Να ανακτήσει τον έλεγχο της ατζέντας, αλλά και της διαχείρισης της πανδημίας επιχειρεί όπως-όπως η κυβέρνηση, καθώς από την περασμένη Παρασκευή το κυβερνητικό όχημα εμφανίζεται να κατεβαίνει την κατηφόρα…
Σχεδόν καθημερινά πλέον, τα χτυπήματα που υφίσταται το Μέγαρο Μαξίμου διαδέχονται το ένα το άλλο: για παράδειγμα, την περασμένη Παρασκευή, οι ειδικοί που μετέχουν στην επιτροπή του υπουργείου Υγείας χρειάστηκε να συνεδριάσουν για 9 ώρες προκειμένου να καταλήξουν σε μια κάποια αυστηροποίηση των μέτρων, που όμως εξαγρίωσε την κοινωνία: εξάλλου, οι αποφάσεις των ειδικών ήταν εξ αρχής υπονομευμένες, καθώς οι μισοί εξ αυτών είχαν εμφανιστεί στα ΜΜΕ και εξέφραζαν ενστάσεις για μία σειρά οδηγιών, που στη συνέχεια κατά πλειοψηφία υιοθετήθηκαν: για παράδειγμα, ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, επαναλάμβανε διαρκώς ότι έχει έρθει η ώρα του καθολικού lockdown, προκειμένου η Αθήνα να μη γίνει Θεσσαλονίκη και η Θεσσαλονίκη να μην (ξανα)γίνει Μπέργκαμο. Ταυτοχρόνως, οι «ειδικοί» για τα αστικά λύματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, οι κ.κ. Θωμαΐδης και Παπαϊωάννου αντιστοίχως, έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τη θηριώδη αύξηση στο ιικό φορτίο.
Και, ενώ όλα έδειχναν ότι η επιστροφή της χώρας στον περασμένο Μάρτιο ήταν θέμα μερικών ωρών, εν τέλει το πρωί της Παρασκευής το κλίμα άλλαξε: κάπως έτσι, προέκυψε η «μαραθώνια» συνεδρίαση των ειδικών, πολλοί εκ των οποίων παραδέχθηκαν, grosso modo, ότι η βασική δυστοκία αφορούσε στο πώς μπορούσε να μπει στο ίδιο «ζύγι» η προστασία της δημόσιας υγείας μαζί με την επιδίωξη να σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται στην οικονομία.
Η συνέχεια είναι γνωστή – και αποτελεί πλέον ιστορία: το περασμένο Σάββατο ήταν το ατυχέστερο για το Μέγαρο Μαξίμου από την αρχή της θητείας του Κυριάκου Μητσοτάκη: ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, άλλαζε κάθε… μισή ώρα την απόφαση για το take away στα καταστήματα, με αποτέλεσμα η κοινωνία και οι –εναπομείναντες– επιχειρηματίες εστίασης να βλέπουν την υπομονή τους να διαλύεται, την ώρα που η προοπτική διεύρυνσης του ωραρίου απαγόρευσης κυκλοφορίας από τις 6 το απόγευμα προκάλεσε ακριβώς αυτά που υποτίθεται ότι θα θεράπευε: αδιανόητους συνωστισμούς έξω από υπεραγορές, από μανάβικα και λοιπά καταστήματα για τα χρειώδη ψώνια της εβδομάδας. Και αυτά τα έβλεπαν και οι απελπισμένοι μικροπωλητές και παραγωγοί των λαϊκών αγορών, που είχαν ακούσει την προηγούμενη μέρα τον Νίκο Χαρδαλιά να τους ανακοινώνει ότι το Σάββατο δεν θα είχε μεροκάματο για εκείνους. Το χειρότερο όλων είναι πως τα προαναφερθέντα εκτυλίσσονταν την ώρα που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισε να ξεδιπλώνεται ένα κύμα, που έγινε τσουνάμι, και αφορούσε στο προκλητικό «τσιμπούσι» του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ικαρία, το οποίο για μέρες παρέμεινε κεντρικό πολιτικό θέμα.
Η ανατροπή των τεσσάρων ημερών
Σε κάθε περίπτωση, τα μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, που, σημειωτέον, έχουν μειώσει στο ελάχιστο τις δημόσιες εμφανίσεις τους έπειτα από την «υπόδειξη» του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Άκη Σκέρτσου «να λένε τις απόψεις τους στις συνεδριάσεις της επιτροπής», εξηγούσαν από το βράδυ της περασμένης Παρασκευής έως την περασμένη Δευτέρα ότι αυτά τα μέτρα που είχαν αποφασιστεί στα τέλη της περασμένης εβδομάδας είχαν ως στόχο την ανάσχεση της διασποράς του τρίτου κύματος της πανδημίας. Όμως, προφανώς κάτι πήγε λάθος: δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι πριν καν περάσουν τέσσερις ημέρες, δηλαδή από το πρωί του Σαββάτου έως το πρωί της Τρίτης, η κυβέρνηση αποφάσισε, τελικώς, ότι τα μέτρα που είχαν αποφασίσει οι εμπειρογνώμονες ήταν αλυσιτελή και ατελέσφορα. «Θα εισηγηθώ στην επιτροπή καθολικό lockdown», προανήγγειλε ο υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας, καθιστώντας σαφές ότι τα πράγματα είναι σοβαρά, αλλά και αλλάζοντας πλήρως τη φορά των πραγμάτων: δηλαδή, ενώ έως πρότινος οι ειδικοί εισηγούνταν και οι πολιτικοί αποφάσιζαν, την Τρίτη ο κ. Κικίλιας ουσιαστικά περιέγραψε την αντίστροφη διαδικασία, προαναγγέλλοντας, επί της ουσίας, τι θα «υπαγόρευε» στην επιτροπή των ειδικών. Και μέσα σε όλα αυτά, ένα εύλογο ερώτημα γεννήθηκε στην κοινωνία πριν καν ο πρωθυπουργός, με τη διαγγελματικού χαρακτήρα τηλεοπτική του δήλωση, ανακοινώσει την επιστροφή στον περασμένο Μάρτιο: μα καλά, τι μεσολάβησε από την Παρασκευή έως την Τρίτη που δεν μπορούσαν να προβλέψουν οι ειδικοί επιστήμονες και οι εμπειρογνώμονες;
Η μάχη της εμπιστοσύνης
Και, βεβαίως, αυτό δεν αφορά μόνο όσους θέλουν να ασκήσουν αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ή να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα και τις ικανότητες των –εξαιρετικών, σε κάθε περίπτωση– επιστημόνων που απαρτίζουν την επιτροπή του υπουργείου Υγείας. Επιπροσθέτως, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι κρίσιμη, προκειμένου να κερδηθεί η μάχη της εμπιστοσύνης προς τα επιβληθέντα περιοριστικά μέτρα. Προκειμένου, δηλαδή, η κυβέρνηση να διαβεβαιώσει την κοινωνία ότι… ξέρει τι κάνει – κάτι που προσώρας δεν τεκμαίρεται. Βεβαίως, ο αντίλογος σε αυτό θα ήταν πως ο κορωνοϊός είναι απρόβλεπτος και ότι οι μεταλλάξεις και η διασπορά τους στην κοινότητα καθιστούν δυσκολότερη την εξίσωση της διαχείρισης του τρίτου πανδημικού κύματος. Μόνο που οι εισαγωγές ήταν και το Σαββατοκύριακο πολλές στα νοσοκομεία και τα μαθηματικά μοντέλα των επιστημόνων είχαν συμπεριλάβει ήδη από την περασμένη εβδομάδα το ορατό σενάριο εξάντλησης των κλινών ΜΕΘ στα νοσοκομεία του Λεκανοπεδίου.
Σαν να μην έφταναν αυτά, η κυβερνητική Βαβέλ για τα μέτρα και την πανδημία προφανώς και δεν οικοδομεί την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης προς αυτά. Για παράδειγμα, μόνο την κρίσιμη μέρα ανακοίνωσης των νέων μέτρων, που όλα ξεκίνησαν από τις προαναφερθείσες δηλώσεις του Βασίλη Κικίλια, το πουλόβερ της αξιοπιστίας της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής άρχισαν να ξηλώνουν… κορυφαίοι υπουργοί, με αντιφατικές μεταξύ τους δηλώσεις. Σε αυτές, ξεχωρίζει προφανώς η δημόσια διάσταση απόψεων μεταξύ του υπουργού Υγείας και της υπουργού Παιδείας: στη συνέντευξη που ο Βασίλης Κικίλιας προανήγγειλε τη σκληρή εισήγησή του για καθολικό lockdown, παραδέχθηκε αυτό που, αυτονοήτως, έχουν αρχίσει να λένε και αρκετοί εκ των ειδικών: ότι, δηλαδή, τα σχολεία είναι μεταξύ των παραγόντων που «οδηγούν» τη διασπορά του κορωνοϊού και την ανάπτυξη του τρίτου πανδημικού κύματος. Αντιθέτως, επιμένοντας σε όσα έλεγε πριν από ένα… εξάμηνο, η Νίκη Κεραμέως, μιλώντας στη Βουλή, δεν σήκωνε κουβέντα επ’ αυτού. Αντιθέτως, υπερασπιζόταν την ανάγκη να μην κλείσουν τα σχολεία και επαναλάμβανε για μία ακόμη φορά ότι ο κίνδυνος διασποράς του ιού μέσω της εκπαίδευσης είναι μικρός – κι αυτό παρ’ ότι τα «λουκέτα» στα σχολικά συγκροτήματα διαδέχονται το ένα το άλλο.
Η κυβερνητική Βαβέλ, όμως, αναδείχθηκε και λίγη ώρα μετά την παρέμβαση Κικίλια, όταν ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, εκλήθη, σε δική του τηλεοπτική εμφάνιση, να σχολιάσει την προαναγγελία Κικίλια για νέο σκληρό lockdown: «Εφόσον το είπε, τι να σχολιάσω εγώ;» διερωτήθηκε με εμφανή δυσφορία και χωρίς να καταφέρει να κρύψει τη διαφωνία του. «Η διαφορά τύπου Μαρτίου με σήμερα είναι κλειστά σχολεία και όχι click away στην αγορά, δεν βλέπω κάποια άλλη διαφορά. Αν αυτό εισηγηθεί ο υπουργός, τι να σας πω. Εμείς στο υπουργείο Ανάπτυξης έχουμε άλλες ανησυχίες, ο κάθε ένας όμως βλέπει τον τομέα της ευθύνης του, δεν το λέω κριτικά, λογικό είναι», πρόσθεσε, υπονοώντας ότι η δική του ανησυχία είναι η διαρκής επιδείνωση της οικονομίας. Άλλωστε, «χαϊδεύοντας» τους εμπόρους και τους επιχειρηματίες, ο υπουργός Ανάπτυξης πρόσθεσε με νόημα ότι κατά τη γνώμη του, «ο κόσμος της αγοράς έχει τηρήσει απαρέγκλιτα τα μέτρα και το click away δεν έχει επιβαρύνει την κίνηση».
Όλα τούτα προφανώς δεν συμβάλλουν στη «μάχη της εμπιστοσύνης» που δίνει η κυβέρνηση, προκειμένου να πείσει ότι η τήρηση των μέτρων είναι αρκετή για να καταστήσει εκ νέου διαχειρίσιμη την πανδημία. Ωστόσο, σε μία συγκυρία που η ψυχολογική κούραση της κοινωνίας έχει χτυπήσει «κόκκινο» και η δυσπιστία για την αποτελεσματικότητα των μέτρων αποτελεί το προσφιλέστερο θέμα συζήτησης σε κάθε σπίτι, η αδυναμία της κυβέρνησης να εκπέμψει ένα ενιαίο και συγκροτημένο μήνυμα δεν πλήττει μόνο την ίδια ή το προφίλ του πρωθυπουργού: μετριέται σε νέα κρούσματα, σε μία συγκυρία που αυτά τείνουν να ξεφύγουν από τις δυνατότητες που εκθετικά έχουν τα νοσοκομεία όλης της χώρας.