Οι διχασμοί και οι διαμάχες έχουν κάνει άνω-κάτω το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις ΗΠΑ, αλλά. σύμφωνα με μια νέα δημοσκόπηση από το Πανεπιστήμιο του Σάφολκ της Βοστώνης, βγαίνει ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα: Στις προτιμήσεις μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων, αυτός που παραμένει στην κορυφή είναι ο πρώην πρόεδρος.
Στην πραγματικότητα, το 46% των ερωτηθέντων ισχυρίστηκαν ότι θα αποχωρήσουν από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και θα δεσμευτούν για την πίστη τους στον Τραμπ, εάν αποφάσιζε να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα, κάτι που ο πρώην πρόεδρος φαίνεται να έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του, μετά την εκλογική του αποτυχία τον περασμένο Νοέμβριο.
Η έρευνα του πανεπιστημίου του Σάφολκ σε πάνω από 1.000 ψηφοφόρους του Τραμπ πραγματοποιήθηκε τηλεφωνικώς την περασμένη Δευτέρα έως Παρασκευή, και τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν την Κυριακή. Έχει περιθώριο σφάλματος συν-πλην 3,1 εκατοστιαίων μονάδων.
Εν μέσω του σφοδρού εσωτερικού αγώνα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο γερουσιαστής της Νότιας Καρολίνας, Lindsey Graham, δήλωσε πρόσφατα ότι το «κίνημα του Τραμπ είναι ζωντανό και είναι καλά» και ότι ο Tραμπ είναι «η πιο ισχυρή δύναμη» μέσα στο κόμμα, ακόμη και μετά την κατηγορία ότι προκάλεσε τη θανατηφόρα εξέγερση στις 6 Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ.
Η δημοσκόπηση φαίνεται ότι ήρθε υποστηρικτικά στη δήλωση του γερουσιαστή της Νότιας Καρολίνας: Οι μισοί από τους ερωτηθέντες δήλωσαν ότι το Grand Old Party - GOP (το παρατσούκλι του κόμματος) πρέπει να αυξήσει την πίστη του στον Τραμπ. Μόνο ένας στους πέντε –ή 19%– υποστήριξε το αντίθετο: Ότι δηλαδή το κόμμα πρέπει να απορρίψει τις ισχυρές προσκολλήσεις του στον πρώην πρόεδρο προς το συμφέρον της ευθυγράμμισης με τους κατεστημένους Ρεπουμπλικάνους.
Οι ερωτηθέντες εξέφρασαν ισχυρότερους δεσμούς με τον Τραμπ ως άτομο (54%) από ό,τι στο ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (34%).
Ο πρώην πρόεδρος έχει προγραμματιστεί να μιλήσει στη Συνδιάσκεψη Δημόσιας Δράσης, η οποία πραγματοποιείται στις 28 Φεβρουαρίου στη Φλόριντα. Η ομιλία θα σηματοδοτήσει την πρώτη δημόσια εμφάνισή του από τότε που έφυγε από τον Λευκό Οίκο. Είναι το ίδιο στάδιο όπου ξεκίνησε η σύγχρονη καριέρα του ως πολιτικός το 2011 – αν και δεν είναι ακόμη γνωστό τι θα πει αυτήν τη φορά.
Η διαίρεση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εμφανίστηκε στο κοινό την περασμένη εβδομάδα, όταν ο Τραμπ απέστειλε μια οργισμένη επιστολή προς τον ηγέτη της Γερουσίας, Mich McConnell, μετά τις καταδικαστικές δηλώσεις του σε βάρος του Τραμπ με αφορμή την παραπομπή τού πρώην προέδρου. Η κίνηση αυτή του Τραμπ ερμηνεύτηκε σε μεγάλο βαθμό ως προσπάθεια του να απεικονιστεί ως ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που προχωρά στο μέλλον. Στην επιστολή ισχυρίζεται ότι οποιοσδήποτε γερουσιαστής στάθηκε απέναντί του «δεν θα κερδίσει ξανά».
Αν και ο McConnell δεν ψήφισε στη Γερουσία υπέρ της καταδίκης, η προφορική καταδίκη του για τις πράξεις του Tραμπ έχει προκαλέσει αντιδράσεις μεταξύ των υποστηρικτών του πρώην προέδρου. Και σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, οι υποστηρικτές του Τραμπ βλέπουν τους Ρεπουμπλικάνους που υποστήριξαν το κατηγορητήριο μέσα από τον ίδιο «φακό προδοσίας» που τους βλέπει και ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος.
Επίσης, οκτώ στους δέκα δήλωσαν ότι θα ήταν λιγότερο πιθανό να στηρίξουν έναν υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων που ψήφισε για να καταδικαστεί ο Tραμπ. Ένα ισότιμο μέρος αυτών που ερωτήθηκαν είπαν ότι η ομάδα των Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών που ψήφισαν για να καταδικάσουν τον Τραμπ –μεταξύ αυτών η γερουσιαστής του Μέιν, Susan Collins, και ο γερουσιαστής της Πενσυλβάνιας, Pat Toomey– το έκαναν «με πολιτικούς υπολογισμούς και όχι με τη συνείδησή τους».
Μόνο το 4% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η παραπομπή και η δίκη του Τραμπ τούς έκανε λιγότερο υποστηρικτές του. Παράλληλα το 42% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι η υποστήριξή τους προς αυτόν αυξήθηκε.
Η δημοσκόπηση διαπίστωσε επίσης ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι τού Τραμπ έχουν ασπαστεί τις ακατανόητες θεωρίες συνωμοσίας, αλλά και τα απόλυτα ψεύδη και σχετικά με το ποιος συμμετείχε στην εξέγερση και τι ακριβώς συνέβη. Για παράδειγμα, το 58% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι «ως επί το πλείστον ήταν μια επίθεση εμπνευσμένη από την αντιπαράθεση των δύο κομμάτων και στην οποία συμμετείχαν μόνο… λίγοι υποστηρικτές του Τραμπ».
Η αστυνομική και δικαστική συνέχεια της υπόθεσης είναι ενδεικτική. Πολλοί από αυτούς που συνελήφθησαν για την εισβολή στο Καπιτώλιο, και διώκονται ποινικά, έχουν δημιουργήσει δεσμούς με δεξιές πολιτοφυλακές και εξτρεμιστικές ομάδες. Για παράδειγμα, από το ακροδεξιό κλαμπ «Super Happy Fun America» με έδρα τη Μασαχουσέτη, έχουν συλληφθεί τουλάχιστον δύο από τα μέλη του.
Μέλη του Κογκρέσου, συμπεριλαμβανομένης της βουλευτού της Νέας Υόρκης, Alexandria Ocasio-Cortez, έχουν επίσης δηλώσει ότι φοβήθηκαν για τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της βίαιης επίθεσης, στις 6 Ιανουαρίου.
Ιδιαίτερη περίπτωση έχουν προκαλέσει τα μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης «Proud Boys», που προηγουμένως είχαν υποσχεθεί πίστη στον Τραμπ και για τους οποίους τουλάχιστον ένας από τους δικηγόρους ενός συλληφθέντα υποστήριξε ότι ο πρώην πρόεδρος φταίει για την υποκίνηση της εξέγερσης. Οι εννέα στους δέκα της οργάνωσης λένε ότι ο Τραμπ δεν ευθύνεται για την εισβολή. Και σχεδόν οι 8 στους 10 λένε ότι το πλήθος θα είχε εισβάλει στο Καπιτώλιο, ούτως ή άλλως, ακόμη και αν ο Τραμπ δεν είχε πει σε αυτούς στην ομιλία του να «πολεμήσουν σαν κολασμένοι».
Για το μέλλον, ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων του Τραμπ λένε επίσης ότι θέλουν να αναλάβει ξανά την προεδρία το 2024, με 76% να υποστηρίζει την υποψηφιότητά του, ενώ ένα τεράστιο ποσοστό 85% αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να τον ψηφίσει στις γενικές εκλογές.
Και το πιο τραγικό: Οι ερωτηθέντες απάντησαν ότι δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν τον Τζο Μπάιντεν ως πρόεδρο – παρά την αποφασιστική νίκη του στην εκλογική διαδικασία, και την επικύρωση του αποτελέσματος, καθώς το 73% επιμένει να λέει ότι δεν εκλέχθηκε νόμιμα.
Συμπέρασμα: Ο Μπάιντεν έχει να διανύσει πολύ δρόμο μπροστά του για να επουλώσει τις πληγές του Τραμπ, ο οποίος δυστυχώς ετοιμάζεται ν’ ανοίξει κι άλλες.