Απόσπασμα από το βιβλίο «Οκτώ Κλισέ και μια Λεζάντα» (Εκδόσεις Ηριδανός)
Επειδή η απελπισία γεννάει την ελπίδα που δεν πρέπει να χάνουμε ποτέ!
Νύχτα και δεν κοιμάμαι. Καθισμένη στη βεράντα μου, χάνομαι στην πολύβουη σιωπή. Και σκέφτομαι τους τόσους μόνους –τύποις και ουσία–, που ψάχνουν εκείνο το χάδι της ψυχής που ποτέ δεν έρχεται. Σκέφτομαι εκείνους που «τη βγάζουν» στα πεζοδρόμια, νηστικοί, χωρίς όνειρα, προδομένοι από εκείνους που αγάπησαν κάποτε, χαμένοι σε όνειρα ανικανοποίητα, κυνηγημένοι από μια πολιτεία που τους προσπερνάει με το σαρδόνιο χαμόγελο κολλημένο στα μάγουλα. Σκέφτομαι εκείνους που, φυλακισμένοι στις ψευδαισθήσεις τους, νομίζουν πως ζουν το απόλυτο της επιτυχίας στα χρυσά κλουβιά τους, μα το κενό κορμιού και ψυχής τούς καταπίνει ολόκληρους…
Ο καφές μου στην κούπα τελειώνει, ρουφώντας τις σκέψεις μου. Και τότε θυμήθηκα κάτι που είχα γράψει παλιότερα. Ψάχνω στη βιβλιοθήκη μου και βρίσκω το πρώτο μου βιβλιαράκι: «Οκτώ κλισέ και μια λεζάντα». Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε, χρόνια με πολλές «καληνύχτες» και άλλες τόσες «καλημέρες»… Μιας «καλημέρας» που κανείς ποτέ δεν μπορεί να μας στερήσει, αρκεί να το πιστέψουμε…
«Απόψε δεν θα κοιμηθώ… Απόψε θα σου μιλήσω για τη λύπη μου. Θα μ’ ακούσεις άραγε; Είπα να την κάνω γράμμα, να την τυλίξω σ’ ένα φάκελο, και να σ’ τη στείλω. Όμως θα πεις πως δεν βγάζεις τα γράμματά μου και θα την κλειδώσεις εκεί που κλείνεις το καθετί που σ’ ενοχλεί, κι έτσι μπορείς και το προσπερνάς χωρίς γρατσουνιές. […]
»Απόψε δεν θα κοιμηθώ. Θα φτιάξω καφέ και θα καλέσω ένα πεφτάστρι να πέσει στο φλιτζάνι μου. Και όταν το γυρίσω, να το δω ζωγραφισμένο στο μέτωπο της μοίρας μου. Μη με ρωτήσεις ποια η ευχή. Είναι τόσα πολλά όσα θα ’θελα να ’χα. Πώς να χωρέσουν τόσα πεφτάστρα σ’ ένα φλιτζάνι του καφέ […].
»Απόψε δεν θα κοιμηθώ. Μόνο θα σκεφτώ τα όνειρά μας. Πως κάποτε κάναμε όνειρα και τα σφραγίσαμε στο κουτί της Πανδώρας, μπας και ξεφύγουν και μας πνίξουν. Γιατί οι άνθρωποι πάντα ζητάνε αυτά που δεν έχουν, κι εμείς πολλά δεν είχαμε κι άλλα τόσα ζηλέψαμε, και τότε είπαμε πως είμαστε εγωιστές, και στον καθρέφτη του μπάνιου αντί για την “καλημέρα” της γιαγιάς, την κεντημένη στο χέρι, κρεμάσαμε εκείνο το κινέζικο ρητό που πήραμε μια Κυριακή στο Μοναστηράκι γραμμένο σε καμένο ξύλο κι έλεγε κάτι για κάποιον πως παραπονιόταν λέει που δεν είχε παπούτσια μέχρι που είδε κάποιον που δεν είχε πόδια. Όμως τώρα το σιχάθηκα και θα το πετάξω κι αυτό, γιατί σκέφτομαι πως όλα τούτα μας τα ’καναν ένεση για να μη σηκώνουμε κεφάλι σ’ αυτούς που έχουν και πόδια και παπούτσια και κότερα και αεροπλάνα. Μόνο που αυτοί δεν σκέφτηκαν ποτέ εκείνους που δεν είχαν πόδια. Γι’ αυτό κι εγώ θα το πετάξω, για να μη βγει η καινούργια γενιά ευνουχισμένη.
»Τα νιάτα λένε, η ελπίς της πατρίδος. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Τελευταία η οικογένεια, ουραγός, για να πετυχαίνει ο στόχος. Και σου στήνουν συνθήματα, και σου στήνουν πολέμους, και τρέχεις εσύ, και στέλνεις και τον γιο σου, περήφανα νιάτα, ή ταν ή επί τας, και γυρνάς εσύ μ’ ένα ποδάρι και σου κλείνουν τις πόρτες για δουλειά, και σκοτώνεται ο γιος σου και σου στέλνουν ένα χαρτί που γράφει κάτι για τιμές, και τα πίνουν εκείνοι στις δεξιώσεις και στα μπορντέλα πολυτελείας, γιατί οι πόρνες χαμηλής περιωπής είναι για τον όχλο, και σου μένει εσένα η φωτογραφία μ’ ένα καντήλι από κάτω, γιατί δεν έχεις τάφο να του κάνεις τρισάγιο, του αδικοσκοτωμένου σου, και δεν συλλογάσαι πόσους αδικοσκωτομένους έκοψε κι εκείνος, δεν το συλλογάσαι, και δεν ρωτάς περισσότερα, ούτε ποιο το συμφέρον, ούτε ποια η πατρίδα, σου φτάνουν τα σύνορα που κάθε τόσο αλλάζουν, οι εντός δικοί σου, οι εχτός εχθροί σου. […] Μα εγώ δεν θέλω τούτη τη γενιά ευνουχισμένη. […]
»Θυμάσαι τη βραδιά που γνωριστήκαμε; Μου είπες “ήρθα”. Και σου ’πα “σε περίμενα”. Και μου ’πες “δεν θα φύγω”. Και σου ’πα “το ξέρω”. Και μου ’πες “πώς;”. Και σου ’πα τ’ όνειρο. Πως σε είδα στ’ όνειρο τις ώρες που κοιμόμουν στην κοιλιά της μάνας μου, κι ήρθε η Αφροδίτη κι έβαλε στον πλακούντα σου κουφέτα από τον γάμο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. “Για να φτιάξετε, μου είπε, έναν άλλο κόσμο, γιατί τούτος εδώ παραβρώμισε”. Κοτζάμ θεά και δεν ήξερε πως οι ανθρώποι πάντα θα βρωμίζουν τον κόσμο, αφού πάντα θα βρίσκεται και κάποια κιβωτός. Τώρα όμως το ξανασκέφτομαι και λέω πως τούτη την κιβωτό μπορούμε να τη φτιάξουμε και μόνοι μας, όπως εμείς τη θέλουμε κι όχι όπως τη γουστάρουν οι άλλοι.
»Αγαπούλα, δεν φταις εσύ. Φταίω εγώ, που από θνητό σε βάφτισα θεό και σ’ έστησα στους θρόνους του Ολύμπου. Μόνο που ξέχασα τον Δία. Που κάθε φορά θυμώνει όταν σε βλέπει να τριγυρνάς ανάμεσά τους, και σου βγάζει τη μάσκα του Απόλλωνα, που του ’κλεψα ένα βράδυ από τις σελίδες της Μαίρης Ρενώ, καθώς τον έβλεπα στον ύπνο μου και τον ερωτεύτηκα. […]
»Ξημερώνει. Το φλιτζάνι μου άδειασε κι ούτ’ ένα πεφτάστρι μέσα, θαρρείς και δεν με καταδέχτηκε. Ας είναι… Θα φτιάξω άλλον καφέ, στην κούπα που ζωγράφισες τα ονόματά μας, που ’ναι και πιο μεγάλη, για να ’βρουν καταφύγιο οι εξόριστοι θεοί, μιας και ο Όλυμπος δεν τους καταδέχεται πια. Κι έτσι, να ’ναι δίπλα μου σαν θα ξυπνήσεις, την ώρα που θα με κοιτάς στα μάτια, θα μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, και θα μου λες: καλημέρα…»