Είναι οι μέρες αυτές που ο λογισμός επηρεάζεται από τον βίο του Χριστού και τη χριστιανοσύνη. Είτε είσαι χριστιανός είτε όχι, δεν μπορείς να μη σεβαστείς τα «πιστεύω» των συνανθρώπων σου που ψάχνουν από μια ελπίδα να κρατηθούν για της ζωής τα δύσκολα. Όπως έκανε εν μέσω του εμφυλίου ο σπουδαίος συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης, τότε που η Ελλάδα αλληλοσπαρασσόταν, εκείνος έγραφε ένα κείμενο στο οποίο ήθελε να εξηγήσει γιατί ήταν χριστιανός. Ποιος; Ο συγγραφέας του «Ζητείται ελπίς», «Αρνούμαι», «Το λάθος», βιβλία που τον καταξίωσαν διεθνώς. Επί 70 χρόνια το κείμενο αυτό ήταν θαμμένο στα κιτάπια του, και πέρσι το ανακάλυψε η σύντροφος της ζωής του Ελένη και τώρα πλέον κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Το «Γιατί είμαι Χριστιανός», περί ου ο λόγος, ο Αντώνης Σαμαράκης το έγραψε το 1947, μόλις 28 χρόνων, τρία χρόνια μετά τη σύλληψή του και την απόδρασή του από τους Ναζί, και ενώ η Ελλάδα σπαρασσόταν από τον Εμφύλιο που ακολούθησε την Κατοχή.
«Θεέ μου, Θεέ μου... το να ’μαι χριστιανός είναι... είναι χαρά! Αλλά και είμαι χριστιανός γιατί... γιατί αυτό είναι χαρά! Και είναι η χαρά μου πραγματική... είναι μια χαρά αυτή εκατό τα εκατό ρεαλιστική... καθώς είναι εκατό τα εκατό ρεαλιστικό το σύμπαν μες στο οποίο ζει και κινείται ο χριστιανός. Να γιατί είμαι χριστιανός... γιατί είναι ο χριστιανισμός μου ο μοναδικός ρεαλιστικός τρόπος ζωής... μέσα σε όλα αυτά τα φανταστικά... τα καθόλου, μα καθόλου ρεαλιστικά κακέκτυπα ζωής που με κυκλώνουν από παντού», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του δοκιμίου.
Την εισαγωγή έκανε ο μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Νικόλαος, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Δεν γνωρίζω αν έχει κυκλοφορήσει ζωντανότερο κείμενο που να περιγράφει πώς ένας κοσμικός χριστιανός ζει την πίστη του», για να προσθέσει: «Ό,τι πιο επίκαιρο. Ό,τι πιο αναγκαίο. Ό,τι πιο φωτεινό. Ό,τι πιο ελπιδοφόρο. Καθόλου αντιρρητικό, καθόλου προσβλητικό ή επιθετικό. Δεν είναι απολογία αλλά ομολογία. Ομολογεί την πίστη του, εκφράζει την καρδιά του, δεν θίγει κανέναν και καμία άλλη πίστη».
Από την πλευρά του ο επιμελητής της έκδοσης Θ. Νιάρχος σημειώνει: «Μέσα στον ζόφο της δεκαετίας του ’40 ο Αντώνης Σαμαράκης, αυτοσχεδιάζοντας θα έλεγε κανείς και με μια διάθεση να παρηγορήσει τόσο τους άλλους όσο και τον εαυτό του –όταν διαπρεπή φιλοσοφικά πνεύματα στην Ευρώπη είχαν ήδη καταπιαστεί να αποτιμήσουν τη χρεοκοπία της πνευματικής καλλιέργειας της προσανατολισμένης στο ανθρωπιστικό ιδεώδες–, δείχνει όχι απλώς να ανασύρει αλλά σχεδόν να εγκαθιδρύει εξ υπαρχής τη χριστιανική παρακαταθήκη είκοσι αιώνων. Με έναν τρόπο όμως κάθε άλλο παρά διδακτικό αλλά με το χαρμόσυνο αίσθημα μιας σύντομης ή παρατεταμένης εκδρομής που βιώνεται ως αποκάλυψη».
Είναι γνωστό ότι ο Αντώνης Σαμαράκης δεν ανήκε στους κύκλους της Εκκλησίας, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, συνελήφθη και καταδικάστηκε από τους Ναζί, αλλά όπως αναφέραμε δραπέτευσε, αγαπούσε τους νέους –ήταν δική του ιδέα η Βουλή των Εφήβων– και όσο ζούσε ακόμη και στα βαθιά γηρατειά του επισκεπτόταν σχολεία και μιλούσε στους μαθητές.
Πρόκειται για έναν από τους περισσότερο μεταφρασμένους Έλληνες πεζογράφους, καθώς τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες, ενώ στα βιβλία του διαφαίνεται έντονο το στοιχείο της κοινωνικής καταγγελίας και αντικατοπτρίζει τις προσωπικές του ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της σύγχρονης κοινωνίας.
Για όλα τα παραπάνω αλλά και ακόμη περισσότερα, ήταν έκπληξη η ανακάλυψη του δοκιμίου «Γιατί είμαι Χριστιανός».
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ζήσαμε: Είδαμε, πάθαμε, μάθαμε, ξέρουμε τώρα. Επομένως μπορώ να μιλήσω με τόλμη αυτή τη στιγμή για τον χριστιανισμό μου. Με την τόλμη που σου δίνει το γεγονός ότι προτού ν’ αγαπήσεις βαθιά κάτι, το ’χες μισήσει βαθιά. Με τόλμη μπορεί να μιλήσει για τη ζωή... ένας που έχει κιόλας πεθάνει.
» Διάβασα –και το διαβάζω συχνά αυτό τον καιρό– ότι ο χριστιανός είναι τάχα ρομαντικός, ότι το χριστιανικό άτομο είναι το κατεξοχήν ρομαντικό. Προσωπικά δε συμφωνώ μ’ αυτή τη γνώμη, γιατί μου φαίνεται λαθεμένη κι επιπόλαιη. Γιατί, αν η χριστιανική ιδέα –σαν κάθε ιδέα– περιέχει μια δόση ρομαντισμού αυτή καθεαυτή, τότε η πραγμάτωση αυτής της ιδέας –και αυτό είναι κάτι που μας ενδιαφέρει το πιο πολύ– η πραγμάτωση, λοιπόν, αυτής της ιδέας, της χριστιανικής, θα γίνει εδώ και μοναχά εδώ, σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, την καθημερινή ζωή, τη ρεαλιστική, αν θέλετε, ζωή, και θα γίνει με μέσα καθημερινά, ρεαλιστικά. Ώστε αν θέλουμε να προσδιορίσουμε ποιο είναι το κατεξοχήν χριστιανικό άτομο, και αν θέλουμε να είμαστε κατεξοχήν συνεπείς προς την πραγματικότητα, τότε θα χρειαστεί να ομολογήσουμε ότι το χριστιανικό άτομο είναι –κατεξοχήν, πάντα– ρεαλιστικό.
»Αυτός ο πλησίον, που είναι το medium ανάμεσα σε μένα και τον χριστιανικό Θεό, αυτή η αίσθηση αυτού του πλησίον με βεβαιώνει ότι εγώ υπάρχω. Όσο νιώθω ότι εδώ χάμω, σ’ αυτή τη ζωή, δε βρίσκομαι μόνος, ολομόναχος, παρέα με τον εαυτό μου μοναχό, τόσο βεβαιώνομαι ότι υπάρχω.
»Γιατί ο ήρωας της εποχής μας έφτασε στο καθόλου ηρωικό σημείο ν’ αναρωτιέται, όχι πια ν’ αναρωτιέται to be or not to be, να υπάρχει κανείς ή να μην υπάρχει (και όχι να ζει κανείς ή να μη ζει, όπως ανόητα και μελοδραματικά μεταφράζεται στα καθ’ ημάς), ο ήρωας, λοιπόν, της εποχής μας αναρωτιέται: Υπάρχω ή δεν υπάρχω;»
Μαζί του αναρωτιόμαστε κι εμείς: Υπάρχουμε ή δεν υπάρχουμε; Στους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε, ας κρατήσουμε λίγο από τον ρομαντισμό μας που θα μας οδηγήσει στο ρεαλιστικό συμπέρασμα του μεγάλου και σπουδαίου Αντώνη Σαμαράκη, ότι η αίσθηση του πλησίον μάς βεβαιώνει ότι υπάρχουμε… Και απλώς αναμένουμε τη δική μας ανάσταση πάνω από τα προβλήματά μας, την πανδημία, τη φτώχεια, την τρέλα, αφού αυτός ο Γολγοθάς παρακράτησε για μας τους απλούς θνητούς, προσφέροντας αγάπη και αλληλεγγύη στους συνανθρώπους μας, ακριβώς για να συνεχίσουμε ανάμεσά τους να υπάρχουμε…