Τελικά, υπάρχει «φως στο τούνελ»; Η ελληνική οικονομία μπορεί να αντέξει και να ορθοποδήσει; Τα θετικά μηνύματα έρχονται άλλωστε από παντού, αρκούν όμως μόνο αυτά;
Οι δυσκολίες είναι ακόμη πολλές και το διακύβευμα μεγάλο, όμως προς το παρόν τουλάχιστον η ελληνική οικονομία έχει τρία πλεονεκτήματα που πρέπει να εκμεταλλευτεί, την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, την αναπτυξιακή προοπτική, αλλά και τη βιωσιμότητα του χρέους. Γι’ αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και επαγρύπνηση.
Αναμφισβήτητα και η οικονομία έχει πληγεί σε σημαντικό βαθμό από την υγειονομική και οικονομική κρίση, παρά τις εγχώριες και ευρωπαϊκές δράσεις ανάσχεσης των επιπτώσεων της πανδημίας.
Είναι σίγουρο δε ότι τα «κύματα» της πανδημίας και τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν προκειμένου να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία μείωσαν περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα και αύξησαν την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας το αμέσως επόμενο διάστημα.
Μεσοπρόθεσμα ωστόσο οι προοπτικές της οικονομίας εμφανίζονται βελτιωμένες, εξαιτίας της προόδου που σημειώθηκε όσον αφορά την παραγωγή και διάθεση αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό, καθώς και λόγω των διαθέσιμων πόρων από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης.
Σε κάθε περίπτωση άλλωστε η Ελλάδα δεν βρίσκεται, όπως στην πρόσφατη οικονομική κρίση, στη χειρότερη θέση σε σχέση με τις άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.
Μπορεί όσον αφορά το δημόσιο χρέος η χώρα μας να κατέχει την πρώτη θέση, όμως το πρόβλημα είναι σοβαρότερο και οξύτερο για την Ε.Ε. αν αναλογιστεί κανείς ότι σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία το δημόσιο χρέος μέσα σε μια χρονιά έκανε άλμα σχεδόν ίσο με το ελληνικό ΑΕΠ (από τα 2,409 τρισ. ευρώ στα 2,573 τρισ. ευρώ), ξεπερνώντας το 155% του ΑΕΠ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι σαφώς μικρότερο από το ελληνικό χρέος αλλά το ελληνικό είναι «ρυθμισμένο» μόλις το 2018 και από όλους τους αναλυτές θεωρείται βιώσιμο.
Σε οποιαδήποτε φυσικά άλλη συγκυρία, αναμφισβήτητα η δημοσιονομική επιδείνωση θα είχε σημάνει συναγερμό μνημονίων και μέτρων λιτότητας για πολλές χώρες της ευρωζώνης, ενδεχομένως με πρώτη και καλύτερη την Ελλάδα, η οποία «απολαμβάνει» το υψηλότερο χρέος (205% του ΑΕΠ ) και το τρίτο υψηλότερο έλλειμμα γενικής κυβέρνησης (9,7% του ΑΕΠ, με την Ισπανία και τη Μάλτα να προηγούνται).
Θετικό, στην παρούσα συγκυρία, είναι ότι η ελληνική οικονομία αναμένεται να δεχτεί ώθηση από τα σημαντικά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Εξάλλου, όπως ανέφερε και πρόσφατα ο οίκος S&P κατά την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, παρά τη σημαντική χειροτέρευση της ισορροπίας του προϋπολογισμού και του κυβερνητικού χρέους το 2020, η Ελλάδα μπήκε στην πανδημία με σημαντικά δημοσιονομικά μαξιλάρια. Αυτό φαίνεται από την υποκείμενη δημοσιονομική θέση (εκτιμάται πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ το 2020) καθώς και από το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας (περίπου 17% του ΑΕΠ το 2020), το οποίο μειώνει τις χρηματοδοτικές ανάγκες.
Σε κάθε περίπτωση πάντα η μόνη ελπίδα για ανάκαμψη σε μια περίοδο απαραίτητης δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει την εξυγίανση των ελληνικών τραπεζών με μείωση των κόκκινων δανείων και την πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Γι’ αυτό και ο νέος πτωχευτικός νόμος μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων και νοικοκυριών, προσφέροντας την επιλογή μεταξύ αναδιάρθρωσης χρέους ή πτώχευσης με ρευστοποίηση περιουσίας, ανακόπτοντας την ανοδική πορεία του ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους που ήδη ξεπερνά τα 200 δις. ευρώ. Η σωστή εφαρμογή του πτωχευτικού κώδικα θα είναι καθοριστικής σημασίας.
Σημαντικό ρόλο επίσης στην υποστήριξη της ανάπτυξης θα παίξουν τα διαθέσιμα εργαλεία για την χρηματοδότηση της οικονομίας. Οι μαζικές αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το πρόγραμμα έκτακτης ρευστότητας, που θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το Μάρτιο 2022, βοηθάει την Ελλάδα προσωρινά να δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια στην ιστορία της. Ακόμη σημαντικότερα είναι τα 32 δισ. ευρώ που θα εισρεύσουν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης την επόμενη εξαετία, από τα οποία περίπου 19 δισ. θα είναι επιχορηγήσεις. Τα υπόλοιπα 13 δισ. είναι χαμηλότοκα δάνεια που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις της τάξης των 25-30 δις. ευρώ με μόχλευση από ιδιωτικά κεφάλαια.
Την άποψη αυτή άλλωστε υιοθετεί και ο οίκος S&P ο οποίος αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία αναμένεται να δεχτεί ώθηση από τα σημαντικά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Εάν αξιοποιηθούν αποδοτικά, τα κεφάλαια αυτά θα αντιμετωπίσουν το μεγάλο επενδυτικό κενό στη χώρα.
Γι αυτό και ο οίκος εκτιμά ότι μετά την ύφεση 8,2% το 2020, η οικονομία θα τρέξει φέτος με ανάπτυξη 4,9%, αν και η αβεβαιότητα για την ταχύτητα της ανάκαμψης επιμένει, δεδομένης της εμφάνισης συνεχόμενων εξάρσεων της πανδημίας στην Ελλάδα και τους εμπορικούς της εταίρους, που μπορεί να οδηγήσουν στη λήψη και νέων περιοριστικών μέτρων. Αυτό φυσικά θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη του κλάδου υπηρεσιών, ιδίως του τουρισμού.
Παρ’ όλα αυτά για την επόμενη τριετία, ο οίκος εκτιμά ότι η ελληνική ανάκαμψη θα ξεπεράσει το μέσο όρο της ευρωζώνης, με ώθηση από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές φέτος, αν και δεν αναμένει ανάκαμψη του τουρισμού στα επίπεδα προ πανδημίας πριν το 2024-2025.
Κανείς δεν πρέπει όμως να ξεχνά ότι τα εμπόδια είναι ακόμη πολλά. Αργοκίνητη δημόσια διοίκηση, ολιγοπωλιακή διάρθρωση ενεργειακής αγοράς, υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, αλλά και το βασικότερο όλων έλλειψη πολιτικής συναίνεσης.
Το πόσο βαθύ λοιπόν θα είναι το τραύμα στην οικονομία από την πανδημία είναι θέμα υπό συζήτηση, αφού π.χ. η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley το θεωρεί «παρωνυχίδα» σε σχέση με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η πανδημία θα εκτροχιάσει το χρέος για τα επόμενα 15-20 χρόνια.
Για το πού θα «κάτσει η μπίλια» για την Ελλάδα πρωταρχικό ρόλο θα παίξει ο τουρισμός, η πορεία του οποίου θα είναι και φέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια το «μεγάλο στοίχημα», αφού η απώλεια ακόμη μίας τουριστικής σεζόν ή κάτω του αναμενομένου πορεία του, θα επιφέρει καίριο πλήγμα στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και στη ραχοκοκαλιά της, που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.