ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ 1827
Ομογένεια: Μία ιστορική εκδήλωση για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση στη Νέα Υόρκη.
«Εντελώς ελεύθερος ένιωθα μόνο όταν παιδάκι ξυπόλητο πιλαλούσα στους μπαξέδες του Καρατάσι... Μόλις φορούσα τα πέδιλά μου και πατούσα καλντερίμι στη Σμύρνη, ήξερα πως ήμουνα σκλάβος... Κι όταν αργότερα περπάτησα με λουστρίνι παπούτσι στο Μπουένος Άιρες, κατάλαβα ότι η σκλαβιά μου ήταν οριστική...»
Και αυτήν τη «σκλαβιά» την πλήρωσε πολύ ακριβά ο μεγιστάνας Αριστοτέλης Ωνάσης, όταν επί 20 ημέρες έκλαιγε πάνω από την άταφη σορό του γιου του, Αλέξανδρου, στον Σκορπιό, μιλώντας μαζί του καθημερινά, βάζοντας φαγητό και ποτό για δύο, και περιμένοντας ένα θαύμα που δεν ερχόταν. Μέχρι που τον απείλησε η Εκκλησία να θάψει το παιδί του ειδάλλως να το μεταφέρει σε μαυσωλείο στο Παρίσι. Και τότε δέχτηκε, αλλά δεν άντεξε να παραστεί στην κηδεία, που θα σήμαινε το οριστικό τέλος για τούτο το θαύμα που αποδείχτηκε άφαντο. Για εκείνον, που τις προηγούμενες ημέρες είχε δώσει εντολή στο ΚΑΤ και ταρίχευαν τον γιο του για να μη χάσει τη μορφή του, την ενέργειά του, το όνειρό του να τον δει συνεχιστή της δυναστείας του. Ποιο το όφελος να ζει, λοιπόν, χωρίς τον μονάκριβό του… Και σε δύο χρόνια έφυγε και ο ίδιος, δίνοντας την εντολή να ταφεί δίπλα σ’ εκείνον, τον πολυαγαπημένο του, που δίχως του δεν είχε νόημα η ζωή του, δίπλα σ’ εκείνον, μαζί να ξαναβρεθούν εκεί που σμίγουν οι ψυχές όταν αφήνουν κατάχαμα το γήινο περίβλημά τους…
Η ζωή του Αριστοτέλη Ωνάση φαντάζει ως παραμύθι. Πολύπλοκη, δυναμική, ερωτική, επιτυχημένη, αλλά χωρίς happy end.
Γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1906 στη Σμύρνη (κατ’ άλλους στις 15 Ιανουαρίου, αλλά εγώ προτιμώ στις 20, καθώς συμπίπτουν τα γενέθλια του ανθρώπου που θαύμασα με τα δικά μου).
Η οικογένειά του ήταν από τις πιο εύπορες. Ο πατέρας του, Σωκράτης Ωνάσης, ήταν από τους πλουσιότερους καπνέμπορους και επιχειρηματίες της Σμύρνης. Η μητέρα του Πηνελόπη Δολόγλου παντρεύτηκε στα 17 της χρόνια, αλλά πέθανε νέα στα 33 της. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε γεννηθεί η αδελφή του Άρτεμις. Έξι μήνες μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο πατέρας του κάνει τον δεύτερο γάμο του με την Ελένη, από την οποία ο Αριστοτέλης απέκτησε δύο αδελφές, τη Μερόπη και την Καλλιρρόη.
«Οι τραπεζίτες, οι έμποροι, οι βιομήχανοι, οι επιχειρηματίες, οι εφοπλιστές, δεν είναι υπεύθυνοι για τη φτώχεια που υπάρχει στον κόσμο, αλλά οι πολιτικοί των δημοκρατικών κρατών, όσο και οι παντοειδείς δικτάτορες. Κυρίως όμως, η ανθρώπινη φύση, παμφάγα, άπληστη και επαρμένη».
Η Μικρασιατική Καταστροφή είχε ως συνέπεια τη φυλάκιση του πατέρα του στις τουρκικές φυλακές και την αρπαγή της τεράστιας περιουσίας του από τους Τούρκους. Ήταν τότε που η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά, το 1923, ο Αριστοτέλης με περίπου 200 δολάρια στην τσέπη του μεταναστεύει στην Αργεντινή μαζί με άλλους χίλιους μετανάστες, όπου δούλευε αρχικά ως νυχτοφύλακας και λαντζέρης και στη συνέχεια τηλεφωνητής. Η τελευταία του αυτή δουλειά τον βοήθησε ν’ ανοίξει τα μάτια του, καθώς και να εξελιχθεί στις ξένες γλώσσες, για τα επόμενα βήματά του. Που ήταν να στέλνει δέρματα στην Ελλάδα και να παίρνει καπνό με τη συμβολή του πατέρα του, κάποιες φορές λαθραία, από την Τουρκία, ένα πεδίο γνωστό για τον 20χρονο Αριστοτέλη, αφού ο πατέρας του ήταν καπνέμπορος. Το δαιμόνιο επιχειρηματικό μυαλό του όμως δεν έμεινε στα στάσιμα. Έπρεπε να διαφημίσει τα δικά του τσιγάρα, τα οποία είχαν ροζ και χρυσαφί απόχρωση. Τη διαφήμιση ανέλαβε η διάσημη σοπράνο της Αργεντινής Κλαούντια Μούθιο, και η ερωτική του σχέση εκεί, που αγαπούσε το τούρκικο χαρμάνι και εμφανίστηκε στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας καπνίζοντας τα τσιγάρα του με τη μακριά πίπα της, κάνοντας τις γυναίκες της υψηλής κοινωνίας να τη μιμηθούν. Επιπλέον, ο Ωνάσης πέταγε στους σταθμούς των τρένων και των λεωφορείων άδεια κουτιά των τσιγάρων του, διαφημίζοντας τσάμπα το προϊόν του. Δέκα χρόνια κράτησε αυτή η επιχειρηματική του ενασχόληση, η οποία –μαζί με ένα «κόλπο» του, ραντίζοντας τα καπνά του με θαλασσινό νερό εν πλω, έτου έφερνε αποζημιώσεις από τις ασφαλιστικές εταιρείες– «από 15 δεματάκια ετησίως το 1924, έφτασα αισίως το 1934 σε 15.000 δέματα ετήσια εισαγωγή Εγγύς Ανατολής και πάσης άλλης προελεύσεως», όπως ο ίδιος έχει δηλώσει.
Ήταν πλέον η μεγάλη στιγμή της απογείωσής του. Η επιχείρηση με τα καπνά έβαινε προς το τέλος της, είτε διότι ο πατέρας του είχε στο μεταξύ πεθάνει, είτε διότι οι δασμοί ήταν πλέον υπέρογκοι. Η ναυτιλία όμως έλαμπε μπροστά τα μάτια του, καθώς παρουσίαζε ευκαιρίες καθώς ήταν η στιγμή που μπορούσε ν’ αγοράσει πάμφθηνα τον στόλο του.
Και το έκανε. Ήταν η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, και την έβλεπε να έρχεται. Και ήταν το ένστικτό του που τον οδηγούσε σε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, στέφοντάς τες με επιτυχία.
Έτσι και τώρα αφέθηκε να τον καθοδηγήσει. Το 1931 γίνεται υποπρόξενος της Ελλάδας στο Μπουένος Άιρες. Η θέση αυτή θα ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον του για τη ναυτιλία.
«Είναι οι πιο σκοτεινές στιγμές μας, που πρέπει να εστιάσουμε για να δούμε το φως».
Το 1932, μεσούσης της παγκόσμιας ύφεσης, αγοράζει από την Καναδική Εταιρεία Ατμόπλοιων έξι φορτηγά πλοία των 10.000 τόνων, απομεινάρια του Μεγάλου Πολέμου. Τo πρώτο του πλοίο φέρει το όνομα της αδελφής του: «Καλλιρόη». Άλλα δύο παίρνουν τα ονόματα των γονιών του. Τα «Ωνάσης - Πηνελόπη» και «Ωνάσης - Σωκράτης» ξεκινούν το μεγάλο ταξίδι στους εμπορικούς δρόμους της υφηλίου. Αμέσως μετά, αγοράζει το πρώτο του τάνκερ, και το μεγαλύτερο στον κόσμο, στο οποίο δίνει το όνομα «Άριστον», 15.000 τόνων.
Επιτέλους, τώρα πια μπορεί να μπει στους εφοπλιστικούς κύκλους της εποχής. Η ζωή του πλέον μοιράζεται ανάμεσα στο Παρίσι, το Μπουένος Άιρες, το Μόντε Κάρλο, το Μοντεβιδέο. Το 1940 θα τον βρούμε να μένει στη Νέα Υόρκη, και να κυκλοφορεί ως πετυχημένος ανάμεσα στους άλλους εφοπλιστές, ένας εκ των οποίων και ο Σταύρος Λιβανός. Το 1946 ο Ωνάσης παντρεύεται στη Νέα Υόρκη τη δεκαεφτάχρονη κόρη του Νιάρχου, Αθηνά (Τίνα), της οποίας το όνομα θα δώσει το 1953 στο πρώτο του υπερδεξαμενόπλοιο, 46.000 τόνων. Με την Τίνα θα αποκτήσει τα δύο του παιδιά, τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα, αλλά ο γάμος τους θα διαλυθεί το 1960.
Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του Αριστοτέλη Ωνάση αυξάνονται κατακόρυφα. Το 1954 υπογράφει μια συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία, η οποία προκαλεί την μήνη των ανταγωνιστών του. Εκείνος όμως βγαίνει κερδισμένος, κι αυτό ήταν που τον ενδιέφερε.
Το 1953 αποκτά τον έλεγχο της Εταιρείας Θαλασσίων Λουτρών του Μόντε Κάρλο, στην οποία ανήκουν το Καζίνο του Μόντε Κάρλο, ξενοδοχεία, θέατρα και άλλα ακίνητα.
Ως χαρακτήρας, ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν απλός και καταδεκτικός, γενναιόδωρος, γλεντζές, με πολλούς φίλους από το καλλιτεχνικό στερέωμα, όπως ο Χατζιδάκις, ο Κόκκοτας, ο Ζαμπέτας κ.ά., με τους οποίους συναναστρεφόταν είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό και χαλάρωνε μαζί τους με μουσική, ποτό και άπειρα αστεία. Εξάλλου, για όλα αυτά και όχι μόνο του είχαν αποδώσει το προσωνύμιο «Σμυρνιός Ζορμπάς».
Ο Ωνάσης συνήθιζε να λέει σε αυτές τις συναθροίσεις τους: «Ο πλούτος διασκεδάζει με τον νταλκά της φτώχειας...», με τον Μάνο Χατζιδάκι να του απαντά: «Και η φτώχεια καμαρώνει για τον πλούτο σας!».
Το 1956 έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή –μέχρι τότε οι Έλληνες πολιτικοί τον απαξιούσαν, ενώ ξένοι πολιτικοί, όπως ο Τσώρτσιλ (του οποίου η φράση προς τον Ωνάση, «από καταβολής κόσμου, ο λαός είναι ο αμνός-θύμα που τρέφει την αδηφαγία και την απληστία των λαίμαργων. Αλλά το κοπάδι αυξάνεται, προς όφελος των λύκων», δεν έφευγε από το μυαλό του Έλληνα Κροίσου), τον θαύμαζαν και ήταν τακτικοί φιλοξενούμενοι της «Χριστίνας» του– και αγοράζει από το ελληνικό Δημόσιο το προνόμιο εκμετάλλευσης του αποδυναμωμένου εθνικού αερομεταφορέα Τ.Α.Ε., ιδρύοντας την Ολυμπιακή Αεροπορία. Είναι ο ένας από τους δύο ιδιώτες στον κόσμο με δική τους αεροπορική εταιρεία (ο άλλος είναι ο Αμερικανός επιχειρηματίας Howard Hughes, της TWA).
Η εταιρεία του αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια με γρήγορο ρυθμό. Ο στόλος μεγαλώνει, όπως και το δίκτυο των εξωτερικών προορισμών της. Από τα μέσα της δεκαετίας 1960 μέχρι και το 2012, διάσημοι Έλληνες και ξένοι σχεδιαστές μόδας, όπως οι Jean Dessès (Γιάννης Ντεσσές), Κοκό Σανέλ, Πιερ Καρντέν, Γιάννης Τσεκλένης, Ρούλα Στάθη, Billy Bo, Ασπασία Τζερέλ και Τρουθ Κοντογιώργου, Μάκης Τσέλιος, Artisti Italiani, Νίκος και Σήλια Κριθαριώτη, αναλαμβάνουν να σχεδιάσουν τις στολές των αεροσυνοδών, ενώ πολλοί επώνυμοι ξένοι (ηθοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές) επιλέγουν την Ολυμπιακή για τις μετακινήσεις τους από και προς την Ελλάδα. Ήταν η εποχή που στην πρώτη θέση η εταιρεία προσέφερε γαρδένιες στις κυρίες και οι επιβάτες έτρωγαν με επίχρυσα και ασημένια μαχαιροπίρουνα.
«Να είσαι είτε πλούσιος είτε εχθρός του πλούτου. Τα κατανοώ και τα δύο. Αλλά ποτέ μη φθονείς τους πλούσιους και παράλληλα να προσπαθείς να τους ευχαριστείς».
Όσο για το λογότυπο της Ολυμπιακής, ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήθελε τους πέντε χρωματισμένους δακτύλιους του εμβλήματος των Ολυμπιακών Αγώνων, μα η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αντέδρασε, ζητώντας δικαιώματα. Για να προσπεράσει αυτά τα κωλύματα, ο Ωνάσης επέλεξε τους έξι δακτύλιους. Οι πρώτοι πέντε αναπαριστούν τις πέντε ηπείρους, ενώ ο έκτος την Ελλάδα. Τα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το κίτρινο, το κόκκινο, το μπλε και το λευκό.
Ο θάνατος του γιου του, όμως, του Αλέξανδρου, το 1973 αλλάζει την πορεία της Ολυμπιακής, καθώς ο Αριστοτέλης Ωνάσης παραιτείται από κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα. Τον Ιανουάριο του 1975 τη μεταβιβάζει στο Ελληνικό Δημόσιο και στις 15 Μαρτίου του ίδιου χρόνου πεθαίνει στο Παρίσι, αφήνοντας πίσω του 10.000 εργαζόμενους στους δρόμους και στις απεργίες, για να φτάσει ο κολοσσός που εκείνος δημιούργησε στη σημερινή του κατάσταση.
«Αν δεν υπήρχαν οι γυναίκες, όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα είχαν σημασία», είχε πει ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Φράση που τη μετάλλαξε σε πράξη κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η αγάπη του Ωνάση για τις γυναίκες έχει τις ρίζες της στα παιδικά του χρόνια, καθώς η μητέρα του –που πέθανε όταν ο ίδιος ήταν μικρός στα 33 της χρόνια–, η μητριά του την οποία παντρεύτηκε ο πατέρας του έξι μήνες μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας –την οποία ο Αριστοτέλης λάτρεψε και της αγόρασε αργότερα σπίτι στη Γλυφάδα–, οι τρεις αδελφές του, Άρτεμις, Μερόπη και Καλλιρόη –η Άρτεμις είχε απέναντί του και μητρικό προφίλ, καθώς ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερή του–, και η γιαγιά του η Γεσθημανή που ήθελε να τον κάνει παπά, ήταν οι πρώτες σπουδαίες γυναίκες στη ζωή του που λάτρεψε μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Στη δουλειά σου να είσαι σοβαρός και στη ζωή σου τρελός».
Κι ύστερα ήλθε ο έρωτας. Στο ταξίδι του στην Αργεντινή, η Κλαούντια Μούθιο, σταρ σοπράνο στην Όπερα του Μπουένος Άιρες, μπαίνει στη ζωή του, ή μάλλον εκείνος μπήκε στη δική της, η οποία τον προώθησε στα μεγάλα και σπουδαία σαλόνια, επεκτείνοντας τις γνωριμίες του, και προσδίδοντάς του στυλιστική εμφάνιση μεγάλου επιχειρηματία, ενώ διαφήμιζε και τα τσιγάρα του με τη μακριά πίπα της, κάνοντας τις γυναίκες να τη μιμηθούν, προς μεγάλη τέρψι του νεαρού Αριστοτέλη, βοηθώντας τον έτσι με τον τρόπο της να βγάλει τα πρώτα σοβαρά χρήματα από το καπνεμπόριο. Όταν αργότερα απέκτησε και το πρώτο του πλοίο, την εγκατέλειψε, για να περπατήσει σε άλλους δρόμους που του επεφύλασσε η ναυτιλία.
Το 1934, ο νεαρός εφοπλιστής γνωρίζει σε ένα ταξίδι του με υπερωκεάνιο από την Αργεντινή στην Ευρώπη τη Νορβηγίδα Ίνγκεμποργκ Ντέντιχεν, με την οποία έμεινε 12 ολόκληρα χρόνια.
Κι ενώ η Ίνγκεμπορ έμενε στη Νέα Υόρκη συνεχίζοντας τη σχέση της με τον Ωνάση, εκείνος πηγαινοερχόταν στο Λος Άντζελες, όπου τον φιλοξενούσε στο κρεβάτι της η πανέμορφη πλούσια κληρονόμος Τζέραλντιν Σπρεκλς, την οποία είχε γνωρίσει μέσω του Τούρκου πατριού της, που συμπαθούσε τον Ωνάση επειδή μιλούσε μαζί του τούρκικα.
Το 1943 γνωρίζεται με τη 16χρονη τότε Τίνα Λιβανού, κόρη του εφοπλιστή Σταύρου Λιβανού, την οποία ερωτεύεται και λίγο μετά την παντρεύεται και μένουν στο Παρίσι, αποκτώντας μαζί της τα παιδιά του Αλέξανδρο και Χριστίνα.
Το 1957, ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα γνωρίσει τη Μαρία Κάλλας –τον μεγάλο έρωτα της ζωής του– σε μια δεξίωση που διοργάνωσε η γνωστή κοσμικογράφος της εποχής, Έλσα Μάξγουελ. Αλλά καθώς είναι παντρεμένοι και οι δύο, ο κροίσος δεν έχει την ευχέρεια να τη φλερτάρει ανοιχτά. Όμως το ειδύλλιο μεταξύ τους θα αναπτυχθεί δύο χρόνια αργότερα, το 1959, όταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα καλέσει την τραγουδίστρια και τον σύζυγό της Μενεγκίνι σε μια κρουαζιέρα μαζί με τον ίδιο και την Τίνα Λιβανού. Την ίδια νύχτα, ο Ωνάσης και η Κάλλας εγκατέλειψαν τη θαλαμηγό με μια βάρκα, για να απομονωθούν σε μία ήσυχη παραλία, κάνοντας για πρώτη φορά έρωτα. Η παθιασμένη σχέση τους ήταν πλέον γεγονός, καθώς ερωτεύτηκαν βαθιά. Οι δυο εραστές θα πάρουν διαζύγιο από τους γάμους τους και θα συνεχίσουν ελεύθεροι να ζουν τον έρωτά τους για εννιά χρόνια («τα καλύτερα και τα χειρότερα της ζωής μου», σύμφωνα με την Κάλλας), γεμάτα επεισόδια με πάθος, έρωτα, βρισιές και δάκρυα. Και τότε ο Ωνάσης παντρεύεται. Αλλά όχι με την ντίβα της όπερας.
Βρισκόμαστε στο 1963. Η Ζακελίν (Τζάκι) Μπουβιέ-Κένεντι γεννάει το τρίτο της παιδί που σε λίγες ώρες πεθαίνει. Η αδελφή της, Λι Μπουβιέ- Ράτζβιλ, βρίσκεται μετά την κηδεία στην Αθήνα δειπνώντας με τον Αριστοτέλη Ωνάση, με τον οποίο είναι εραστές. Του αφηγείται πως η Τζάκι έχει πέσει σε κατάθλιψη, κι εκείνος την προσκαλεί στο σκάφος του, «Χριστίνα», για να ξεφύγει. Η πρόσκληση γίνεται δεκτή από την Τζάκι, και αρχίζει ένα φλερτ που βολεύει και τους δύο: εκείνη για τα χρήματα του Ωνάση, κι εκείνον για να έχει πρόσβαση στον Λευκό Οίκο. Αν και μετά τη δολοφονία του συζύγου της η Τζάκι έκανε αρκετές ερωτικές σχέσεις, κατέληξε να δεχτεί την πρόταση γάμου του Έλληνα μεγαλοεπιχειρηματία, και έτσι παντρεύτηκαν στον Σκορπιό στις 20 Οκτωβρίου του 1968. Ο «γάμος του αιώνα», όπως τον αποκάλεσαν τα διεθνή ΜΜΕ, είχε επιτευχθεί, γκρεμίζοντας από το ιερό της βάθρο την «ιερή χήρα» των ΗΠΑ. Μόνο που ο γάμος τους γρήγορα έγινε συμβατικός, με το ζευγάρι να συναντιέται σπάνια και τυπικά, ζώντας χωριστά εκείνη στο διαμέρισμά της στην 5η Λεωφόρο, εκείνος στη σουίτα του στο τελευταίο πάτωμα του «Πιερ». Για διαζύγιο ούτε λόγος, καθώς αφενός δεν έπρεπε να χαθεί το λαμπερό φως του Λευκού Οίκου και η «εκδίκηση» του Ωνάση προς τους Αμερικανούς για τις παλαιότερες συμπεριφορές τους απέναντί του, κλέβοντας τη χήρα του πιο αγαπητού προέδρου της χώρας, και αφετέρου επειδή στο προγαμιαίο συμβόλαιο η Τζάκι είχε βάλει σκληρούς όρους: τρία εκατομμύρια δολάρια για την ίδια, ένα για κάθε παιδί της, όλες της δαπάνες της για όσο θα κρατούσε ο γάμος, 200.000 δολάρια κάθε χρόνο για όλη της τη ζωή, αν ο Αριστοτέλης πέθαινε πρώτος. Και πράγματι, εκείνος «έφυγε» πρώτος το 1975, ενώ η ίδια το 1994 από καρκίνο.
Ωστόσο, αυτές ήταν οι γυναίκες που έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή του Αριστοτέλη Ωνάση. Δεν ήταν όμως και οι μοναδικές. Από τη ζωή του Έλληνα Κροίσου πέρασαν πολλές ακόμα διάσημες γυναίκες, όπως η Εύα Περόν, η Μέρλιν Μονρόε, η Γκλόρια Σουανσόν και η Γκρέτα Γκάρμπο.
Η γνωριμία του Αριστοτέλη Ωνάση στην Αμερική με τον αυτοδημιούργητο μεγαλοεπιχειρηματία Γεώργιο Φίλιππα, που οι εκεί ομογενείς τον προσφωνούσαν «Τρούμαν», και ιδιοκτήτη της νήσου «Σκορπιός», κέντρισε το ενδιαφέρον του Έλληνα εφοπλιστή. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε δει τον Σκορπιό σε ένα από τα ταξίδια του στο Ιόνιο, με τη θρυλική θαλαμηγό του «Χριστίνα» και είχε μαγευτεί από την παρθένα ομορφιά του. Οι δύο άνδρες ήρθαν σε συμφωνία για να αγοράσει ο Ωνάσης το νησί και η αγοραπωλησία υλοποιείται στο Σικάγο το 1963. Αμέσως μετά, ο Ωνάσης αλλάζει όψη στο νησί. Εξασφάλισε ρεύμα με γεννήτριες και νερό από τη Λευκάδα. Φυτά, δρόμοι, τροπικά πτηνά, μαρίνα, ελικοδρόμιο, η περιβόητη ροζ βίλα και πολυτελείς σουίτες ήταν πράγματα που ομόρφυναν αλλά και διευκόλυναν τους συχνούς και επίσημους επισκέπτες του Έλληνα Κροίσου. Πέντε χρόνια χρειάστηκαν για να αλλάξει μορφή ο Σκορπιός. Ένα νησί που στα χέρια του Αριστοτέλη Ωνάση έζησε την πιο λαμπερή του εποχή, με αποτέλεσμα να γίνει γνωστό σε όλο τον κόσμο όχι μόνο για τον πλούτο του, όχι μόνο για τους διεθνείς επισκέπτες του, αλλά και για την τραγωδία των ιδιοκτητών του. Εκεί ο τάφος του Αλέξανδρου, του Αριστοτέλη, της Χριστίνας. Εκεί η δυναστεία έγραψε το τραγικό τέλος της.
Μοναδική κληρονόμος η Αθηνά Ωνάση, η εγγονή του Αριστοτέλη Ωνάση, μια κοπέλα όμως που δεν γνωρίζει καν ελληνικά και έχει άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή της, και η οποία τα τελευταία χρόνια έχει κάνει αρκετές κινήσεις πώλησης πολλών ακινήτων και αντικειμένων της οικογένειας. Ωστόσο, στη διαθήκη του, ο Αριστοτέλης Ωνάσης ορίζει αυστηρώς ότι ο Σκορπιός δεν μπορεί να μεταπωληθεί σε κανέναν που δεν ανήκει στην οικογένεια Ωνάση, ενώ σε διαφορετική περίπτωση μπορεί θα παραχωρηθεί στο Δημόσιο. Έτσι, η Αθηνά Ωνάση παραχώρησε το νησί του Αριστοτέλη με τη μορφή της μακροχρόνιας μίσθωσης στον Ρώσο επιχειρηματία, Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, ο οποίος το εξασφάλισε έναντι του μυθικού ποσού των 100 εκατ. ευρώ, ως δώρο στην κόρη του, Εκατερίνα.
«Θα ’ρθει μία μέρα, που η απληστία της ιδιοκτησίας, του πλούτου και της έπαρσης, θα αποθηκευτεί στις Τράπεζες, στις πολυεθνικές και σε τόσο λίγους, που οι πολλοί μη κατέχοντες, θα ξεσπάσουν σαν θεομηνία που θα κάνει τη ζωή των ολίγων κατεχόντων κόλαση»
Στη μνήμη του μοναχογιού του, ο Αριστοτέλης Ωνάσης λίγο πριν από τον θάνατό του συνέστησε με ιδιόχειρη διαθήκη του το ίδρυμα «Αλέξανδρος Ωνάσης» με έδρα το Βαντούζ του Λιχτενστάιν και κεντρικά γραφεία στην Αθήνα. Από τα κέρδη της οικονομικής αυτοκρατορίας Ωνάση, το ίδρυμα χορηγεί υποτροφίες και χρηματοδοτεί διάφορα έργα κοινωφελούς χαρακτήρα.