένα 9μηνο πρόγραμμα εργασίας στην τεχνική των κήπων. Το 2018 τελειώνει το πρόγραμμα και έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνος μου, με αρκετές δυσκολίες ομολογώ, αλλά τελικά φτάνω στο σήμερα με το κεφάλι ψηλά, 59 ετών να βρίσκομαι εδώ στο Πολυδύναμο Κέντρο και να εργάζομαι ως υπάλληλος γενικών καθηκόντων». Τον παρατηρώ και σκέφτομαι ότι τελικά αυτή η έκφραση «ναι μεν, αλλά» με το κεφάλι ψηλά, τελικά είναι το δίχτυ ασφαλείας μας για τα πεσίματά μας, η αυτοδικαιολογία μας ότι τελικά κάτι σώθηκε από τη λαίλαπα.
«Στη σούμα της ζωής μου, από την πλατεία των αγανακτισμένων όπου μπορούσα να κοιμηθώ με ανθρώπινη συντροφιά έως σήμερα, κουβεντιάζοντας με τον εαυτόν μου, αν και δεν είμαι φανατικά θρήσκος, ωστόσο πιστεύω ότι υπήρξε κάποια πρόνοια για να μην πάθω τίποτα κακό. Ευτυχώς δεν μπήκα στο δίλημμα τσιγάρο ή φαΐ, γιατί δεν καπνίζω. Παρατηρώντας τους άστεγους εδώ που λόγω covid υπάρχει μεγαλύτερη προσέλευση, να φάνε, να κοιμηθούν, τους ακούω να παραπονιούνται ότι δεν τους αρέσει το φαΐ, κάποιοι αρνούνται να κάνουν μπάνιο, νιώθω πίκρα για αυτή την αχαριστία. Με τον covid είχαμε μόνο έναν θάνατο με υποκείμενο νόσημα. Υπάρχουν κρούσματα, έχουμε όμως όλα τα μέτρα προφύλαξης, μάσκα, αντισηπτικά, καθώς επίσης δύο φορές τον μήνα μάς υποβάλλουν σε rapid test». Γιατί όμως αχαριστία και όχι δικαίωμα επιλογής; Άνθρωποι είμαστε όλοι. Με κοιτά με πλάγιο συγκαταβατικό χαμόγελο με αφήνει να καπνίσω, ενώ εκείνος διασχίζει τη Μάρνης για να συνεχίσει την εργασία του.
Κ.Υ.Α.Δ.Α. (Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης Δήμου Αθηναίων): Η επιτόπια παρέμβαση
Οι άνθρωποι που διαβιούν στον δρόμο είναι μια από τις καταλυτικές εικόνες της πόλης. Αποτελεί έναν ψυχολογικό-συναισθηματικό-συνειδησιακό κρίκο με τους ανθρώπους της «κανονικότητας». Προκαλούν συμπάθεια; Φόβο; Θυμό και ενοχή; Με ποιον τρόπο το αντιμετωπίζουν; Αλλάζουν πεζοδρόμιο για να μην τους βλέπουν ή για τον εφησυχασμό της συνείδησής τους δίνουν ένα δίευρο χωρίς να τους κοιτάζουν; Τους βρίζουν ή γίνονται η αφορμή για να σκεφτούν πως μπορούν ενεργά να βοηθήσουν μέσω του εθελοντισμού; Οι κάτοικοι των πεζοδρομίων, οι ξαπλωμένοι στα παγκάκια και στις στάσεις των λεωφορείων καταθέτουν κάτι από τον εαυτό τους στους περαστικούς. Είναι συνήθως περιθωριακοί με ψυχιατρικά προβλήματα, χρήστες ουσιών και μετανάστες. Εδώ και καιρό έχει αρχίσει να ακούγεται σε φιλικές κουβέντες ο «αφορισμός» ότι αποφεύγουν να κατεβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας, γιατί δεν επιθυμούν να αντικρίζουν όλους αυτούς που περιφέρονται εκεί, τις διαθέσεις τους κ.λπ.
Το ΚΥΑΔΑ ασχολείται με όλους αυτούς τους ανθρώπους που οι υπόλοιποι αποφεύγουν. Τους ακούει, τους βλέπει, γιατί οι άστεγοι αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που ζει στον δρόμο.
Tο καλοκαίρι του 2013, τo KYAΔΑ πραγματοποίησε μια κατατοπιστική έρευνα στα όρια του Δήμου Αθηναίων με ιδιαίτερη έμφαση στο κέντρο, καταγράφοντας τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά μέσα από αυτές τις παρεμβάσεις. Η έρευνα αυτή αφορούσε την εμπειρία στους δρόμους της πόλης και όχι μια επιστημονική παρουσίαση του φαινομένου. Οι επιστήμονες που συμμετείχαν ενημέρωναν τους άστεγους για τη δυνατότητα βοήθειας που μπορούν να έχουν, τους καθοδηγούσαν σε αυτή την κατεύθυνση, τους παρέπεμπαν σε αρμόδιους φορείς, δημιουργώντας με αυτήν τη διαδικασία τη γέφυρα για το δεύτερο στάδιο, αυτό της συμβουλευτικής του δρόμου. Τα αριθμητικά στοιχεία είναι μια παρεμβατική καταγραφή και δεν αποτελεί καταγραφή ανθρώπων. Οριοθετεί τις προτεραιότητες δράσης της είτε από τον Δήμο Αθηναίων αποκλειστικά, είτε σε συνεργασία του με άλλους φορείς, είτε συνάπτοντας χορηγικές συμφωνίες με ιδιώτες.
Ο διεθνής όρος «street work», που στα ελληνικά μπορεί να μεταφραστεί ως «επιτόπια παρέμβαση», συνοψίζει το έργο του ΚΥΑΔΑ, ο οποίος στην ουσία επεμβαίνει με το επιστημονικό του προσωπικό όπου υπάρχει άστεγος και ανάγκη παρέμβασης. Το όφελος της επιτόπιας καταγραφής είναι ότι μειώνει την απόσταση που δημιουργεί η «εικονική πραγματικότητα», και δίνεται η δυνατότητα μέσω της παρατήρησης να εμβαθύνεις ώστε να υπάρχουν ολοκληρωμένα πειστικά συμπεράσματα.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ της εικόνας της ζωής του δρόμου από την πραγματικότητά της. Για αρχή στηρίχτηκε στα ήδη υπάρχοντα στοιχεία που υπήρχαν σε τηλεφωνικές και έγγραφες αναφορές πολιτών και φορέων για τα σημεία που βρίσκονται άστεγοι. Βάσει των πιο πάνω προκύπτει ότι: α) Οι πολίτες και οι φορείς έχουν ήδη διαμορφώσει μια εικόνα για τα σημεία της πόλης που ζουν άστεγοι, τι κάνουν, αν ενοχλούν ή κινδυνεύουν, β) Υπάρχει μια κατηγορία που δίνουν την εντύπωση ότι είναι άστεγοι λόγω του ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι συνεχώς στον δρόμο, αλλά δηλώνουν ότι έχουν στέγη και δεν επιθυμούν να ενταχτούν σε κάποιο πρόγραμμα φιλοξενίας, αυτό συνήθως αφορά τους επαίτες, και γ) Η συμπεριφορά των πολιτών απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους διαφέρει ανάλογα με την «επιβάρυνση της περιοχής», τη συμπεριφορά των αστέγων και την παιδεία των πολιτών απέναντι σε αυτό το φαινόμενο.
Το ΚΥΑΔΑ έχει μετατραπεί σε σάκο του μποξ των παραπόνων των πολιτών, όπως π.χ. «δεν κάνετε τίποτα για να τους μαζέψετε». Η αντίδραση των πολιτών είναι αντιστρόφως ανάλογη της συμπεριφοράς των αστέγων, επιθυμώντας η περιοχή τους να απαλλαγεί από άστεγους που έχουν επιθετική ή προσβλητική συμπεριφορά απέναντί τους, μη μπορώντας να κατανοήσουν την ενίοτε προβληματική ψυχοσύνθεσή τους, καθώς επίσης όταν θεωρούν ότι αποτελούν εστία μόλυνσης «στο σκουπιδαριό που μένουν» – χαρακτηριστική η φράση τους. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη συμπεριφορά για τους συμπαθείς αστέγους, όπου η γειτονιά τούς «φροντίζει» δίνοντάς του χρήματα και φαγητό.
Η διαφορετικότητα αυτής της έρευνας από τις προηγούμενες έγκειται στο ότι οι επιστημονικές ομάδες πήγαιναν πρωί, μεσημέρι και βράδυ σε σημεία και σε στέκια αστέγων, μοιράζοντας καθημερινά κουβέρτες, φαγητό και ροφήματα, με ταυτόχρονη προτροπή να καταφύγουν σε κλιματιζόμενους χώρους του Δήμου, καθώς και η κλήση ασθενοφόρων όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο. Με τη νέα αυτή προσέγγιση επιχειρήθηκε στο μέτρο του δυνατού να γίνει μια ποσοτική και ποιοτική χαρτογράφηση των ανθρώπων που είναι ορατοί στην πόλη, με σκοπό την καταγραφή των αναγκών και την προώθησή τους σε δομές και προγράμματα όπου ήταν εφικτό. Η διαφορά με το παρελθόν συνίσταται στο ότι οι παρεμβάσεις έγιναν μέσω της εντατικής αναζήτησης στους δρόμους, και όχι λόγω αναφορών συγκεκριμένων περιπτώσεων και με γνώμονα τις απόψεις των πολιτών καθώς και τους ορισμούς για τους αστέγους.
Διαφορές και ομοιότητες αστέγων και επαιτών
Ομοιότητες
Α) Είναι ορατοί στη θέα μεγάλου πληθυσμού της πόλης.
Β) Συμβάλλουν σημαντικά στη ζωή και στην εικόνα της πόλης, ανήκουν και αυτοί στο προφίλ της.
Διαφορές
Α) Η ουσιαστική διαφορά έγκειται στη μορφή ψυχολογικής ή υλικής στήριξης που θα μπορούσαν να δεχτούν, π.χ. ενώ ο επαίτης λέει στους περαστικούς ότι μένει στον δρόμο, στις ομάδες απαντά ότι έχει σπίτι.
Β) Οι άνθρωποι που διαβιούν στον δρόμο ζουν σε ανοιχτούς χώρους συνεχώς και καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ωρου. Ωστόσο η έρευνα ασχολήθηκε και με τους επαίτες, λόγω του ότι δίνουν την εντύπωση στην εικόνα της πόλης ότι ζουν στους δρόμους.
Από τον δρόμο στη δομή
Όσο κοινή είναι η θέαση των αστέγων, άλλο τόσο κοινά είναι και τα ισχυρότατα στερεότυπα που πλαισιώνουν το φαινόμενο της αστεγίας. Ακούγονται συχνά κλισέ φράσεις όπως «μένουν στον δρόμο γιατί δεν υπάρχουν δομές» ή «δεν υπάρχουν προγράμματα, το κράτος δεν ενδιαφέρεται». Η αλήθεια είναι ότι πράγματι δεν υπάρχουν αρκετοί χώροι εκεί όπου ένας άστεγος θα ικανοποιήσει τις προσωπικές του ανάγκες, π.χ. να πλυθεί, καθώς και της ανάγκες επιβίωσης, όπως αυτές του φαγητού και του ύπνου. Το ρητορικό ερώτημα που προκύπτει είναι: αν υπήρχαν επαρκείς χώροι, δεν θα υπήρχαν άνθρωποι στον δρόμο; Το ερώτημα αυτό βέβαια δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό και κοινωνικό επιχείρημα για κόστος αναξιοποίητο από «άδειους» χώρους. Είναι ανάγκη να δημιουργηθούν περισσότεροι χώροι φιλοξενίας και ας μην υπάρχει η αντίστοιχη πληρότητα.
Το δεύτερο στερεότυπο αφορά διαμαρτυρία, όπως «γιατί δεν τους μαζεύετε από τον δρόμο;» είτε από ενδιαφέρον, ή από αηδία, να «εξαφανιστούν», να μην είναι ορατοί, λες κι έτσι θα πάψει να υπάρχει το πρόβλημα της μη στέγασης. Οι άνθρωποι-κάτοικοι των δρόμων, όσο και να το ξεχνάμε, έχουν πλήρη και ισότιμα δικαιώματα. Η μεγαλύτερη κατηγορία που δέχεται η υπηρεσία του Δήμου –αναφερόμαστε σε Δήμους που έχουν προγράμματα επανένταξης, γιατί δεν υπάρχει ο ίδιος ζήλος από όλους τους Δήμους–, είναι ότι κακώς δεν ασκείται βία για τη μεταφορά τους. Η απάντηση ότι απαιτείται συναίνεση και ψυχοκοινωνική στήριξη δεν επιβάλλεται και δεν πείθει, καθώς θεωρούν ότι οι αδύναμοι και ανήμποροι αυτομάτως μετατρέπονται σε έρμαια της κάθε εξουσίας, χωρίς δικαίωμα επιλογής. Οι πολίτες πεπεισμένοι για την ανεπάρκεια του κράτους αντιμετωπίζουν αυτές τις απαντήσεις ως γραφειοκρατικές με έλλειψη προθυμίας.
Το τρίτο στερεότυπο αφορά την αντίληψη ότι τα προγράμματα στέγασης απευθύνονται γενικώς σε όλους όσοι διαβιούν στον δρόμο. Αυτή η αντίληψη είναι τόσο ισχυρή γιατί ακόμα και φορείς δείχνουν να μην το κατανοούν. Πολύ συχνά υπάρχει μιας μορφής ένταση στα δημόσια νοσοκομεία, με την αντίστοιχη δημοτική υπηρεσία σχετικά με άπορους και άστεγους ασθενείς που είτε είναι εγχειρισμένοι είτε μη αυτοεξυπηρετούμενοι, λόγω του ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί από τους ξενώνες αστέγων. Η αλήθεια είναι ότι οι ξενώνες αστέγων και τα προγράμματα στέγασης δεν είναι δομές για μη αυτοεξυπηρετούμενους. Οι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είτε είναι εξαρτημένοι από ουσίες, είτε έχουν ψυχικά νοσήματα, η φροντίδα τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από δομές εξειδικευμένης φιλοξενίας. Το ότι δεν υπάρχει η χρειαζούμενη μέριμνα για κάτι τέτοιο είναι ένα προσθετικό στοιχείο στη συμπεριφορά του κράτους έναντι των πολιτών του. Ο ξενώνας αστέγων αποτελεί μια μικρή κοινωνία, με στήριξη ώστε να προχωρήσουν αυτόνομα πια στην επανένταξη.
Το τέταρτο στερεότυπο –εξίσου ισχυρό– αφορά στην αντίληψη των ανθρώπων της αστικής κανονικότητας που θεωρούν αυτονόητο και χωρίς δυσκολία ότι οι άστεγοι των δρόμων πρέπει να εγκαταλείψουν αυτόν τον τρόπο ζωής για να ενταχτούν σε δομές φιλοξενίας. Αυτή η αντίληψη βασίζεται στην απέχθεια και στον φόβο που νιώθει ο πολίτης για τη ζωή στον δρόμο και τους κινδύνους που διατρέχει κάποιος ζώντας με αυτό τον τρόπο. Επιπλέον είναι και η «εχθρότητα» απέναντι στο διαφορετικό, το έξω από τα δεδομένα και κοινωνικά αποδεκτό.
Ωστόσο, τόσο οι αριθμοί όσο και η εμπειρία δείχνουν ότι η συμπεριφορά του αστέγου δεν ακολουθεί αυτή την ευνόητη πορεία. Όλα αυτά τα στερεότυπα, οι απαντήσεις, οι εσφαλμένες αντιλήψεις αποτέλεσαν και ένα μέρος της δουλειάς των επιστημονικών ομάδων, γι’ αυτό και η έρευνα είχε εξωστρεφή χαρακτήρα. Έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα στερεότυπα των ανθρώπων και στη συνέχεια οι απαντήσεις έπρεπε να ήταν πειστικές, διότι η εμπιστοσύνη των πολιτών κρίνεται απαραίτητη για τη στήριξη του εγχειρήματος, αλλά και για το έργο της υπηρεσίας. Η αλληλεγγύη και η αλληλοϋποστήριξη είναι αναγκαίες και αποτελούν καταστατικό σκοπό του ΚΥΑΔΑ. Μαθαίνοντας την ύπαρξή του και τη δουλειά του στους Αθηναίους και μέσω επιχειρημάτων, η κοινωνία μπορεί να πειστεί και να ταχτεί με το μέρος του. Χρειάζεται κατανόηση ότι οι πραμάτειες ενός αστέγου που τις αφήνει δίπλα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας είναι στην ουσία το «φορητό» σπίτι και βιός του. Οι άστεγοι δεν είναι μια ομοιογενής μάζα αλλά ξεχωριστές προσωπικότητες με κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Η δυσκολία του εγχειρήματος έγκειται στο χρονικό διάστημα που διαβιούν οι άστεγοι στον δρόμο. Όσο μεγαλύτερο είναι, τόσο περιχαρακώνονται και υπερασπίζονται την απομόνωσή τους. Δεν μένει στον δρόμο λόγω εξωστρέφειας, αλλά επειδή έχει παραιτηθεί από την αυτοφροντίδα του. Δεν τον ενοχλεί το μη συχνό μπάνιο, του αρκούν τα περισσεύματα των εστιατορίων για φαγητό. Η αυτοεγκατάλειψη οδηγεί στην πιο σκληρή απομόνωση.
Πώς επιτυγχάνεται το σπάσιμο της απομόνωσης του άστεγου; Με ποιον τρόπο τον πλησιάζεις ώστε να εμπιστευτεί και να θεωρήσει πως είναι προς όφελός του η συνεργασία με τους φορείς; Το θέμα δεν είναι πόσο και αν είναι ομιλητικοί οι άστεγοι όσο οι απαντήσεις –εκείνων που τελικά δέχονται να μιλήσουν– να είναι ειλικρινείς χωρίς διάθεση υπεκφυγών ή αντιφάσεων.
Λόγω του ότι οι άστεγοι συνεχώς μετακινούνται, αυτή η «συνήθεια» δυσχεραίνει τις επαναλαμβανόμενες συναντήσεις-προσεγγίσεις που είναι απαραίτητες για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης. Ακόμα όμως και να υπάρχει η εξασφάλιση των πιο πάνω, το πρώτο βήμα του άστεγου για να φιλοξενηθεί σε δομή, έστω για ένα μπάνιο μόνο, εξακολουθεί να παραμένει αβέβαιο και μετέωρο. Ο κοινωνικός επιστήμονας πρέπει να πείσει τον άστεγο ότι η υγιεινή και η σίτιση σε δομή φιλοξενίας είναι προτιμότερη από το τυχαίο της βοήθειας ή της τύχης. Στον χώρο της φιλοξενίας ο άστεγος αποκτά ένα πρόσωπο, αυτό της οργανωμένης κοινωνίας με άσκηση δικαιώματος και με υποχρέωση την τήρηση κανόνων οργανωμένων χώρων. Ο άστεγος που δέχεται αυτή την αμφίδρομη σχέση αρχίζει την επανένταξή του. Η προσωπική υγιεινή είναι το πρώτο σημάδι απομάκρυνσης από την αυτοεγκατάλειψη. Το δεύτερο σημαντικό βήμα είναι να κάνει ιατρικές εξετάσεις. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι ο άνθρωπος του δρόμου επ’ ουδενί δεν πρέπει να νιώσει ότι περιορίζεται η ελευθερία του, γι’ αυτό και οι χώροι υποδοχής που είναι περιορισμένης ώρας παραμονής για τον άστεγο είτε για να φάει, να κάνει μπάνιο και σποραδικά να κοιμηθεί, τον προετοιμάζουν ψυχολογικά για την επανένταξή του. Τόσο στον δρόμο όσο και στον ξενώνα ελλοχεύει μια μορφή κινδύνου – στον δρόμο ο εθισμός στην έλλειψη δεσμεύσεων, ενώ στον ξενώνα μπορεί να υπάρξει εξάρτηση από τους κανόνες της ολοκληρωμένης φροντίδας, δηλαδή την «ιδρυματοποίηση». Γι’ αυτό οι ξενώνες ολοκληρωμένης φροντίδας έχουν δεχτεί κριτική και αμφισβήτηση. Η συγκεκριμένη έρευνα και ανάλυση αφορά μόνο αστέγους που διαβιούν στον δρόμο, οι οποίοι δεν είναι χρήστες ουσιών, ψυχικά νοσούντες, ή με κινητικά προβλήματα, μετανάστες και πρόσφυγες, γιατί η ενταξιμότητα όλων αυτών πραγματοποιείται μέσα από διαφορετικούς τρόπους παρέμβασης.
Επικεφαλής της έρευνας ήταν η κυρία Δήμητρα Νούση, τότε Διευθύντρια ΚΥΑΔΑ.
Δημήτρης: «Όπου δρόμος και μαξιλάρι»
«Δούλευα σαν υπάλληλος του Δήμου στα απορριμματοφόρα, είχα τα πάντα και ζούσα μια ζωή όπως όλοι μας. Μέχρι που απολύθηκα και το ένα έφερε το άλλο. Μετά από λίγο καιρό δεν είχα χρήματα ούτε για να ταΐσω τα τέσσερα παιδιά μου, ήμουν χωρισμένος και τα παιδιά τα πήρε η πεθερά μου. Σήμερα είναι από 35 έως 22 χρονών, έχουμε αρχίσει να μιλάμε στο τηλέφωνο αλλά τίποτα περισσότερο προς το παρόν. Αργότερα, ίσως… Δεν το ξέρω, αλλά έχω μάθει να μη ζω με τέτοιες σκέψεις. Στον δρόμο βγήκα το 2012 ξεκινώντας από την πλατεία Συντάγματος τότε με τους αγανακτισμένους. Οι λόγοι πολλοί, υπήρχαν σκηνές για να κοιμηθώ, φαΐ και πολύς κόσμος, ώστε να έχεις μια συντροφιά, να μιλάς με ανθρώπους. Μετά ήρθαν τα ζόρικα, μόνος και μοναχός, που λένε, ξεκίνησα να κοιμάμαι στο Ζάππειο, Πλάκα, σε γιαπιά, κάτω στην παραλία, στον Άγιο Γιάννη στη Βουλιαγμένη. Εκεί κοντά στον Νέο Κόσμο είχα βρει ένα καφενείο, έκανα κάποια θελήματα και μου έδιναν ένα πιάτο φαΐ. Εν τω μεταξύ είχα ακούσει από κάτι σκόρπιες κουβέντες άλλων αστέγων, μη νομίζεις ότι έχουμε πολλά πάρε-δώσε μεταξύ μας, ο καθένα μας είναι κλεισμένος στην ψυχή του, δεν ανεβαίνουν οι κουβέντες, εκτός από τα τυπικά για κάποια ΜΚΟ του Βιταλάκη, πήγαινα εκεί για να φάω και να κάνω ένα μπάνιο και άκουγα κηρύγματα και συζητήσεις για τον Θεό. Πέρασα και από την Πειραιώς για ένα χρόνο στα γεύματα του Δήμου, αλλά επειδή έρχονταν και πολλοί ξένοι φοβόμουνα να μην κολλήσω τίποτα. Έχω φάει και στην κουζίνα του Άλλου Ανθρώπου του κ. Κώστα. Παρόλο που συναντιόμουνα με άλλους άστεγους στα συσσίτια, κανείς δεν μου μίλησε για το πολυδύναμο, ούτε για τους ξενώνες. Δεν με βρήκαν άνθρωποι του Δήμου για να με ενημερώσουν, δεν είμαι από εκείνους που φοβούνται να μιλήσουν, απλά δεν με πλησίασε κανείς, ίσως επειδή δεν είχα σταθερό σημείο. Αν θες πίστεψέ το, ούτε για το περιοδικό Σχεδία ήξερα, να έβγαινα και εγώ για κανένα μεροκάματο. Και για τον ξενώνα του Πολυδύναμου από έναν φίλο μου το έμαθα, και έτσι ήρθα. Είχε αρχίσει η πρώτη καραντίνα της άνοιξης και τα πράγματα είχαν αγριέψει. Αδειανοί δρόμοι, δυσκολία να βρεις φαΐ. Η πείνα και το κρύο με γονάτισαν, το ψυχολογικό όχι, δεν με πήρε από κάτω. Δεν καπνίζω κιόλας για να μου λείψει το τσιγάρο. Κρατήθηκα από την πίστη μου στον Θεό. Στον εαυτό μου δεν λέω τίποτα, εκτός από το ότι αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Φυσικά και κάνω σχέδια, το πρωτεύον για μένα είναι να ξαναρχίσω τη ζωή που ζούσα. Κάνω διάφορες αιτήσεις για δουλειά και εδώ στον Δήμο να δουλέψω σαν εθελοντής. Όχι, δεν έχουμε πολλά πάρε-δώσε μεταξύ μας στον ξενώνα, ο καθένας είναι στον κόσμο του, με πολύ λίγο κόσμο μπορείς να μιλήσεις. Η κοινωνική υπηρεσία, οι γιατροί μάς φροντίζουν με το παραπάνω, η αλήθεια να λέγεται, θέλουν και αυτοί να περνάμε καλά. Απορείς που τα παράθυρα του κτιρίου έχουν σίδερα; Είναι για να μην αυτοκτονήσει κανείς…»
Αντώνης Ρόμπος: Ο ανθρώπινος ακτιβιστής
«Ως ακτιβιστής γιατρός είχα ήδη μακρά προϋπηρεσία σε χώρους αλληλεγγύης ως εθελοντής Νευρολόγος-Ψυχίατρος, φροντίζοντας πρόσφυγες, μετανάστες και φτωχούς Έλληνες σε ΜΚΟ και κοινωνικά ιατρεία. Στον ΚΥΑΔΑ είχα τη δυνατότητα να προσφέρω πολλά σε ένα τεράστιο επίπεδο αναγκών που αφορούσε τους αστέγους. Ήμουν στη θέση του αντιπροέδρου για μια τετραετία επί δημαρχίας Καμίνη. Με τη βοήθεια του ΔΣ, της διευθύντριας κυρίας Νούση και του προσωπικού οργανώσαμε με δική μου επίβλεψη ένα κοινωνικό ιατρείο, το οποίο παρείχε πρωτοβάθμια περίθαλψη τόσο στους προσερχόμενους για τα συσσίτια στον χώρο του ΚΥΑΔΑ, όσο και στους φιλοξενούμενους αστέγους στους δύο ξενώνες φιλοξενίας του. Εκτός από την παρουσία μου όπου χρειαζόταν ως ιατρός συμμετείχα και σε ομάδες street work, όπου με την υπόλοιπη ομάδα συναντούσαμε, συνομιλούσαμε και φροντίζαμε τους άστεγους που ζούσαν στον δρόμο. Η προσπάθειά μας ήταν να τους προσελκύσουμε στις μονάδες φιλοξενίας, ωστόσο δυστυχώς οι ιδιαίτερες προσωπικότητες ή οι ψυχικές διαταραχές αυτών των ατόμων ακύρωναν τις περισσότερες φορές αυτή την προσπάθειά μας. Κατά τους χειμερινούς μήνες των χρόνων της κρίσης, ενεργοποιούσαμε τις θερμαινόμενες αίθουσες και πηγαίναμε στα γνωστά σημεία των αστέγων για να μοιράσουμε σάντουιτς, σοκολάτα ρόφημα και κουβέρτες. Τους κατευθύναμε ή τους μεταφέραμε στις οργανωμένες αίθουσες στο Γκάζι, ωστόσο δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αρνιόνταν να αφήσουν το σημείο διαμονής τους. Θυμάμαι ότι στην αυλή του ΚΥΑΔΑ είχαμε δημιουργήσει με τη συμμετοχή ενός καλλιτέχνη-ηθοποιού μια ομάδα που απασχολούσε δημιουργικά παιδιά προσφύγων με αποτελέσματα εντυπωσιακά. Αν για κάτι είμαι ηθικά ικανοποιημένος είναι ότι καταφέραμε άτομα που φιλοξενούνταν στους ξενώνες και είχαν παραιτηθεί από τη ζωή τους να κινητοποιηθούν και να κοινωνικοποιηθούν ξανά. Εν κατακλείδι, η εμπειρία μου από τον ΚΥΑΔΑ αναφέρεται σε μια χρονική περίοδο έντονα φορτισμένη που δοκιμαστήκαμε και αντέξαμε».
Ποτέ κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τι μπορεί να αντέξει, αυτό το μέτρημα της αντοχής έχει να κάνει μόνο με επίθεση ζωής, να την αρπάξεις και να συνεχίσεις να ζεις όπως και να είναι εκείνη, ό,τι και να σου φέρνει. Φεύγοντας από το Κέντρο ανάβω το τσιγάρο μου, αφού σε αντίθεση με την απογευματινή μου παρέα είμαι καπνίστρια. Τα χαμόγελα και η ευγένεια των ανθρώπων, οι στολισμένες αίθουσες, σκιάζονται από μια κουβέντα: «Αυτές οι σιδεριές είναι για να μην αυτοκτονήσει κανείς», σε αυτή την πόλη της βιτρίνας και της εικόνας...