Ο «ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ» ΒΡΥΧΑΤΑΙ ΞΑΝΑ
Στη σέντρα του Euro 2020, από τις 10 εθνικές ομάδες που έχουν κερδίσει τον τίτλο, από το 1960 έως το 2016, θα λείψει μόνο η Ελλάδα
Την… άσημη Σπέτσια, τη φετινή «Σταχτοπούτα» της ιταλικής Serie A, «έβαλε» στο μάτι το αμερικανικών συμφερόντων fund MSD του πολυεκατομμυριούχου Ρόμπερτ Πλάτεκ. Με το deal να έχει κλείσει, η Σπέτσια γίνεται η έκτη ομάδα της πρώτης κατηγορίας του ιταλικού ποδοσφαίρου που… πληρώνει σε δολάρια! Ήδη η Μίλαν, η Φιορεντίνα, η Πάρμα, η Ρόμα και η Μπολόνια ανήκουν σε αμερικανικές εταιρείες, ενώ τον ίδιο δρόμο βαδίζει και η προπορευόμενη στο φετινό καμπιονάτο, Ίντερ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες των ιταλικών ΜΜΕ, η οικογένεια Πλάτεκ θα καταβάλει 25 εκατομμύρια ευρώ στο τωρινό «αφεντικό» της Σπέτσια, Γκαμπριέλε Βόλπι, για να αποκτήσει το πλειοψηφικό «πακέτο» μετοχών της ομάδας. «Η Serie A είναι η ελίτ. Ήταν πολύ καιρό που ψάχναμε μια ευκαιρία να συνεργαστούμε με έναν ιταλικό σύλλογο, του οποίου την αποστολή, το ήθος και την ηθική εκτιμήσαμε. Έτσι ήταν με τη Σπέτσια, γιατί ο σύλλογος έχει τις ίδιες αξίες στις οποίες πιστεύει η οικογένειά μας: την εργασία και την ταπεινότητα», αναφέρεται στο δελτίο Τύπου της οικογένειας Πλάτεκ, με το οποίο ανακοινώνεται η εξαγορά του ιταλικού συλλόγου.
Ο Ρόμπερτ Πλάτεκ εκτός από τη Σπέτσια έχει αγοράσει δύο ακόμη ποδοσφαιρικούς συλλόγους, τη Σοντερισκε στη Δανία, και την Κάζα Πία που αγωνίζεται στη Γ΄ κατηγορία της Ιταλίας, ενώ ενεπλάκη και στην εξαγορά της Σάντερλαντ, ομάδας που κάποτε ήταν μόνιμος ένοικος της Πρέμιερ Λίγκ, αλλά πλέον παίζει στις μικρές κατηγορίες της Αγγλίας.
Οι δύο μεγάλες ομάδες του Μιλάνου, η ομάδα της πρωτεύουσας και η παραδοσιακή δύναμη του ιταλικού ποδοσφαίρου Φιορεντίνα, η πρόσφατα ανωρθωθείσα Πάρμα, η Μπολόνια επιμένουν… αμερικάνικα.
Η Μίλαν, κατ’ αρχάς, με τη «βαριά» ιστορία των 18 πρωταθλημάτων Ιταλίας και των 7 champions league και πρωταθλητριών Ευρώπης, αλλά και το «φορτισμένο» ιδιοκτησιακό καθεστώς, καθώς επί δεκαετίες ήταν «μαγαζί Μπερλουσκόνι», ενώ πριν από μια πενταετία πέρασε σε κινεζικά χέρια που δεν αποδείχθηκαν πολύ… φερέγγυα. Τον Αύγουστο του 2016 το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της ομάδας, ύστερα από 30 χρόνια Μπερλουσκόνι πέρασε στον όμιλο της Wanda Group, με το τίμημα της εξαγοράς να αγγίζει τα 800 εκατ. ευρώ, συν την κάλυψη των χρεών ύψους 220 εκατ. ευρώ. Στο πόσο πίστευαν στην επένδυση οι Κινέζοι αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι πρόεδρος της ομάδας ανέλαβε ο ίδιος ο πρόεδρος του Ομίλου, Λι Γουνγκόνγκ. Όμως τα οικονομικά εμπόδια και κυρίως τα προβλήματα με τη Δικαιοσύνη στελεχών της εταιρείας κλόνισαν και την επένδυση και την ομάδα, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία της αποκλείστηκε από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις λόγω ανεξόφλητων χρεών. Και κάπου εκεί εμφανίστηκαν τα δολάρια. Ο Αμερικανός μεγιστάνας Πολ Σίγκερ της Elliott Management αγόρασε από τους Κινέζους ρίχνοντας γρήγορα χρήμα για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις, έφερε σε θέσεις ευθύνης παλιούς άσσους της Μίλαν, όπως ο βραζιλιάνος Λεονάρντο, και προχώρησε σε μεθοδικές κινήσεις στο μάρκετινγκ. Το αποτέλεσμα δικαιώνει την αμερικανική επιλογή, καθώς φέτος η Μίλαν μετά από πολλά χρόνια στα «χαμηλά» διεκδικεί με τη συμπολίτισσά της Ίντερ, τη Γιουβέντους και τη Ρόμα το ιταλικό πρωτάθλημα.
Τις δύο συμπολίτισσες τις χωρίζουν πολλά, έχουν όμως βίους παράλληλους στα ιδιοκτησιακά τους. Όταν ο Μπερλουσκόνι κυριαρχούσε ως πρόεδρος της Μίλαν, το αντίπαλο δέος άκουγε στο όνομα Μάσιμο Μοράτι – πρόεδρος της Ίντερ και ένας από τους πλουσιότερους Ιταλούς. Για να ξαναδώσει αίγλη στην «άλλη ομάδα του Μιλάνου» στα 18 χρόνια της παρουσίας του ξόδεψε 800 εκατ. ευρώ! Με αυτά έφερε μεγάλους ποδοσφαιριστές αλλά και προπονητές, όπως τον Μουρίνιο, που το 2010 έκαναν την Ίντερ «βασίλισσα» της Ευρώπης! Το 2016 παρέδωσε τα «κλειδιά» στη Suning Holding Group αρχικά του Ινδονήσιου Τοχίρ και στη συνέχεια του Κινέζου Ζανγκ. Παρ’ ότι η Ίντερ πρωταγωνιστεί στην Ιταλία, το οικονομικό βάρος φαίνεται… ασήκωτο ακόμα και για οικονομικά μεγέθη τύπου Suning, με τις φήμες να τη θέλουν ότι έχει βάλει πωλητήριο στην Ίντερ, και με δυο βασικούς υποψηφίους εξ Αμερικής, την BC Partners και την Arctos Sports Partners.
Με την… αστερόεσσα αγωνίζεται εδώ και χρόνια η Ρόμα. Ωστόσο, η ομάδα της πρωτεύουσας από το καλοκαίρι άλλαξε χέρια και πέρασε από τον Αμερικανό Κρ. Παλιότα στον επίσης Αμερικανό δισεκατομμυριούχο Νταν Φρέιντκιν. Εκατό εκατομμύρια ευρώ ξόδεψε ο Κ. Κράουζε για να αγοράσει την Πάρμα, καθώς, αν και… βέρος Αμερικανός, αγαπά «με πάθος την Ιταλία, το κρασί της και το ποδόσφαιρο! Τα έβαλα όλα μαζί και αγόρασα την Πάρμα», όπως είπε ο ίδιος. Έναν χρόνο νωρίτερα Αμερικανό ιδιοκτήτη απέκτησε και το καμάρι της Τοσκάνης, η Φιορεντίνα, μόνο που ο Ρόκο Κομίσο… έχει ιταλικές ρίζες.
Πριν από την… απόβαση στην Ιταλία ή σχεδόν παράλληλα –η Μπολόνια ήταν η πρώτη ιταλική ομάδα που «πήγε» σε αμερικανικά χέρια το 2008, και συγκεκριμένα στην TAG Part.Ltc– οι Αμερικανοί επέδραμαν και στη Βρετανία. Έξι ομάδες της αγγλικής Πρέμιερ Λίγκ έχουν βασικούς μετόχους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με την Μπέρνλι να είναι η τελευταία που άλλαξε χέρια και ακολούθησε τον δρόμο των «μεγάλων» Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Άρσεναλ, αλλά και των Κρίσταλ Πάλλας και Φούλαμ. Η αλήθεια είναι ότι στο κορυφαίο εθνικό πρωτάθλημα του πλανήτη παρατηρείται συνωστισμός δισεκατομμυρίων από όλες τις γωνιές της γης, από Κινέζους και Ρώσους μέχρι Αιγύπτιους, με τους Αμερικανούς να έχουν τα πρωτεία.
Πώς όμως εκδηλώνεται αυτό το ενδιαφέρον, όταν το ποδόσφαιρο δεν είναι από τα πιο δημοφιλή σπορ στις Ηνωμένες Πολιτείες; Ο λόγος είναι φυσικά… το χρήμα. Οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν και τον «βασιλιά» των αθλημάτων όπως όλα τα άλλα, δηλαδή ως μια ευκαιρία για επένδυση που μπορεί να «γεννήσει» κέρδη. Εκμεταλλευόμενοι την οικονομική κρίση της Ευρώπης, τις δυσκολίες των παραδοσιακών «πλουσίων» στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, ακόμα και τη Βρετανία, εμφιλοχώρησαν σε ένα «άγνωστο γήπεδο» ως επενδυτικά funds, με ολοκληρωμένα business plans, μακριά από την «κλασική» λογική του προέδρου-οπαδού που για την ομάδα θα «τινάξει την μπάνκα στον αέρα»… Οικονομολόγοι, λογιστές, στατιστικολόγοι και crisis managers κάθονται πλέον στον… πάγκο, δίπλα στους φυσιοθεραπευτές, τους φροντιστές και τους προπονητές. Και το ποδόσφαιρο συνεχίζει να ζει σε εποχές λιγότερο ρομαντικές, όμως πιο προσοδοφόρες.