Η απαισιοδοξία ποτέ δεν κέρδισε καμία μάχη, είχε πει ο Αμερικανός στρατηγός και Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.
Δυστυχώς, εμείς φαίνεται ότι βγαίνουμε από τον «πόλεμο» της πανδημίας αλλά είμαστε έτοιμοι να χάσουμε την επόμενη «μάχη», καθώς οι Έλληνες, ως προς τις εκτιμήσεις τους για το πότε θα σταματήσει ο φόβος της πανδημίας να επηρεάζει τον τρόπο ζωής τους, εμφανίζονται πιο απαισιόδοξοι από τους καταναλωτές των άλλων χωρών.
Το 59% μάλιστα των Ελλήνων εκτιμά πως ο φόβος της πανδημίας θα συνεχίσει να υπάρχει για πάνω από έναν χρόνο ακόμη, ωστόσο βιάζονται να επανέλθουν σε μια μορφή κανονικότητας και δηλώνουν πιο έτοιμοι από τους καταναλωτές άλλων χωρών.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την έρευνα «Future Consumer Index Ελλάδα 2021», της ΕΥ Ελλάδος, η οποία διεξήχθη με τη συνεργασία τής MRB, σε δείγμα Ελλήνων καταναλωτών, μεταξύ 9 και 15 Απριλίου 2021.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παγκόσμια έρευνα της EY δείχνει ότι οι ανησυχίες από την επέλαση της πανδημίας επικεντρώνονται, κυρίως, στον αντίκτυπό της στην ελληνική οικονομία (77%) και την κοινωνία (66%), καθώς και τη δυνατότητα να απολαύσουν ελεύθερα τη ζωή τους (71%), ενώ ακολουθούν οι επιπτώσεις στην προσωπική οικονομική κατάσταση (56%) και την υγεία της οικογένειας (53%).
Αλλά πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού με βάση και εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και διεθνών οίκων, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, φυσικά και η Ελλάδα, θα βρεθούν σεχειρότερη θέση δημοσιονομικά το 2022 σε σχέση με το 2019, και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια μακροπρόθεσμη αρνητική επίδραση της πανδημίας.
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι, μετά το 2022, μπορεί να χρειαστεί αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια στην πτωτική πορεία του χρέους – και μάλιστα μπορεί να αποδειχθεί πολύ δύσκολο «στοίχημα», αφού οι εκλογές στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία σε συνδυασμό με τη χαλαρή νομισματική πολιτική ενδέχεται να μειώσουν τη διάθεση για διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα.
Με δεδομένη πάντως σήμερα την κυρίαρχη ανησυχία για τον αντίκτυπο της πανδημίας στην οικονομία, οι Έλληνες καταναλωτές δηλώνουν ότι ξοδεύουν σήμερα λιγότερο (60%) και αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα (43%), ενώ η τιμή των προϊόντων και υπηρεσιών έχει γίνει μακράν το σημαντικότερο κριτήριο αγοράς (67%).
Είναι αξιοσημείωτο ότι η τάση αυτή δεν αναμένεται να αλλάξει στο εγγύς μέλλον, καθώς η τιμή θα παραμείνει, με διαφορά, το σημαντικότερο κριτήριο για τις αγορές και κατά την επόμενη τριετία (79%). Για την πλειοψηφία των προϊόντων, οι Έλληνες θα συνεχίσουν να ξοδεύουν στο μέλλον τα ίδια με την περίοδο της πανδημίας, ενώ, στις περιπτώσεις όπου οι δαπάνες ενδέχεται να αλλάξουν, κατά κανόνα θα μειωθούν.
Ωστόσο, σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας για το μέλλον, αρκετοί καταναλωτές δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για προϊόντα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ανάμεσα σε αυτά, περιλαμβάνονται προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα (34%), προϊόντα υψηλής ποιότητας (30%) και προϊόντα που υπόσχονται άνεση, πρακτικότητα και ευκολία (29%).
Επίσης, η πανδημία έχει αλλάξει και τον τρόπο που οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν και επιλέγουν τα brands. Δύο στους πέντε (41%) έχουν αλλάξει τις μάρκες που αγοράζουν, είτε για να μειώσουν τα έξοδά τους (23%), είτε για να υποστηρίξουν την τοπική οικονομία, τις τοπικές επιχειρήσεις ή τα καταστήματα της γειτονιάς τους (23%), είτε έχουν στραφεί σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (15%).
Την ίδια ώρα, η εμπειρία της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης έχει ευαισθητοποιήσει τους καταναλωτές ως προς την ανάγκη οι επιχειρήσεις να έχουν έναν θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία, αυξάνοντας τις προσδοκίες από τα brands. Τρεις στους τέσσερις καταναλωτές (73%) θεωρούν ότι τα brands πρέπει να συμπεριφέρονται με ηθικό τρόπο και σύμφωνα με τις προσδοκίες της κοινωνίας, και δύο στους τρεις (66%) θεωρούν ότι τα brands έχουν την υποχρέωση να γίνουν καταλύτες θετικής αλλαγής στον κόσμο. Ωστόσο, μόνο 24% των καταναλωτών δηλώνουν ότι είναι ικανοποιημένοι από τις υπάρχουσες δράσεις και πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν τα brands.
Και εάν μία επιχείρηση μέσα από μία ενέργειά της κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, οι Έλληνες εμφανίζονται αποφασισμένοι, και πιο έτοιμοι από τους καταναλωτές άλλων χωρών, να την τιμωρήσουν, διακόπτοντας (63%) ή μειώνοντας (51%) τις αγορές των προϊόντων της, παροτρύνοντας άλλους να κάνουν το ίδιο (47%), ή μέσω αρνητικών σχολίων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (23%).
Ένα ακόμη εντυπωσιακό εύρημα της έρευνας είναι ότι, παρά την οικονομική στενότητα, ένας στους τρεις καταναλωτές, όταν αυτο-προσδιορίζεται, θέτει τον πλανήτη (18%) και την κοινωνία (14%) στο επίκεντρο. Παράλληλα, πάνω από τους μισούς (53%) δηλώνουν ότι θα δίνουν στο μέλλον μεγαλύτερη έμφαση στον περιβαλλοντικό ή στον κοινωνικό αντίκτυπο των προϊόντων που αγοράζουν. Οι τοποθετήσεις, όμως, αυτές, δεν μεταφράζονται πάντα σε ανάλογες καταναλωτικές επιλογές και συμπεριφορές, ή σε διάθεση στήριξης ή επιβράβευσης των επιχειρήσεων που ευθυγραμμίζονται με αυτές τις επιταγές. Ακόμη και μεταξύ όσων αυτο-προσδιορίζονται ως Planet First, λιγότεροι από ένας στους τρεις (29%) είναι πρόθυμοι να πληρώσουν παραπάνω για περισσότερο βιώσιμα αγαθά και υπηρεσίες, ενώ, μεταξύ των Society First, μόλις ένας στους πέντε (20%) θα ξόδευε παραπάνω για μάρκες που συνεισφέρουν στο κοινωνικό σύνολο.
Προσδιορίζοντας τη στάση και τις απόψεις τους για τη ζωή μακροπρόθεσμα, οι Έλληνες προτάσσουν την επαναξιολόγηση του χρόνου που αφιερώνουν σε ό,τι έχει αξία για τους ίδιους, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από τους καταναλωτές άλλων χωρών.
Λέτε να βρούμε και πάλι τις παλιές καλές αξίες μας; Σίγουρα η πανδημία ήταν ευκαιρία ανασυγκρότησης, ενδοσκόπησης, ενώ έφερε στο φως και πολλά προβλήματα εντός και εκτός οικογενειακών τειχών.
Αλλά, όπως λέει και ο σοφός λαός, δύο είναι τα αποτελέσματα κάθε κρίσης: δυσκολίες και ευκαιρίες. Επομένως, ας μην αφήσουμε την τρέχουσα υγειονομική κρίση να πάει χαμένη, ας επενδύσουμε στις ευκαιρίες τού αύριο.