Από την 6η Ιανουαρίου η εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών ως ηγέτιδας δύναμης του διεθνούς συστήματος έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Η απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας από τους υποστηρικτές του Ντόναλτ Τραμπ, η εισβολή ενόπλων στο Καπιτώλιο και οι πυροβολισμοί μέσα στον αμερικανικό ναό της Δημοκρατίας, χωρίς καμία αμφιβολία «κονταίνουν το μπόι» των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα.
Ο Ντόναλτ Τραμπ δεν αφήνει πίσω του μονάχα μια βαθιά διαιρεμένη και διχασμένη κοινωνία, αλλά κυρίως μια χώρα και ένα πολιτικό σύστημα που αποδεικνύεται πως όχι μόνο δεν μπορούν να προωθήσουν την δημοκρατία στον υπόλοιπο κόσμο αλλά ούτε καν να την προστατέψουν στο εσωτερικό της χώρας.
Και αν για τον δυτικό κόσμο οι εικόνες από το Καπιτώλιο ήταν ένα σοκ και μια μεγάλη έκπληξη, για μια σειρά άλλων κρατών ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάρουν τη δική τους άτυπη «εκδίκηση» από την Ουάσιγκτον.
Χώρες-αντίπαλον δέος, όπως η Ρωσία, αναδυόμενες υπερδυνάμεις, όπως η Κίνα, ή περιφερειακές δυνάμεις με φιλοδοξίες όπως το Ιράν, η Τουρκία και η Βόρεια Κορέα άδραξαν την ευκαιρία για μια «επικοινωνιακή επιτυχία», ευελπιστώντας ότι αυτή η κατάπτωση αξιών στις ΗΠΑ θα έχει συνέχεια.
Πεκίνο: Ευχόμαστε στις ΗΠΑ… ειρήνη, σταθερότητα και ασφάλεια
Τον χορό των ειρωνικών ανακοινώσεων και σχολίων για τα γεγονότα στο Καπιτώλιο δεν θα μπορούσε παρά να «ανοίξει» το Πεκίνο.
Αν και το κινεζικό ΥΠ.ΕΞ. αρκέστηκε σε μια ιδιαίτερα προσεκτική δήλωση, ο κρατικά ελεγχόμενος κινεζικός Τύπος «ξεσάλωσε». «Άραγε, η πρόεδρος της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, θα χαρακτηρίσει τις κινητοποιήσεις έξω από το Καπιτώλιο ένα όμορφο θέαμα… όπως είχε κάνει και με τις διαδηλώσεις στο Χονγκ-Κονγκ;» ήταν το σχόλιο της αγγλόφωνης κινεζικής εφημερίδας «Global Times».
Πεκίνο και Ουάσιγκτον διατηρούν πολλούς «ανοικτούς λογαριασμούς», οι οποίοι τα τέσσερα τελευταία χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί, οδηγώντας τις δυο χώρες σε μια «ψυχροπολεμική» κατάσταση. Η τελευταία αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυο δυνάμεις αφορούσε τη διάδοση του κορωνοϊού. Για τον Τραμπ, ο ιός ήταν… κινεζικής «προέλευσης» και το Πεκίνο είχε ευθύνες για τη διάδοσή του. Αντιστρόφως, για τους Κινέζους για μια ακόμα φορά οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τους σπιλώσουν και να τους επιτεθούν.
Η σύγκρουση όμως ανάμεσα στη Κίνα και στις ΗΠΑ εδράζεται στις αντιπαραθετικές γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές τους στοχεύσεις. Για τους Αμερικανούς, η Κίνα αποτελεί μια δύναμη αναθεωρητική ως προς το υπάρχον status quo και άρα απειλητική για τη δική τους κυριαρχία. Από την άλλη, για τους Κινέζους η αμερικανική παρουσία στη Νοτιοανατολική Ασία αποτελεί το εμπόδιο εκείνο που τους αποτρέπει από την πλήρη κυριαρχία σε αυτό που αντιλαμβάνονται ως δικό τους ζωτικό χώρο.
Αυτές οι αντιπαραθετικές γεωπολιτικές στοχεύσεις, είναι που σύμφωνα και με τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Chicago, John Mearsheimer, θα οδηγήσει αναπόφευκτα τις δυο δυνάμεις και σε πόλεμο.
Ενδεικτικά, μονάχα επί προεδρίας Τραμπ, οι αμερικανικές πιέσεις προς την Κίνα εντάθηκαν σε τέτοιο βαθμό που είχαμε μεταξύ άλλων: επιβολή υψηλών δασμών σε κινεζικά προϊόντα, προσπάθεια περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων κινεζικών επιχειρήσεων σε Αφρική και Ευρώπη, απόσυρση αμερικανικών εταιρειών από το κινεζικό έδαφος, αλλά και χαμηλής έντασης αντιπαραθέσεις μεταξύ των στόλων των δυο χωρών για τον έλεγχο της Νότιας Σινικής Θάλασσας.
Φυσικά από την εξίσωση της σύγκρουσης, δεν θα μπορούσε να λείπει και η καταστολή της εξέγερσης του Χονγκ-Κονγκ, όπου οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν ως μια προσπάθεια καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών της αυτόνομης κινεζικής επαρχίας και οι Κινέζοι ως μια ακόμα προσπάθεια της Ουάσιγκτον να εμπλακεί σε μια ακόμα εσωτερική τους υπόθεση.
Μόσχα: Αρχαϊκό το σύστημα των ΗΠΑ
Από τον… χορό της ειρωνείας για την πολιορκία του Καπιτωλίου δεν θα μπορούσε να λείπει η Μόσχα. Με μια μετριοπαθή αλλά συνάμα «φλεγματική» ανακοίνωση, το ρωσικό ΥΠ.ΕΞ. χαρακτήρισε το αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης αρχαϊκό, θέτοντας ερωτηματικά για τη βιωσιμότητα της αμερικανικής Δημοκρατίας.
Οι ρωσικές αναφορές στην «ποιότητα» του αμερικανικού συστήματος διακυβέρνησης μόνο τυχαίες δεν είναι. Καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, η Αμερική έχει στοχοποιήσει τη Μόσχα, επικαλούμενη τη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών αλλά και τον παρεμβατισμό της Ρωσίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά, η Μόσχα καταλογίζει στην Ουάσιγκτον πως με πρόσχημα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προώθηση της Δημοκρατίας, επιχειρεί να περιορίσει την επιρροή της Ρωσίας σε αυτό που η ίδια αντιλαμβάνεται ως δική της γεωπολιτική σκακιέρα.
Ο τελευταίος αποτελεί και τον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο οι σχέσεις Ρωσίας και ΗΠΑ ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να ομαλοποιηθούν. Ο ψυχροπολεμικός ανταγωνισμός Ανατολής και Δύσης μπορεί να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, όμως η καχυποψία και η έλλειψη εμπιστοσύνης παραμένει.
Και ακριβώς αυτή είναι και η αιτία που έχει γεννήσει τις πιο πρόσφατες κρίσεις στις σχέσεις των δυο χωρών, με αποκορύφωμα τον πόλεμο της Γεωργίας το 2008, τη ρωσική εισβολή στην Κριμαία το 2015, αλλά και τις εχθροπραξίες Ρώσων και Αμερικανών στη Συρία.
Τεχεράνη: Η δυτική Δημοκρατία είναι ευάλωτη στους λαϊκιστές
Οι εικόνες από το πολιορκημένο από τους διαδηλωτές αμερικανικό Καπιτώλιο έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό στην Τεχεράνη.
«Η Δυτική Δημοκρατία είναι ευάλωτη… ένας λαϊκιστής ανήλθε στην εξουσία και προκάλεσε μια καταστροφή στη χώρα του μέσα σε τέσσερα χρόνια», δήλωσε συγκεκριμένα ο πρόεδρος της χώρας, Χασάν Ρουχανί.
Την προηγούμενη τετραετία, το Ιράν αποτέλεσε τον «νούμερο ένα» στόχο των ΗΠΑ. Πιστά δεμένος στο άρμα της ετερόκλητης συμμαχίας Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, ο Αμερικανός Πρόεδρος επί της ουσίας έκανε τα πάντα για να πετύχει τον περιορισμό της επιρροής του Ιράν στη Μέση Ανατολή, τη διεθνή του απομόνωση και, τέλος, τον οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας.
Η πολιτικής της «μέγιστης πίεσης» (maximum pressure) προς την Τεχεράνη είχε πολλαπλές προεκτάσεις: απόσυρση από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, εμπάργκο σε επιχειρήσεις που συνεργάζονταν με την Τεχεράνη, αλλά και δολοφονίες αξιωματούχων του ισλαμικού καθεστώτος.
Και αν οι επιθέσεις κατά χαμηλό-βαθμών Ιρανών στελεχών στη Συρία ή το Ιράκ αλλά και οι μικρής κλίμακας επιχειρήσεις στον Νότιο Λίβανο δεν προκαλούσαν ανάφλεξη στις σχέσεις των δυο χωρών, η δολοφονία του επικεφαλής των Φρουρών της Επανάστασης, Κασέμ Σουλεϊμανί, θεωρείται από τους αναλυτές ως το «σημείο μη επιστροφής» στις σχέσεις των δυο χωρών.
Άγκυρα: Συνιστούμε αυτοσυγκράτηση στις ΗΠΑ
Τα γεγονότα στο Καπιτώλιο γέννησαν αρχικά αίσθημα ικανοποίησης στην Άγκυρα, παρά το γεγονός πως η Τουρκία αποτελεί έναν σταθερό σύμμαχο των ΗΠΑ.
Ωστόσο, το γεγονός πως για τον Τούρκο Πρόεδρο, η Αμερική είναι μια απειλή αλλά ταυτόχρονα και ένας αναγκαίος σύμμαχος, προκάλεσε στροφή 180 μοιρών στην προσέγγιση της Άγκυρας για τα γεγονότα…
Έτσι, και ενώ στην αρχή το Υπουργείο Εξωτερικών επιδόθηκε σε ειρωνικές δηλώσεις ζητώντας να επιδείξουν όλες οι πλευρές αυτοσυγκράτηση… μια μέρα μετά ο ίδιος ο Ερντογάν καταδίκασε τα γεγονότα.
Όσο καλές σχέσεις και να είχαν οι Ερντογάν και Τραμπ, ο Τούρκος πρόεδρος, ως άριστος σκακιστής, γνωρίζει πως την επόμενη μέρα θα κληθεί να συνομιλήσει, να διαπραγματευτεί και εν τέλει να συνυπάρξει με τον Τζο Μπάιντεν.
Επίσης, ως σκληρός ρεαλιστής, γνωρίζει πως μόνο μέσω των καλών του σχέσεων με το Λευκό Οίκο θα μπορέσει να συνεχίσει την εφαρμογή της αναθεωρητικής του πολιτικής στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο, αλλά και να διατηρήσει το δικαίωμα «επιτήρησης» των Κούρδων της Συρίας και του Ιράκ.
Μα πάνω απ’ όλα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατανοεί πως μονάχα ο συμβιβασμός με τις ΗΠΑ μπορεί να διασώσει την πορεία της τουρκικής οικονομίας από την «κατρακύλα» των τελευταίων μηνών και άρα τη δική του θέση στο οθωμανικό παλάτι της Κωνσταντινούπολης.
Καράκας: Ο αμερικανικός λαός να ανοίξει έναν νέο δρόμο προς τη σταθερότητα
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο και η Βενεζουέλα δεν έχασε την ευκαιρία να μπει κι αυτή στην ομάδα των χωρών που ικανοποιήθηκαν από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ. «Ο αμερικανικός λαός μπορεί να ανοίξει έναν νέο δρόμο προς τη σταθερότητα», ήταν το ειρωνικό σχόλιο του Καράκας.
Η αντιπαλότητα ανάμεσα στη Βενεζουέλα και τις Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινά στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, όταν την εξουσία στη χώρα της Λατινικής Αμερικής ανέλαβε ο Ούγκο Τσάβεζ. Το γεγονός πως ο Βενεζουελάνος ηγέτης ανέπτυξε μια έντονα αντι-αμερικανική ρητορική, συνεργάστηκε με τους σοσιαλιστές ηγέτες της Κούβας και Βολιβίας, και προχώρησε σε εκτεταμένες κρατικοποιήσεις σημαντικών τομέων της οικονομίας όπως το πετρέλαιο, τον έκανε ορκισμένο εχθρό των Αμερικανών.
Έκτοτε, η Βενεζουέλα αποτελεί μια από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής που έχουν βιώσει όσο λίγες τον αμερικανικό παρεμβατισμό στις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Με πρόσχημα την προώθηση της Δημοκρατίας και την απελευθέρωση του λαού της Βενεζουέλας… από ένα αυταρχικό –όπως η Ουάσιγκτον το χαρακτηρίζει– καθεστώς, οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει σχεδόν όλα τα όπλα που έχουν στη φαρέτρα τους για να πετύχουν την ανατροπή του καθεστώτος (regime change).
Τέτοια όπλα είναι το κατά πολλούς «αμερικανοκίνητο» πραξικόπημα εις βάρος του Ούγκο Τσάβεζ το 2002, η μακροχρόνια οικονομική απομόνωση της χώρας, η εμπλοκή των ΗΠΑ στην προσπάθεια ανατροπής του Νίκολας Μαδούρο το 2018, αλλά και η αναγνώριση του Βενεζουελάνου πολιτικού και στενού συνεργάτη των Αμερικανών, Χουάν Γκουαϊδό, ως ηγέτη της χώρας.
Το τελευταίο «χτύπημα» του Ντόναλτ Τραμπ
«Η απόπειρα κατάληψης του Καπιτωλίου ήταν το τελευταίο δώρο του Ντόναλτ Τραμπ στον Βλαντίμιρ Πούτιν και τους άλλους αυταρχικούς ηγέτες του κόσμου», έγραψε στο twitter ο πρώην σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα, Michael McFaul. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και πολλοί Αμερικανοί καθηγητές Διεθνών Σχέσεων και στρατηγικοί αναλυτές, οι οποίοι επισημαίνουν πως η επίδραση των γεγονότων στο Καπιτώλιο αποδυναμώνει τις ΗΠΑ και ενδυναμώνει τους αντιπάλους της.
«Η Αμερική πρέπει πρώτα να προστατέψει τη Δημοκρατία στο εσωτερικό της και ύστερα να σκεφτεί την προώθησή της στο εξωτερικό», έγραψε η σημαντική αναλύτρια του Atlantic Council, Emma Ashford, ενώ ο Walter Russell Mead έκανε λόγο για «το τέλος της εποχής του Ουιλσονισμού», δηλαδή της ικανότητας των ΗΠΑ να προωθούν τη Δημοκρατία και το ελεύθερο εμπόριο σε όλο τον πλανήτη.
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Μα πολύ απλά πως, την επαύριον της κρίσης αυτής, οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν σημαντικές δυσκολίες στη διαχείριση των εξωτερικών τους υποθέσεων… μα πρωτίστως στη διατήρηση του διεθνούς status quo.
Οι «αντίπαλοι» των ΗΠΑ είναι δεδομένο πως το αμέσως επόμενο διάστημα θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν την εσωστρέφεια της Ουάσιγκτον, διαβρώνοντας ακόμα περισσότερο την επιρροή της.
Ζητούμενο για τους σημαντικούς περιφερειακούς παίκτες, όπως η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν, είναι ο περιορισμός της επιρροής των ΗΠΑ στις περιφέρειές τους αλλά και η «αμαύρωση» των ΗΠΑ στους τοπικούς τους συμμάχους.
Μια χώρα που δεν μπορεί να προστατέψει το δικό της Κοινοβούλιο… πώς μπορεί να πείσει τον Ιρακινό πως μπορεί να προστατέψει το δικό του ή αντίστοιχα πώς μπορεί να δώσει εγγυήσεις στον Νότιο-Κορεάτη σύμμαχό του πως θα αποτρέψει μια ενδεχόμενη κινεζική ανάμειξη στο εσωτερικό της;
Η κυριαρχία ενός κράτους στο διεθνές σύστημα δεν περνάει μόνο μέσα από τη στρατιωτική ισχύ και την οικονομική ευρωστία, όπως υποστηρίζουν οι ρεαλιστές των διεθνών σχέσεων, αλλά και από την ικανότητα της ηγέτιδας δύναμης να πείθει πως το δικό της μοντέλο διακυβέρνησης και το δικό της σύστημα αξιών είναι αυτό που μπορεί να προσφέρει έναν καλύτερο κόσμο.
Αυτή η δυνατότητα από το βράδυ της Τετάρτης έχει τρωθεί και ο κόσμος αγωνιά αν ο Μπάιντεν κατορθώσει να πατήσει γρήγορα «φρένο» στην κατρακύλα…