«Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες. Όταν τα ανοίγω βλέπω μπρος μου ό,τι κι αν τύχει. Όταν τα κλείνω βλέπω μπρος μου ό,τι ποθώ». (Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ενδοχώρα», 1945)
Τελικά, ποια ιδιότητα μπορούμε να προσδώσουμε στον σπουδαίο Ανδρέα Εμπειρίκο; Του ποιητή, του πεζογράφου, του ψυχαναλυτή, του φωτογράφου; «Λόγιο» τον χαρακτήρισε ο Γιώργος Σεφέρης. «Επαναστάτη» με το «Ε» κεφαλαίο τον ήθελε ο Οδυσσέας Ελύτης. Κι όμως, ο Ανδρέας Εμπειρίκος ήταν όλα αυτά μαζί που περιγράψαμε πιο πάνω. Και κάτι ακόμη: ο λογοτέχνης που αμφισβητήθηκε ως ποιητής, ως υπερρεαλιστής, ως ψυχαναλυτής.
Ήταν εκείνος που εισήγαγε στην ελληνική πραγματικότητα για πρώτη φορά την ψυχανάλυση. Και ήταν εκείνος που εισήγαγε στην ελληνική λογοτεχνία τον υπερρεαλισμό. Αμφισβητήθηκε και για τα δύο. Τότε. Γιατί, τώρα, είναι πλέον αναγνωρισμένος στην παγκόσμια λογοτεχνία. Τώρα, πλέον, είναι εκείνος που εισήγαγε τον υπερρεαλισμό στα ελληνικά λογοτεχνικά δρώμενα.
«Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια... Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη» («Υψικάμινος»)
Γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1901 στην Μπραΐλα της Ρουμανίας, γιος του εφοπλιστή και πολιτικού Λεωνίδα Εμπειρίκου από την Άνδρο και της ρωσικής καταγωγής Στεφανίας Κυδωνιέως. Από το 1902 έως το 1908 έζησε στη Σύρο. Το 1908 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του ίδρυσε την Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος, ενώ διατηρούσε επαφή με τη Ρωσία έως το 1914. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα και υπηρέτησε στο Ναυτικό.
Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Λονδίνο και Οικονομικές Επιστήμες στην Ελβετία. Στο Λονδίνο έμεινε από το 1921 έως το 1925 εργαζόμενος παράλληλα με τις σπουδές του στις επιχειρήσεις της οικογένειάς του. Το 1926 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στην Ψυχανάλυση κοντά στον R. Laforgue, ήρθε σε επαφή με τις θεωρίες του Χέγκελ, του Μαρξ και του Έγκελς, γνωρίστηκε με τον Αντρέ Μπρετόν και μπήκε στον κύκλο των υπερρεαλιστών. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1931) εργάστηκε στα ναυπηγεία Βασιλειάδη έως το 1935, ενώ ταξίδεψε την περίοδο αυτή με ένα φορτηγό πλοίο του πατέρα του στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας.
Στην Αθήνα σχετίστηκε στενά με τους επίσης προσανατολισμένους προς τον υπερρεαλισμό ποιητές Ελύτη, Καλαμάρη και Εγγονόπουλο. Το 1935 ο Εμπειρίκος πραγματοποίησε την πρώτη διάλεξη για τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα στην αίθουσα Ατελιέ και με τον τίτλο «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική Σχολή», ενώ οργάνωσε επίσης έκθεση με έργα υπερρεαλιστών ζωγράφων στο σπίτι του. Τον ίδιο χρόνο πρωτοεμφανίστηκε στον λογοτεχνικό χώρο από τις στήλες του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα», όπου δημοσίευσε την ποιητική συλλογή «Υψικάμινος». Ακολούθησαν συνεργασίες του στα περιοδικά «Τετράδιο», «Εποχές», «Πάλι», «Λωτός», «Τραμ» και «Ηριδανός».
Το 1954 εξέδωσε την «Ενδοχώρα» και ακολούθησαν τα «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία» (1960), «Αrgo» (1967) και «Ο Δρόμος» (1974).
Από το 1935 έως το 1951 ασχολήθηκε επαγγελματικά με την ψυχανάλυση και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της πρώτης ελληνικής ψυχαναλυτικής ομάδας, η οποία έγινε δεκτή (1948-1949) από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία (ο Εμπειρίκος έγινε μέλος της το 1950).
Το 1940 παντρεύτηκε τη Μάτση Χατζηλαζάρου, από την οποία πήρε διαζύγιο το 1946. Το 1941 υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο για δύο μήνες, το 1944 συνελήφθη από την πολιτοφυλακή του ΕΑΜ και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κρώρα, από όπου κατάφερε τελικά να διαφύγει.
Το 1947 παντρεύτηκε τη Βιβίκα Ζήση, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Λεωνίδα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρακολούθησε ψυχαναλυτικά συνέδρια στη Ζυρίχη και το Άμστερνταμ και έδωσε πολλές διαλέξεις. Το 1962 ταξίδεψε στη Ρωσία μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον γιατρό Σπηλιόπουλο.
Πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975 από καρκίνο του πνεύμονα.
Μια φίλη συνήντησε
μιαν άλλη φίλη.
Τα δεσμά που συγκρατούσαν
τα τζιτζίκια των ομφαλών τους
λύθηκαν σαν φρεσκοχυμένοι χάλυβες
κ’ οι δυο φίλες έγιναν μια πόρπη.
(«Υψικάμινος»)
Ο «Μεγάλος Ανατολικός» και η «Οκτάνα» μέσα από τη ματιά του ιστορικού Λεωνίδα Εμπειρίκου, γιου του σπουδαίου συγγραφέα.
Ο «Μεγάλος Ανατολικός» ήταν το έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου. Άρχισε να γράφεται μόλις τέλειωσε ο πόλεμος. Συγκεκριμένα, στις 15 Αυγούστου του ’45, όταν υπογράφηκε η οριστική παράδοση των Ιαπώνων στο κατάστρωμα του θωρηκτού «Μιζούρι» στον κόλπο του Τόκυο, και ολοκληρώθηκε το 1951. Ως θέμα του είναι το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεανείου «Μέγας Ανατολικός» από την Αγγλία στην Αμερική, τον Μάιο του 1867. Επιβάτες κάθε τάξης και επαγγέλματος και πλήρωμα διαπλέουν τον Ατλαντικό μέσα στην ηδονική Κιβωτό, απολαμβάνοντας όλες τις μορφές του έρωτα άνευ όρων. Επηρεασμένοι από έναν πρωτογενή ερωτισμό που εκλύει το ίδιο το υπερωκεάνειο, ζουν κατά τον δεκαήμερο πλου την απόλυτη ελευθερία και ηδονή, για να καταλήξουν σε μια ανώτατη μορφή αθωότητας και ευτυχίας. Ο δε πορνογραφικός του χαρακτήρας, όπως αποδόθηκε επιφανειακά σ’ ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αποτέλεσε επί σειρά ετών τη βασική κριτική γραμμή των επικριτών του. Ίσως επειδή δεν εκτιμήθηκε ο συμβολισμός του Ανδρέα Εμπειρίκου όσο θα έπρεπε.
Τον Δεκέμβρη του 1944 ο ποιητής αιχμαλωτίστηκε από τους ΕΛΑΣίτες όμηρο που τον οδήγησαν σε ένα χωριό έξω από τη Θήβα. Μαζί έπιαναν δοσίλογους, ταγματασφαλίτες, στηρίγματα των Άγγλων, φιλελεύθερους δημοκράτες, αλλά και άσχετους, με βία και αναρίθμητες εκτελέσεις.
Αυτή είναι η εξήγηση του γιου του Ανδρέα Εμπειρίκου, Λεωνίδα, για το πώς και πότε γράφτηκε το σπουδαίο αυτό πολύτομο έργο σε συνέντευξη που έδωσε στο popaganda.gr. Και συνεχίζει την ενδιαφέρουσα αφήγησή του: «Για κάποιον όπως ο πατέρας μου που το έζησε και ήταν αριστερός, αυτή η ακραία κατάσταση τον έκανε να γίνει αντικουμουνιστής μετά το ’45. Ο “Μεγάλος Ανατολικός” είναι μια απόλυτη άρνηση οποιασδήποτε κρατικής μορφής κομμουνισμού. Ερμηνεύει την καταπίεση του ανθρώπου, την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας έναντι του κρυμμένου σαδισμού που υπάρχει λόγω υπερεγώ και λόγω μετουσίωσης των δημιουργικών στοιχείων σε κάτι σκοτεινό. Όπως ήταν η σταλινική Σοβιετική Ένωση».
«Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μάς έδωσε μια για πάντα τα ολοφάνερα κλειδιά…»
(Απόσπασμα από το «Αμούρ Αμούρ»)
Όμως στον «Μεγάλο Ανατολικό» οφείλεται και η συγγραφή ενός άλλου σπουδαίου έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου. Αναφερόμαστε στην «Οκτάνα». Πώς το εμπνεύστηκε; Και πάλι την απάντηση τη δίνει ο γιος του και ιστορικός Λεωνίδας Εμπειρίκος στην ίδια συνέντευξη:
«Το πρώτο κείμενο γράφτηκε το ’58. Μεταξύ όμως του ’60-’65 γράφτηκαν τα πιο πολλά. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας μου ήλπιζε, όπως και πολλοί άλλοι οραματιστές, ότι οι άνθρωποι μάθανε πια από τα λάθη τους και ότι τώρα θα έρθει μια εποχή μεγάλης ελευθερίας. Στην Αμερική βλέπουμε μεταξύ 1950-55 να διαμορφώνεται μια νέα γενιά καλλιτεχνών, όπως ο Κέρουακ, ο Γκίνσμπεργκ, ο Μπάροουζ, που εκφράζουν αυτή την ελευθερία, ενάντια επίσης και στον μακαρθισμό, όπου όλοι οι διανοούμενοι ήταν φιμωμένοι. Στην Αμερική βρίσκεται η Νέα Αριστερά, που ενισχύεται από Ευρωπαίους διανοούμενους, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Ευρώπη εξαιτίας του πολέμου και δεν σχετίζεται με τον σταλινισμό. Ο πατέρας μου γράφει ένα παρελθοντικό μυθιστόρημα το ’45, που προβάλλει όμως έντονα το μέλλον. Και περιμένει ότι με τη φροϋδική επιστήμη η ανθρωπότητα θα κατορθώσει να ενηλικιωθεί. Το 1951 όμως απογοητεύεται και αρχίζει σιγά-σιγά να πέφτει στην κατάθλιψη. Αναλαμπές έχει με τη συγγραφή της “Οκτάνας”. Το ποίημα “Ο δρόμος” είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το συμβάν της ομηρίας του από τον ΕΛΑΣ. Μετά από αυτό, μέσω της Νέας Αριστεράς, ξαναέγινε αριστερός, αλλά όχι κομμουνιστής. Στην “Οκτάνα” λοιπόν φαίνεται όλη του η κοσμοθεωρία. Αφού έγραψε το ομώνυμο ποίημα το ’65, δεν μπόρεσε να γράψει κάτι άλλο. Η ουτοπία που περιγράφεται εκεί είναι δική του, σε αντίθεση με τον “Μεγάλο Ανατολικό”, μια ουτοπία που οραματίζεται υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, ο Ιούλιος Βερν. Ο Βερν πλαισιώνεται από 4-5 ανθρώπους που είναι όλοι ο Εμπειρίκος, περσόνες του ίδιου σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Επίσης πρέπει να πω ότι η “Οκτάνα” αρχίζει με τη γέννησή μου. Δεν υπάρχει κανένα κείμενο της “Οκτάνας” πριν από τη γέννησή μου. Είναι σημαντικό γιατί γεννιέται μαζί και η ελπίδα ξανά στον πατέρα μου ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν».
Τα πράγματα ωστόσο για τον Ανδρέα Εμπειρίκο άλλαξαν μετά τον θάνατό του, όταν αναγνωρίστηκε ότι ήταν εκείνος που έφερε τον υπερρεαλισμό στην ελληνική λογοτεχνία.
Όπως επίσης και ότι ήταν ο εισηγητής της ψυχανάλυσης στα ελληνικά ιατρικά πράγματα, για την οποία ιδιότητά του κυνηγήθηκε και αναγκάστηκε να σταματήσει το έργο του ως ψυχαναλυτής, όταν η αστυνομία έκλεισε το ιατρείο του το 1951.
«Από το 1921 έως το 1925 διέμενα εις την Αγγλίαν όπου εργαζόμουν εις τας οικογενειακάς επιχειρήσεις. Το 1925 επήγα εις την Γαλλίαν. Ενδιαφερόμουν εξαιρετικά για την ψυχανάλυση και την εποχή εκείνη είχα αποφασίσει να γίνω ψυχαναλυτής. Ανελύθην τρία χρόνια εις τον Ρενέ Λαφόργκ και συνδέθηκα με πολλούς γάλλους ψυχαναλυτάς. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Φρουά Γουϊτμάν, ο οποίος ενδιαφέρετο πολύ και για την μοντέρνα ποίηση. Μου είπε ότι ξέρει τον Μπρετόν, εγώ εψόφαγα να τον γνωρίσω. Πήγαμε την μεθεπομένην. Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα. Αισθανόμουνα όπως θα αισθάνετο ένας αρχαίος έλλην αν συναντούσε τον Απόλλωνα. Όχι αμέσως, αλλά όταν επέστρεψα από ένα ταξίδι που έκανα τότε, οι συναντήσεις μας έγιναν τακτικές. Ήταν ένας άλλος κόσμος. Επικοινωνούσα πέραν του ορίζοντος, με την καθολικότητα του σύμπαντος. Επραγματοποιείτο ανυπαρξία των οριζόντων σαν φράγμα, που δημιουργεί η κυκλικότητα της γης και, σαν να μετείχαμε όλων αυτών εις βάθος, ύψος και πλάτος. Καθημερινώς, εις την Πλας Μπλανς. Ο Τανγκύ, ο Περέ, ο Ελυάρ. Προσωπικώς είχα ιδιαίτερην επικοινωνία και σύνδεσμον ειδικά με τον Μπρετόν. Στην Πλας Μπλανς, συναντώμεθα και συζητούσαμε για την υπερρεαλιστική κίνηση, για τις απόψεις της ομάδας για την εξάπλωσή τους, για τα μέσα απελευθέρωσης του καθενός από μας και του ανθρώπου γενικώς από την κοινωνικήν ψευτιά και την αδικία. Συζητούσαμε για τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Έγκελς, τον Φρόυντ», αφηγείται ο ίδιος ο Ανδρέας Εμπειρίκος το 1967.
Τι ήταν όμως ο υπερρεαλισμός;
«Ο υπερρεαλισμός γεννήθηκε στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου βρέθηκαν οι περισσότεροι από τους κατοπινούς υπερρεαλιστές, είτε συναντήθηκαν είτε όχι: ο André Breton, ο μελλοντικός “πάπας” (όπως ειρωνικά θα τον ονομάζουν) του κινήματος, ο Louis Aragon, ο Philippe Soupault, ο Theodore Fraenkel, ο Benjamin Pérret, αλλά και ο Jacques Vaché, η αιρετική μορφή και ο πρώιμος θάνατος του οποίου θα σφραγίσουν τον ίδιο τον Breton και το κίνημα. Νέοι, όλοι, στρατεύτηκαν αναγκαστικά, είδαν το αίμα να κυλάει ποτάμι και, επιστρέφοντας από το μέτωπο, αμφισβητούν ριζικά το status quo που οδήγησε στο σφαγείο του πολέμου, αλλά και τον Λόγο, που δεν μπόρεσε να εμποδίσει το μακελειό ούτε να περιγράψει τη φρίκη του, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και τη λογική πάνω απ’ όλα, που τις σκέπει. Αμφισβητούν τις μεταπολεμικές πολιτικές επιλογές που επιδιώκουν να αλλάξουν τα πάντα, ώστε να παραμείνουν ίδια. Θα συνταχθούν με το Νταντά, ενάντια σε όλους και σε όλα, για να στηλιτεύσουν την “παγκόσμια χρεοκοπία ενός πολιτισμού που στρέφεται ενάντια στον εαυτό του και τον κατασπαράζει”», καταγράφει η Τιτίκα Δημητρούλια, στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα» το 2012.
Αυτό, λοιπόν, το κίνημα του υπερρεαλισμού εκπροσώπησε ο Ανδρέας Εμπειρίκος στην Ελλάδα με το έργο του «Υψικάμινος» που εκδόθηκε το 1939. Γρήγορα ενσωματώθηκε στους υπερρεαλιστές και ο Νίκος Εγγονόπουλος, όπως και ο Οδυσσέας Ελύτης.
«Και είναι για μένα πάντοτε ο Αμούρ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως. Προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύονται πάλι πάντοτε από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας και σχετικά και άσχετα με τις συνειδητές βουλές μας. Στις όχθες του, θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύωνται, θα θρηνούν και θα αγάλλωνται, θα διψούν και θα δροσίζονται, όσοι από μας λέγουν το ναι, και όσοι από μας λέγουν το όχι. Είπα πάντοτε. Ναι. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέη ο Αμούρ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες, όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη την δύναμη των πνευμόνων μου: Αμούρ! Αμούρ!»
Ο έρωτας στη ζωή του Ανδρέα Εμπειρίκου
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος παντρεύτηκε δύο φορές. Την πρώτη με τη Μάτση Χατζηλαζάρου. Τη δεύτερη με τη Βιβίκα (Ευρυδίκη Ζήση), με την οποία απέκτησε τον γιο του Λεωνίδα Εμπειρίκο. Την πρώτη φορά για να ζήσει έναν παράφορο έρωτα, και τη δεύτερη για να απολαύσει τη γαλήνια ερωτική αγάπη.
«Καμία επανάστασι δεν θάναι πλήρης, αν μεταξύ των πρωταρχικών αρχών, σκοπών και πράξεών της, δεν υπάρχει, ως επιδίωξις βασική, η ουσιαστική απελευθέρωσις του έρωτα», αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής το 1942, όντας ερωτευμένος με τη Μάτση Χατζηλαζάρου, η οποία πήρε ως ποιήτρια αργότερα το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου.
Η Μάτση θα τον επισκεφτεί ως ψυχαναλυτή γύρω στα 1938, καθώς μετά από δύο διαζύγιά της και τον σχεδόν ταυτόχρονο θάνατο των γονιών της νιώθει να καταρρέει. Μόνο που σε αυτές τις συνεδρίες γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας, κόντρα σε κάθε ψυχαναλυτική δεοντολογία, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε γάμο το 1940, περισσότερο για ασφάλεια καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη και είναι ζήτημα χρόνου να έρθει και στην Ελλάδα.
«Υπήρχε ένα κορίτσι, που ήξευρε καλά και με περίσσια χάρη, ν’ ανατινάζει τα μαλλιά της στο πλάι του άντρα, ν’ αγγίζει το κεφάλι της μ’ εμπιστοσύνη στον ώμο του και να προσέχει με προσήλωση θρησκευτική την “Μοδιστρούλα” και τον “Θανάση Σακαφλιά”. Κι ύστερα πάλι ο Κλωντέλ και ο Ρεμπώ με τον Μπορίς Βιαν, καθώς γεννοβολούσε στην κοιλιά της όλα τα μωρά της πλάσης», είχε πει χαρακτηριστικά ο Μάνος Χατζιδάκις για τη Μάτση και τον έρωτά της για τον Ανδρέα Εμπειρίκο.
Στη διάρκεια της Κατοχής, το σπίτι του ζευγαριού θα γίνει ένα φιλόξενο καταφύγιο για τους ποιητές εκείνους που επιμένανε να διεκδικήσουνε το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, στην ποίηση και τον έρωτα, σε πείσμα όλων των κινδύνων, των στερήσεων και των απαγορεύσεων. «Οι τακτικές συγκεντρώσεις της Πέμπτης, που κρατήσανε σ’ όλο το διάστημα της Κατοχής, και ακόμη –αλλά όχι με την ίδια ζωηρότητα– μετά την Απελευθέρωση, έμειναν ιστορικές. Εκεί διαβάστηκαν για πρώτη φορά η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατζώνη, του Αντώνη Βουσβούνη ο Άγιος Αντώνιος, τα ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου, του αδικοσκοτωμένου, λίγο αργότερα, Κίτσου Μαλτέζου-Μακρυγιάννη, και πολλών άλλων νέων», αναφέρει σχετικά ο Οδυσσέας Ελύτης.
Ανδρέας Εμπειρίκος μαζί με Ελύτη στην Άνδρο το 1955
Ο μεγάλος έρωτας του ζευγαριού απηχείται μέσα από τα ποιήματα που αντάλλασσαν, με λέξεις τολμηρές και αληθινές. «Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή. Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μου ’φραξαν οι αντιστάσεις μου», έγραφε εκείνη. «Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη, που ξαναφέραμε μαζί. Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης – τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια. Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων. Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα», έγραφε εκείνος.
Η ερωτική αλληλογραφία τους μέσω ποιημάτων θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της ζωής τους, άσχετα αν χώρισαν το 1946.
Εκείνη θα συνδεθεί για λίγο με τον Ανδρέα Καμπά και μετά θα πάει στο Παρίσι, όπου θα συζήσει για οχτώ χρόνια με τον Ισπανό ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό, ενώ θ’ ακολουθήσει και μια σχέση με τον Κορνήλιο Καστοριάδη κ.ά. Το τελευταίο της δημοσιευμένο ποίημα ωστόσο η Μάτση Ανδρέου το αφιερώνει στον Ανδρέα Εμπειρίκο: «Θα ’θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο, θα ’θελα όποιοι και να ’ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες, να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα, μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε. Για καλή μας τύχη, οι πόθοι μας σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε, αφού σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής και η ποίησή μας είναι η ζωή».
Όσον αφορά εκείνον, τρία χρόνια μετά τον χωρισμό του από τη Μάτση, το 1947, παντρεύεται με τη Βιβίκα Ζήση, με την οποία γνωρίστηκε χάρη στον Γιάννη Τσαρούχη, και απέκτησαν δέκα χρόνια μετά τον γάμο τους τον γιο τους και ιστορικό σήμερα Λεωνίδα Εμπειρίκο, ζώντας μαζί της έναν γαλήνιο έρωτα και μια ήρεμη ζωή. «…Αγάπη μου άγγιξέ με, Να νιώσω κι εγώ για μια στιγμή, Έστω για μια στιγμή μονάχα, Ότι δεν είμαι πάντα Ωκεανός που συνεχώς βογγά, Αλλά και θάλασσα αυγουστιάτικη, που σπαρταρά στον ήλιο», έγραφε στη Βιβίκα ο ερωτευμένος ποιητής, δείχνοντας έτσι το πόσο ανάγκη είχε τη γαλήνη που εκείνη του πρόσφερε μέσα από την αγάπη της.
«Επάνω από τη δοσοληψία των μιασματικών υδάτων μιας νόσου που κατεδικάσθη οριστικώς
Η άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει
Η πίστις της περιπετείας δε χαλαρώθηκε.
Τα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μες στα νερά της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και τη φιλεί
Από τα χείλη της αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λιβάδι
Επαύλεις εδώ κι εκεί κοσμούν την πρασιά του
Νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου
Τα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί σε χώρα πεδινή
Οι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ’ αυτή τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Οι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους και τους παρακαλούν
Μια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Κάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών είναι ένας δράκος
Το κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παιδάκια μες στους ίσκιους
Τα θρύψαλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι κι αυτά πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλικάρια.
(«Ενδοχώρα»)
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στάθηκε ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα (με ορόσημο την «Υψικάμινο») και ένας από τους πρώτους Έλληνες ψυχαναλυτές. Έντονη επίδραση στη σκέψη του και τη γραφή του άσκησε η φροϋδική θεωρία, η οποία μαζί με τα υπερρεαλιστικά μηνύματα τον οδήγησε στο να υιοθετήσει μια γραφή που βασίζεται στον ελεύθερο συνειρμό και την άμεση έκφραση συναισθημάτων χωρίς τη διαμεσολάβηση της λογικής σκέψης (τη λεγόμενη αυτόματη γραφή).
Ένα μεγάλο μέρος του έργου του παρέμεινε ανέκδοτο έως τον θάνατό του, ενώ μέχρι σήμερα πολλά κείμενά του παραμένουν αδημοσίευτα ή αποσπασματικά δημοσιευμένα στον Τύπο.
«Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει
Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
Tα νερά μάς μεθούν
Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές
Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας
K’ εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους
Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν
Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται
Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων
χρόνων
Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας
Mές στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως
Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
K’ οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα…»
(«Στιγμή πορφύρας»)
Εργογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου
Ι. Ποίηση
• «Υψικάμινος». Αθήνα, Κασταλία, 1935.
• «Ενδοχώρα · 1934-1937». Αθήνα, Το τετράδιο, 1945.
• «Ρωμύλος και Ρώμος · ή Άνθρωποι εν πλω εις μητρικήν αγκάλην». Αθήνα, Το τετράδιο, 1947.
• «Γραπτά · ή Προσωπική Μυθολογία». Αθήνα, Δίφρος, 1960.
• «Ο δρόμος». Θεσσαλονίκη, Τραμ, 1974.
• «Οκτάνα». Αθήνα, Ίκαρος, 1980.
• «Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες». Αθήνα, Άγρα, 1984.
• «Ες Ες Ερ Ρωσία». Αθήνα, Άγρα, 1995.
• «Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης». Αθήνα, Άγρα, 1998.
ΙΙ. Πεζογραφία
• «Αργώ · ή Πλους αεροστάτου · Υψικάμινος · επιμέλεια Δημήτρης Καλοκύρης». Αθήνα, Ύψιλον, 1980.
• «Ο Μέγας Ανατολικός1-8· Φιλολογική επιμέλεια Γιώργης Γιατρομανωλάκης». Αθήνα, Άγρα, 1990-1992.
ΙΙΙ. Μεταφράσεις
• «Πάμπλο Πικάσσο, Τα τέσσερα κοριτσάκια · Θεατρικό έργο σε έξι πράξεις». Αθήνα, Άγρα, 1979.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• «Ποιήματα». Αθήνα, Γαλαξίας, 1962 (Βιβλιοθήκη Ελλήνων και ξένων συγγραφέων)
«Είναι οι πόθοι μιναρέδες στυλωμένοι
Λάμψεις του μουεζίνη στην κορφή τους
Φωτοβολίδες των κραυγών της οικουμένης
Πυγολαμπίδες σε συρτάρια κορασίδων
Που κατοικούν σε ακρογιαλιές μέσα σ' επαύλεις
Και τρέχουν με ποδήλατα σε κήπους
Άλλες γυμνές άλλες ημίγυμνες κι άλλες φορώντας
Φορέματα με φραμπαλάδες και μποτίνια
Που στίλβουν την ημέρα και την νύχτα
Όπως τα στήθη τους την ώρα που βουτάνε
Μες στον αφρό της θάλασσας».
(«Ενδοχώρα»)
Χειρόγραφα του λογοτέχνη υπάρχουν στο Γενικό Αρχείο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.). Το ποίημά του με τίτλο «Διάφανες αυλαίες» έχει μελοποιηθεί από τον τραγουδοποιό Θανάση Παπακωνσταντίνου στον δίσκο του «Αγία Νοσταλγία». Ο «Μέγας Ανατολικός» και άλλα ποιήματα του Εμπειρίκου έχουν μελοποιηθεί επίσης από τον Παναγιώτη Βήχο. Τέλος, το ποίημα «Θεόφιλος Χατζημιχαήλ» έχει μελοποιηθεί στη δεκαετία του ’70 από τον Νίκο Μαμαγκάκη (τραγούδι Γιώργος Ζωγράφος) και πρόσφατα από τους αδερφούς Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα.
Πηγή: ΕΚΕΒΙ, popaganda.gr, empirikos.blogspot.com