«Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι, σαν το ξεχασμένο στάχυ…» Μαχαιριά στην καρδιά τούτοι οι στίχοι του Καλαμίτση που τους έγραψε φωτογραφίζοντας τη δική του τότε μοναξιά, ρίγος οι νότες μιας μόνο κιθάρας του Σπανού πάνω στη θεϊκή μελωδία του, δάκρυ και σπαραγμός μαζί η μπάσα φωνή της Μοσχολιού, ψελλίζοντας και ουρλιάζοντας συνάμα τη μοναξιά όσο κανείς άλλος δεν το κατάφερε μέχρι τότε, αλλά και μετά, φέρνοντας δάκρυα στα μάτια μέσα στους γυμνούς τοίχους ενός φτηνού ξενοδοχείου, μόνη κι εγώ σαν πολλούς άλλους μόνους… τότε!
Μόνους, που τους μπερδεύουμε με τους άλλους που τυχαίνει να μας προσπερνούν στο διάβα μας για τις όποιες δουλειές τους, και δεν τους ξεχωρίζουμε, δεν νιώθουμε το δάκρυ της μοναξιάς τους, ακατάδεχτοι καθώς είναι να μισούν τον οίκτο στο βλέμμα τού απέναντι, γι’ αυτό και περπατούν σκυφτοί, μη τυχόν και η αλήθεια τους ξεγυμνωθεί, και δεν το θέλουν αυτό.
Δεν το θέλουν, τόση η περηφάνια τους, τόσο το αληθινό ψέμα τους που μέσα του χώθηκαν και δεν λένε να βγουν στο φως, ήλιο να μαζέψουν στη χούφτα τους και μ’ αυτό να λουστούν.
Και άκουσα εκείνο το τραγούδι και δικό μου το ’κανα, όπως και άλλοι που δεν γνωρίζω καθώς δεν βγήκα ποτέ από τους τοίχους που έχτισα γύρω μου. Εγώ, που άκουγα μόνο ροκ… Μα πιο ροκ από αυτό δεν βρήκα άλλο από τότε…
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι
σαν το ξεχασμένο στάχυ
ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος
κι αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος
σαν το ξεχασμένο στάχυ
άνθρωποι μονάχοι…
Δάκρυσε, λέει, ο Σπανός όταν το άκουσε στην πρόβα. Και χτυπιόταν που στην αρχή δεν ήθελε αυτόν τον «ύμνο των μοναχικών ανθρώπων», όπως έμεινε στην ιστορία των καλλιτεχνικών δρώμενων, δάκρυσε…
Και δάκρυσαν πολλοί μαζί του, όταν τούτο το σπάραγμα βγήκε στον αέρα, και τότε και τώρα…
Η μοναξιά πάντα πονάει τους μόνους… Μα οι γιορτές τούς πονάνε ακόμη περισσότερο, και χωρίς το χάδι ψυχής πώς να βρουν δύναμη για το επόμενο χαμόγελό τους, που, ξεχασμένο σε κάποια ερημιά, γλώσσα τούς βγάζει. Είναι και τούτες οι φετινές γιορτές τόσο διαφορετικές, βλέπεις, και οι μόνοι έγιναν ξαφνικά τόσοι πολλοί, λες και δεν χόρτασε τη δίψα της η θλίψη, καθώς έφτασε μια πανδημία για να γεννήσει κι άλλον πόνο, κι άλλη μοναξιά, τόσο μα τόσο διαφορετική από τις άλλες αδελφές της, αφού τώρα φώλιασε σε νοσοκομεία και γηροκομεία, και σε δρόμους έρημους και σκοτεινούς, κι ας προσπαθεί ο ήλιος να ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές, μια πανδημία που δεν χόρτασε την πείνα της και βόλτες κόβει σε φρεσκοσκαμμένους τάφους, έτοιμους να καταπιούν κι άλλους ανθρώπους, κι άλλους, κι άλλους, που έζησαν μονάχοι τις τελευταίες τους ώρες, κι ας τις φανταζόντουσαν με τους δικούς τους δίπλα τους για το στερνό φιλί και το κέρμα στο παγωμένο στόμα. Πιο μόνοι κι απ’ τους μόνους…
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι
όπως του πελάγου οι βράχοι
ο κόσμος θάλασσα που απλώνει
κι αυτοί βουβοί σκυφτοί και μόνοι
ανεμοδαρμένοι βράχοι
άνθρωποι μονάχοι…
Είναι κάτι γιορτές τόσο μεγάλες, που άλλος δεν τις έζησε ποτές. Είναι κάτι μοναξιές τόσο γκρίζες, που άλλος δεν τις ένιωσε ποτές – έτσι λες. Και τότε κυριεύεσαι από έναν τέτοιο μαζοχισμό, που θέλεις να σπάσεις τον γυάλινο πύργο σου κι ας κοπείς, και να πετάξεις μακριά, ψηλά, κι έτσι να ξαναδείς τον εαυτό σου από ’κεί πάνω, γιατί δεν είσαι ο μοναδικός μόνος σε τούτη τη γειτονιά που περιφέρεσαι. Υπάρχουν τόσοι άλλοι, που, βγαίνοντας από τον ερμητικά κλεισμένο κόσμο σου, θ’ απορήσεις πώς γίνεται να υπάρχουν τόσο πολλοί μόνοι τόσο μα τόσο κοντά σου, πώς γίνεται να μην τους έβλεπες τόσο καιρό, το μοναχικό σου χάδι να τους χαρίσεις, το βλέμμα σου να τρυπήσει με ζεστασιά το δικό τους παγωμένο βλέμμα, αφού μόνο όταν ενώνονται οι μοναξιές αλλοιώνονται τα φαρμακωμένα χνώτα της, δεν μπορούν κακό να σου κάνουν πια, δεν μπορούν να σε αγγίξουν, δεν μπορούν να σε δηλητηριάσουν. Χορτάσαμε τις κίτρινες πεταλούδες του Μακόντο, δεν μας ταιριάζουν πια, όπως δεν μας ταιριάζουν και τα φαντάσματα των «παιδιών των λουλουδιών», αφού τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες δεν θα τα ζήσουμε ποτέ, και ας τα ποθήσαμε τόσο που δικά μας τα κάναμε. Όμως δεν μας ταιριάζουν.
Είναι κάτι γιορτινές μέρες που τις θέλεις δικές σου, γιατί έτσι τις ονειρεύτηκες. Μόνο που… Μόνο που δεν είναι πάντα στο χέρι μας να έχουμε ό,τι δικό μας ποθήσαμε. Γι’ αυτό σου λέω, μπορείς να τις κάνεις δικές σου με τη φαντασία σου, με ένα φιλί στον αστροφωτισμένο ουρανό, μ’ ένα χαμόγελο στο λειψό σαν φέτα πεπονιού φεγγάρι, κι ύστερα καταδέξου να κοιτάξεις χαμηλά, γύρω σου, χαμογελώντας γλυκά, με το χάδι έτοιμο να στάξει την αγάπη, την ψυχή έτοιμη για μια τρυφερή αγκαλιά, αφού εκεί θα δεις πως υπάρχουν κι άλλοι…
…Άνθρωποι μονάχοι
σαν ξερόκλαδα σπασμένα
σαν ξωκλήσια ερημωμένα, ξεχασμένα
άνθρωποι μονάχοι
σαν ξερόκλαδα σπασμένα
σαν ξωκλήσια ερημωμένα, σαν εσένα, σαν εμένα…