Η πολιτική –και πιο συγκεκριμένα αυτό που λέμε «αντιπολίτευση»– εξασκείται με μεγάλες ή μικρότερες δόσεις χυδαιότητας και θράσους, υπερβολών, φανατισμού, fake-news, εκβιασμών, αντεκδικήσεων και μνησικακίας. Αυτό συνέβαινε πάντα, επιβεβαιώθηκε όμως και στην (σχεδόν) πενταετία του Τσίπρα και στα (σχεδόν) δύο χρόνια του Μητσοτάκη. Στην πρώτη περίπτωση η τότε καθεστηκυία πολιτική τάξη των οικογενειακών «κληρονόμων», αφού έφτασε και στην πρωθυπουργία (Καραμανλής και ΓΑΠ) και απέτυχε, θύμωσε πολύ που μπήκαν στου Μαξίμου «άλλου είδους άνθρωποι». Ο Αντώνης Σαμαράς μάλιστα τόσο παρά πολύ ενοχλήθηκε που, παρά τον σεβασμό του στους δημοκρατικούς θεσμούς και τις πολλές επιτυχείς του προσπάθειες πριν τη μεγάλη του ήττα, δεν πήγε καν να «παραδώσει». Αυτό ήταν χοντρό φάουλ – και συνοδεύτηκε με σαχλαμάρες του τύπου «ούτε δυο μήνες δεν θα αντέξουν», «θα φύγουν νύχτα» και τα λοιπά, και τα λοιπά. Εκείνη την εποχή η σχετική (λόγω του εκλογικού νόμου με τους πενήντα βουλευτές μπόνους) πλειοψηφία, εμού συμπεριλαμβανομένου, τις είχαμε βαρεθεί παρά πολύ τις «πολιτικές οικογένειες» και, μαζί, όλο αυτό που μπορούσε να συνοψίσει κανείς στις λέξεις «Ρηγίλλης» και «ΠΑΣΟΚ». Μας άρεσε το πείραμα Τσίπρας. (Δεν λέω ΣΥΡΙΖΑ, γιατί προσωπικά για μένα μόνο ο Τσίπρας made sense, όλο το υπόλοιπο από την αρχή φαινόταν αδύναμο). Το υποστηρίξαμε με την ψήφο μας και με όποιους άλλους τρόπους μπορούσαμε. Μέχρι ένα σημείο, βέβαια. Πέραν εκείνου του σημείου, οι μεν «κομματικοί» παρέμειναν «στρατιώτες της Κουμουνδούρου» ελπίζοντας στα γνωστά οφέλη της εξουσίας, ενώ εμείς οι περιστασιακοί το βάλαμε στα πόδια – προς άγνωστη τότε κατεύθυνση.
Όπως το είχε πει ο Τσίπρας η (μετά το καλοκαίρι του ’15) τετραετία εξαντλήθηκε μέχρι της τελευταίας ημέρας που επέτρεπε το Σύνταγμα. Μετα γίναν εκλογές και βγήκε ο Μητσοτάκης (πάλι με τους 50 μπόνους) και ο Τσίπρας τον υποδέχτηκε στου Μαξίμου, τον «ξενάγησε» (τυπικό αυτό) και δώσανε τα χέρια. Μετά τον «Σοσιαλισμό» του ΠΑΣΟΚ, είχε πια κυβερνήσει και η (ας την πούμε) «καθαρή αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ. Ο μετεμφυλιακός κύκλος ολοκληρώθηκε και (εκτός από το ΚΚΕ που για να κυβερνήσει αυτόνομο πρέπει να προηγηθεί κομμουνιστική επανάσταση) όλοι είχανε πια γευθεί τη γλύκα και τις πίκρες της εξουσίας – και οι ακροδεξιοί επί χούντας για μια ολόκληρη επταετία. Επί Τσίπρα λεγόντουσαν και γραφόντουσαν τόσες ακραίες και μνησίκακες γελοιότητες για όλα σχεδόν τα μέλη των κυβερνήσεών του, του ίδιου και της οικογένειάς του, ώστε κάποια στιγμή παραχόντρυνε το πράγμα. Ήταν δύσκολη η φάση και μεγάλος ο θυμός των «ηττημένων» τότε «μεγάλων παρατάξεων». «Από πού κι ως πού αυτοί;» αναρωτιόντουσαν οι «παλιές πολιτικές οικογένειες» με τους αυλικούς τους. «Ούτε να ντυθούν δεν ξέρουν, ούτε να φάνε, ούτε πώς να κάτσουν σε μια πολυθρόνα. Δεν μιλάνε ούτε αγγλικά. Χωριάτες, χοντράνθρωποι, αμόρφωτοι, πεινασμένοι». Διάφορα τέτοια και άλλα χειρότερα. Χοντράδες απίστευτες, που έφταναν μέχρι παντελώς fake σενάρια για διαπλοκές και απάτες, οι οποίες όχι μόνο ποτέ δεν αποδείχτηκαν αλλά ξέμειναν στα αζήτητα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση.
Μετά, με εκλογές πάντα θυμίζω (και με τον ίδιο εκλογικό νόμο) βγήκε ξανά η Ν.Δ., με αρχηγό τον Μητσοτάκη. Δεν πρόλαβε να αναλάβει και πέσανε σαν ακρίδες οι εφτά πληγές του Φαραώ –με κορυφαία προβληματάρα τον Covid-19 που έφερε τον πλανήτη τ’ απάνω-κάτω. Δεν ξέρω αν είμαι εντελώς στραβός αλλά από μια ασφαλή απόσταση και χωρίς να έχω καθόλου σχέσεις με κανέναν στη Ν.Δ., μου φαίνεται πως η διαχείριση είναι παραπάνω από επαρκής. Υπάρχει ο Ερντογάν, υπάρχει μια οικονομία που δεν ξέρει κυριολεκτικά πού πάει και πώς θα σωθεί, ένα σύστημα υγείας που «τη βγάζει» μέρα με τη μέρα με προσωπικές θυσίες όσων το στελεχώνουν, η ανάγκη μιας ηλεκτρονικής αναβάθμισης ενός ολοκλήρου κρατικού μηχανισμού που τη διαχειρίζεται με θαυμαστά αποτελέσματα ο κ. Πιερακάκης με το υπουργείο του και την απόλυτη υποστήριξη της κυβέρνησης – και ένα σωρό άλλα θέματα επείγοντα που αντιμετωπίζονται όσο γίνεται καλύτερα.
Η «αντιπολίτευση» όμως κάνει τα ίδια που της κάνανε: εύκολες κόντρες και λαϊκίστικες κραυγές για «τη χειρότερη κυβέρνηση που έχει ζήσει ποτέ η Ελλάδα» και άλλες ανοησίες.
Στη θέση τού «δεν ξέρουν πώς να πιάσουν το μαχαιροπίρουνο», ακούμε τώρα «φάγανε κιμά γαρίδας την ώρα που πεινάει ο κόσμος». Στη θέση τού «η Μπαζιάνα δεν ξέρει να ντύνεται» έχουμε την «υπέρκομψη Μαρέβα». Και στη θέση τού «είναι πεινασμένοι κλέφτες», έχουμε «δεν χορταίνουνε με τίποτα αυτές οι οικογένειες».
Καλά τα πήγαμε 200 χρόνια, παρά τα ακραία μίση και τα πάθη μας τα «πολιτικά» (που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι καθαρά θέματα οικονομικού συμφέροντος). Και καλά θα τα πάμε και στη συνέχεια. Θα ξαναγίνουν εκλογές – και μάλιστα με απλή αναλογική. Θα ζήσουμε μια νέα εμπειρία. Θα αναθεωρήσουμε ξανά και ξανά απόψεις για ανθρώπους και συμπεριφορές πολιτικές, οικονομικές, ανθρωπιστικές, απάνθρωπες. Δεν σταματάει αυτό. Δεν υπάρχει λόγος για υπερβολές – οι περισσότερες από τις οποίες εδώ που τα λέμε προέρχονται και από καλλιτέχνες που θέλουν το κεφάλι της Μενδώνη πάνω σε μια πιατέλα γιατί θεωρούν ότι δεν φέρθηκε με αρκετό σεβασμό στους «πνευματικούς ανθρώπους».
Αλλά αυτό είναι θέμα για ένα άλλο, προσεχές, κείμενο…