ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ: Ο ΕΝ ΣΑΜΩ ΚΟΜΗΤΗΣ
Σπουδαία η διαδρομή του Πυθαγόρα, τραγικό το τέλος του.
Γόνος μιας από τις αριστοκρατικότερες και πλουσιότερες οικογένειες της Αθήνας, ο Αλκιβιάδης ήταν γιος του Κλεινία, του οποίου η γενιά έφθανε ως τον θρυλικό Αίαντα, και της Δεινομάχης, κόρης του Αλκμεωνίδη Μεγακλή και εγγονής του Ιπποκράτη, αδελφού του Κλεισθένη. Από την πλευρά της μητέρας του ο Αλκιβιάδης συγγένευε με τον Περικλή, ο οποίος, ως πρώτος εξάδελφός της, όταν ο Κλεινίας σκοτώθηκε στη Μάχη της Κορώνειας το 447 π.X., έγινε επίτροπος του μικρού Αλκιβιάδη.
Ευφυής και ωραίος, αλλά απείθαρχος και εγωκεντρικός, ο Αλκιβιάδης λέγεται ότι μεγάλωσε χωρίς… ηθικούς φραγμούς ή έστω την Ηθική που επικρατούσε στην εποχή του. Επηρεάστηκε περισσότερο από τους δασκάλους του σοφιστές, όπως ο Πρόδικος και ο Πρωταγόρας και συνήθισε να χλευάζει τις παραδεδεγμένες ιδέες περί δικαίου, μετριοφροσύνης, ευσέβειας, πατριωτισμού. H νηφάλια διδασκαλία και ο ασκητικός βίος του άλλου δασκάλου του, του Σωκράτη, δεν κατόρθωσαν να γίνουν παράδειγμα για τη δική του ζωή. Ο Αλκιβιάδης αγαπούσε και θαύμαζε τον Σωκράτη. Ο φιλόσοφος στη μάχη της Ποτίδαιας, το 432 π.X., του είχε σώσει και τη ζωή, χρέος που ο Αλκιβιάδης του ανταπέδωσε σώζοντάς τον και αυτός από βέβαιο θάνατο στη μάχη του Δηλίου, το 424 π.X.
Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, καταγράφεται ο έρωτας που αισθανόταν ο Αλκιβιάδης για τον Σωκράτη. Ο Πλάτων περιγράφει ένα γλέντι με ανταλλαγή απόψεων, φαγητό και ποτό-σε αυτό, δίνει τέλος ο Αλκιβιάδης, που εισέρχεται στον χώρο του συμποσίου μεθυσμένος και ωρυόμενος. Ο Πλάτων χρησιμοποιεί σαν επίλογο του έργου του αυτό το επεισόδιο θέλοντας να δείξει στην πράξη, περιγράφοντας την σχέση μεταξύ του Αλκιβιάδη και του Σωκράτη, όσα η Διοτίμα υποστήριξε θεωρητικά για τον σωστό δρόμο του έρωτα, ρίχνοντας παράλληλα τους τόνους και χαλαρώνοντας την ατμόσφαιρα.
Αναφέρει ο Σωκράτης παραπονεμένος: «Ο έρωτας αυτού του ανθρώπου μου έγινε μεγάλο βάρος˙ από τη μέρα που τον ερωτεύτηκα, ποτέ μα ποτέ δεν μπόρεσα να κοιτάξω, και πολύ περισσότερο να κουβεντιάσω με κάποιο ομορφόπαιδο». Ο Αλκιβιάδης απαντά αναλόγως: «Τα λόγια του κάνουν την καρδιά μου να σκιρτάει και δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου».
Στη συνέχεια, ο Σωκράτης αναγκάζει τον αγαπημένο του να παραδεχτεί πως παρά τα ελαττώματα που έχει, αδιαφορεί για την βελτίωσή του και ασχολείται με την πολιτική. Ο Αλκιβιάδης εδώ, αναγνωρίζει ξεκάθαρα τον ρόλο του φιλοσόφου ως ενάρετου εραστή, όπως τον όρισε ο Παυσανίας, καθώς έχει ηθική ανωτερότητα σε σχέση με τον ερωμένο Αλκιβιάδη, και σκοπό την πνευματική του προαγωγή.
Ο Αλκιβιάδης κάνει την τελευταία του κίνηση, λέγοντας στον Σωκράτη πως είναι ο μόνος που αποδείχτηκε άξιος εραστής του, και του προσφέρει τον εαυτό του, τα πλούτη του και τα πλούτη των φίλων του. Του υπόσχεται πως το πιο ουσιώδες γι’ αυτόν είναι να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του όσο γίνεται καλύτερα, και παραδέχεται πως θα αισθανόταν ντροπή αν δεν χάριζε τον εαυτό του «σ’ έναν τέτοιον άντρα». Ο Σωκράτης όμως απάντησε ειρωνικά στον Αλκιβιάδη, παινεύοντας τα κάλλη του, αλλά κατηγορώντας τον πως του λείπει η ψυχική ομορφιά, και πως θέλει να ανταλλάξει τα δικά του εξωτερικά κάλλη με την αληθινή ομορφιά του Σωκράτη, «να δώσει χαλκό και να πάρει χρυσό».
Η… φιλία του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη ήταν το «αγκάθι» στην φήμη του φιλοσόφου, αφού θεωρήθηκε ότι ήταν τα διδάγματά του που οδήγησαν τον στρατηγό στην προδοσία της Αθήνας, και τον Σωκράτη στο εδώλιο με την κατηγορία της διαφθοράς των νέων.
Αν και δεν υπάρχει λεπτομερής περιγραφή των χαρακτηριστικών του και η απεικόνιση του σε γλυπτά αντίγραφα δεν είναι τελείως αξιόπιστη, όλοι μιλούν για μια τέλεια ομορφιά. «Ακόμη και το νύχι του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού ήταν τέλειο», λέει ο Πλάτωνας. Η πιο συνετή και σεμνή γυναίκα μπορούσε, κατά τον Ξενοφώντα, να υποκύψει στο κάλλος του. Και ο Πλούταρχος δίνει έναν ωραίο ύμνο στην ομορφιά του Αλκιβιάδη. «Για την ομορφιά του σώματος του φτάνει ίσως να πούμε ότι και στην παιδική και στην εφηβική και στην ανδρική του ηλικία ήταν γλυκός και ελκυστικός, ακτινοβολώντας κάθε φορά σαν ωραίο άνθος». Επειδή άντρες και γυναίκες τον θεωρούσαν τον ωραιότερο άντρα, τον αποκαλούσαν «ο ωραίος Αλκιβιάδης» και ήδη από την εφηβεία του ήταν περιζήτητος ως μοντέλο σε εργαστήρια. Ο ίδιος φρόντιζε να αναδεικνύει το κάλλος του με μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις και πορφυρά ενδύματα. Καθιέρωσε μάλιστα και νέο σχήμα σανδαλιών που ονομάστηκαν Αλκιβιάδες. Το μόνο φυσικό του ελάττωμα ήταν ένα ελαφρύ τραύλισμα, αλλά ακόμη κι αυτό η γοητεία του Αλκιβιάδη το είχε μετατρέψει σε θέλγητρο, που έκανε τους ακροατές του να τον ακούνε με ευχαρίστηση και τους νεαρούς Αθηναίους να τον μιμούνται….
Σπάταλος, νάρκισσος, εγωκεντρικός, βίαιος. Και άλλα πολλά… Όλα τους επιβεβαιωμένα από διάφορες ιστορικές πηγές. Πράγματι, ο Αλκιβιάδης δεν κατέβαλλε καμιά προσπάθεια να καταπολεμήσει τα ελαττώματα του χαρακτήρα του. Εκτός από τις σπατάλες και την επιδειξιομανία του, ο νέος Αλκιβιάδης συχνά περιφρονούσε κάθε έννοια ευγένειας και φερόταν πραγματικά απαράδεκτα. Χαστούκισε ένα δάσκαλο, γιατί δεν είχε την Ιλιάδα. Ανάγκασε με τη βία ένα ζωγράφο να ζωγραφίσει το σπίτι του και φημολογείται πως κατέστρεψε το κατηγορητήριο ενός προστατευόμενού του. Ο Αλκιβιάδης ήθελε όσο τίποτα να εντυπωσιάζει τους συμπολίτες του ώστε οι συζητήσεις τους να περιστρέφονται συνεχώς γύρω από το άτομο του. Όταν παρουσιάστηκε σε μια συνέλευση, όχι μόνο προσέφερε σεβαστό ποσό στο δημόσιο ταμείο, παρά άφησε να του φύγει ένα ορτύκι που έκρυβε στο ιμάτιο του και καθώς οι παρευρισκόμενοι προσπαθούσαν να πιάσουν το πουλί, εκείνος απολάμβανε την αναστάτωση και τον θόρυβο που είχε προκαλέσει. Η έπαρση και η ματαιοδοξία του γοητευτικού νέου εκδηλώθηκαν με τη μεγαλύτερη ένταση και λαμπρότητα στους Ολυμπιακούς αγώνες του 416 π.Χ. Ο Αλκιβιάδης όχι μόνο κατέβασε επτά άρματα, πράγμα που ούτε βασιλιάς δεν είχε κάνει μέχρι τότε, αλλά κέρδισε επίσης και τα τρία πρώτα βραβεία των αρματοδρομιών, για πρώτη φορά στα χρονικά. Ο θρίαμβος γιορτάστηκε με όλες τις τιμές και τη μεγαλοπρέπεια που μπορεί κανείς να φανταστεί. Η Έφεσος του προσφέρει μια υπέροχη σκηνή, η Χίος ζώα για θυσία, η Λέσβος κρασί και φαγητά για τις δεξιώσεις του στην Ολυμπία. Εκτός από την επίσημη πομπή, ο ίδιος ο Αλκιβιάδης οργάνωσε μια δική του, όπου χρησιμοποίησε τα χρυσά αγγεία της Ολυμπίας. Έκθαμβοι οι ξένοι παρακολουθούσαν τις υπερβολικές αυτές εκδηλώσεις, που δεν είχαν προηγούμενο. Δικαιωματικά λοιπόν ο Αλκιβιάδης πρόβαλλε λίγο αργότερα τη συμβολή του στην αίγλη της Αθήνας και στη «διαφήμισή» της προς τα έξω.
Μετά τον θάνατο του Περικλή το 429 π.X., την Αθήνα την κυβερνούσαν δημαγωγοί, όπως ο Κλέων, ή συντηρητικοί, όπως ο Νικίας. Ο Αλκιβιάδης χάρη στην προσωπική του γοητεία, στην ευγλωττία του αλλά και στον πλούτο του, αναδείχθηκε ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης και επιδίωξε να προσεγγίσει τους Σπαρτιάτες ώστε να αναλάβει αυτός τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες όμως προτίμησαν τον Νικία και όταν, το 421 π.X., υπογράφτηκε η «Νικίειος ειρήνη», η οποία τερμάτισε την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Αλκιβιάδης πέρασε στο στρατόπεδο των φιλοπόλεμων.
Ουσιαστικά, η πολιτική σταδιοδρομία του Αλκιβιάδη ξεκίνησε το 420 π.X., όταν εκλέχθηκε για πρώτη φορά στρατηγός. Με τη φιλοδοξία να αποκαταστήσει την Αθήνα στην παλιά της ηγεμονική θέση ο Αλκιβιάδης κατόρθωσε, παρακάμπτοντας τις αντιρρήσεις του Νικία, να πείσει τους Αθηναίους να συνάψουν ειρήνη με το Αργος, την Ηλίδα και τη Μαντίνεια. H Σπάρτη όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, αντέδρασε και το 418 π.X., στη Μαντίνεια, συνέτριψε τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Έτσι, η Αθήνα βρέθηκε απομονωμένη και ο Αλκιβιάδης γλίτωσε οριακά τον οστρακισμό. Με διπλωματικό ελιγμό ο Αλκιβιάδης συνασπίστηκε τότε με τον πρώην αντίπαλό του Νικία και πέτυχε να οστρακιστεί ο κατήγορός του, ο Υπέρβολος.
Τον επόμενο χρόνο ο Αλκιβιάδης εκλέχθηκε και πάλι στρατηγός μαζί με τον Νικία. Για μία ακόμη φορά, η υπέρμετρη φιλοδοξία του Αλκιβιάδη έγινε αιτία ανείπωτης συμφοράς και ντροπής για την Αθήνα με την αποτυχημένη εκστρατεία της Αμφίπολης και με την κατάληψη της Μήλου, όπου σφαγιάστηκαν όλοι οι άρρενες ενώ τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν για δούλοι.
Το τέλος του Αλκιβιάδη είναι τόσο σκοτεινό, όσο και μυθιστορηματικό. Σε μια σύντομη επιστροφή του στη Φρυγία με σκοπό την εξασφάλιση ενισχύσεων για τους Αθηναίους από τους Πέρσες, ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος έστειλε τον Πέρση Φαρνάβαζο μαζί με δύο άλλους άντρες να πυρπολήσουν την οικία του. Όταν ο Αλκιβιάδης αντελήφθη την πυρκαγιά, βγήκε έξω μαζί με την εταίρα του, την ερωτευμένη Τιμάνδρα, αλλά ήταν πλέον αργά: Το κεφάλι του Αλκιβιάδη μεταφέρθηκε στον σατράπη, ενώ το σώμα του έμελλε να ταφεί κρυφά από την ερωμένη του. Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Κατά τον Πλούταρχο, ο άντρας που έπαιξε τον μεγάλο Πελοποννησιακό Πόλεμο στα δάχτυλά του δολοφονήθηκε για την τιμή μιας γυναίκας. Ο Αλκιβιάδης διέφθειρε τη γυναίκα ενός εκ των επισήμων της Φρυγίας, συζώντας απροκάλυπτα μαζί της. Αγανακτισμένα τα αδέρφια της γι' αυτή την ύβρη, πυρπόλησαν την οικία του. Η γοητεία που ασκεί ακόμη ο Αλκιβιάδης σε ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες οφείλεται ακριβώς εδώ: ενώ πρόκειται για μία υπαρκτή, ιστορική προσωπικότητα, θυμίζει περισσότερο τυραννισμένο λογοτεχνικό ήρωα, βγαλμένο από την πένα του Σοφοκλή και του Σαίξπηρ ταυτόχρονα, όταν ξεστομίζει παθιασμένα πως «για μια πανθομολογούμενη μωρία, τίποτα καινούργιο δεν θα μπορούσε να ειπωθεί!», αναφερόμενος στην αθηναϊκή δημοκρατία μπροστά σε δεκάδες μανιασμένους Σπαρτιάτες.