Ο Αλέκος Σακελλάριος γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1913 στην Αθήνα από τον Πύρρο Σακελλάριο και την Ελένη Ζάππα, απόγονο του γνωστού εθνικού ευεργέτη, Κωνσταντίνου Ζάππα. Οι πρώτες του αναμνήσεις ήταν από το αρχοντικό του παππού του, ευχάριστες, ξέγνοιαστες, οι οποίες στην συνέχεια άλλαξαν, αφού άλλαξαν δραματικά και τα οικονομικά της οικογένειας. Έδειξε από πολύ νωρίς την κλίση του στις τέχνες και τα γράμματα, αν και δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το σχολείο!
Από το Δημοτικό οργάνωσε και παρουσίαζε δικές του θεατρικές παραστάσεις ήδη από το Δημοτικό! Στο Γυμνάσιο, συνεχίζοντας να περνά τις τάξεις με το ζόρι, εκδίδει με έναν συμμαθητή του τη σχολική εφημερίδα «Ο μαθητής», την δημοφιλέστερη μαθητική φυλλάδα της εποχής!
Παρά τις μέτριες σχολικές επιδόσεις του, κατάφερε να γίνει δεκτός στη Νομική Σχολή. Ο Σακελλάριος πήρε το πτυχίο του δικηγόρου, με το οποίο δεν ασχολήθηκε ποτέ. Ως φοιτητής έστειλε ένα ποίημα στον εκδότη της «Καθημερινής», Γιώργο Βλάχο, ο οποίος του προσέφερε θέση στη φιλολογική στήλη της εφημερίδας!
Πέρασε ως ρεπόρτερ, χρονογράφος και ευθυμογράφος, από πλήθος ελληνικών εφημερίδων («Ελεύθερη Ελλάδα», «Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Ελεύθερος Κόσμος», «Εθνικός Κήρυξ», «Ελεύθερος Τύπος» κ.ά.), ενώ άλλοτε λειτουργούσε ως εκδότης των δικών του περιοδικών.
Με τον μόνιμο συνεργάτη του, Χρήστο Γιαννακόπουλο, κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Το Εικοσιτετράωρο» και τα περιοδικά «Πρωτεύουσα» και «Σαββατοκύριακο». Ο Σακελλάριος αρθρογραφούσε και κρατούσε μόνιμες στήλες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες για περισσότερα από 60 χρόνια!
Η σπουδαία πορεία του στον καλλιτεχνικό χώρο ξεκίνησε επισήμως το 1935, όταν στα 22 του χρόνια έγραψε την οπερέτα «Ο βασιλιάς του χαλβά» κατά παραγγελία του Πέτρου Κυριακού, μεγάλου ονόματος του μουσικού θεάτρου της εποχής.
Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με τον παντοτινό του συνεργάτη Χρήστο Γιαννακόπουλο και από κοινού θ’ αλλάξουν τη μοίρα του σανιδιού και του πανιού ως «Διόσκουροι του Ελληνικού θεάτρου»! Το πολυγραφότατο και εξαιρετικά πετυχημένο δίδυμο μέτρησε σερί καλλιτεχνικών και εμπορικών θριάμβων, εμπνέοντας επίδοξους συγγραφείς και χρονογράφους της γενιάς τους να καταπιαστούν με την κωμωδία.
Ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν και σπουδαίος στιχουργός με περισσότερα από 2.000 τραγούδια. Ανάμεσά τους τα «Θα ξανάρθεις», «Έναν αητό αγάπησα», «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου», «Ας είν’ καλά το ινάτι σου», «Το τραμ το τελευταίο», «Έχω ένα μυστικό», κ.ά.
Τα 200 περίπου θεατρικά έργα που έγραψε μόνος ή με τον Γιαννακόπουλο έγιναν εμπορικές επιτυχίες, σημείωσαν ρεκόρ εισιτηρίων, ενώ παίζονται ακόμα και σήμερα.
Ο Σακελλάριος έγραψε σπινθηροβόλες κωμωδίες και επιθεωρήσεις που χαρακτηρίζονταν από κέφι, ευφυΐα και εφευρετικότητα, καυτή αίσθηση του χιούμορ και σατιρική διάθεση. Τα έργα του αντανακλούσαν τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής, πάντα με ανάλαφρο αλλά και σκωπτικό τρόπο. Πολλές πτυχές της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας τέθηκαν στο ηθογραφικό, κοινωνικό και πολιτικό στόχαστρο του δημιουργικού αυτού ανθρώπου, αφήνοντας παρακαταθήκη μια ολόκληρη δραματουργική παράδοση που θα έβρισκε σύντομα πάμπολλους μιμητές.
Στον κινηματογράφο πέρασε ως αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής που δεν ήξερε καν τα μεγέθη των πλάνων! Όλα ξεκίνησαν σαν αστείο το 1946, όταν ο Φιλοποίμην Φίνος τού ζήτησε να του γράψει ένα κινηματογραφικό σενάριο. Ο Σακελλάριος κλείνεται στο εργαστήρι του με τον Γιαννακόπουλο και παραδίδουν στο γραφείο του παραγωγού την διασκευασμένη θεατρική επιτυχία τους «Παπούτσι από τον τόπο σου», η οποία παιζόταν στα θέατρα για έναν ολόκληρο χρόνο!
Χωρίς να ξέρει από σεναριακές απαιτήσεις και κινηματογραφικά τερτίπια, ο Σακελλάριος ανοίγεται στο πέλαγος του σινεμά και σύντομα γίνεται ένας από τους εμπορικότερους και παραγωγικότερους σκηνοθέτες της εποχής.
Ο ίδιος είχε περιγράψει ως εξής την αρχή της συνεργασία του με τον Φίνο: «Και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Φίνος. Νέος, γυιος φαρμακοποιού, αλλά με μεγάλη κλίση και ταλέντο σε όλα τα μηχανικά πράγματα. Γύριζε συνέχεια με κατσαβίδια στις τσέπες και έλυνε και έδενε μηχανές, αυτό ήταν το ψώνιο του… Εγώ εκείνη την περίοδο έγραφα κωμωδίες για το θέατρο. Ο Φίνος που το ήξερε ήρθε και μου είπε: “Γιατί δεν γράφεις και μια κωμωδία για τον κινηματογράφο;” Εγώ απάντησα ότι θα έγραφα κωμωδία, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα την γύριζε είτε ο Τζαβέλλας είτε ο Ιωαννόπουλος, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που έκαναν εκείνη την εποχή σωστό κινηματογράφο».
»“Συμφωνήσαμε τελικά να την γυρίσει ο Τζαβέλλας. Έτσι έγραψα το ‘Παπούτσι από τον τόπο σου’. Ο Φίνος το διάβασε, ενθουσιάστηκε και είπε:
»“Εντάξει, αύριο αρχίζεις το γύρισμα”.
»Απόρησα: “Ποιος, εγώ; Ο Τζαβέλλας δεν θα γυρίσει την ταινία;”
»“Όχι, τελικά δεν θα έρθει. Θα την γυρίσεις μόνος σου”.
»“Μα εγώ δεν έχω ιδέα!” αποκρίθηκα. “Δεν ξέρω καν τι είναι μια κινηματογραφική μηχανή”.
»“Δεν έχει σημασία, θα σου δείξω εγώ”, επέμεινε ο Φίνος.
»Έτσι άρχισε να μου μιλάει για τα πλάνα και τους όρους. Εγώ άρχισα να μπερδεύομαι με τους όρους: “Θα γυρίσω την ταινία, αλλά με μια συμφωνία, αντί για τους όρους θα χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να δείχνω στον οπερατέρ μέχρι πού θέλω να είναι το πλάνο”».
Έτσι γυρίστηκε η πρώτη ταινία με την υπογραφή του Αλέκου Σακελλάριου στην σκηνοθεσία, όπου εμφανίστηκε μάλιστα για πρώτη φορά η Γεωργία Βασιλειάδου! Το θρυλικό ένστικτο του Φίνου δεν λάθεψε, καθώς ο Σακελλάριος έγραψε και σκηνοθέτησε περισσότερες από 60 κλασικές ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά.
Οι τίτλοι είναι εδώ πέρα για πέρα καθηλωτικοί: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948), «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Ένας ήρωας με παντούφλες» (1958), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), «Δεσποινίς ετών 39» (1952), «Σάντα Τσικίτα» (1953), «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» (1955), «Δελησταύρου και υιός» (1957), «Τα κίτρινα γάντια» (1960), «Η νύφη το έσκασε» (1962), «Το δόλωμα» (1964), «Η Αλίκη στο ναυτικό» (1961), «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Αλλοίμονο στους νέους» (1961), «Καλώς ήλθε το δολάριο» (1967), «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι» (1968), «Ο καπετάν-φάντης μπαστούνης» (1968), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1963), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Όταν λείπει η γάτα» (1962), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960)…
Κι αν αυτά τα φιλμ δεν είναι αρκετά, προσθέτουμε και αυτά: «Η καφετζού» (1956), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα» (1959), «Μοντέρνα σταχτοπούτα» (1965), «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955), «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Η κόμισσα της Κέρκυρας» (1972), «Η θεία μου η χίπισσα» (1970), «Η σωφερίνα» (1964), «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964), «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» (1971), «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο» (1968) κ.λπ.
Ο Σακελλάριος έγραψε και γύρισε αισθηματικές κωμωδίες, κοινωνικές σάτιρες, κωμωδίες χαρακτήρων, κωμωδίες παρεξηγήσεων (φάρσες) και κωμωδίες καταστάσεων, πλάθοντας ζωντανούς τύπους της τρέχουσας καθημερινότητας, αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες δηλαδή του μέσου Νεοέλληνα. Ως μετρ της θεατρικής κωμωδίας, ο πολυγραφότατος δραματουργός μετέφερε στον κινηματογράφο όλη του την γνώση από το θεατρικό κείμενο, με τα σενάριά του να διακρίνονται για την στιβαρή δομή, το μπρίο, τον ρυθμό και την ζωηρότητα.
Διασκευές –συνήθως– ανεπανάληπτων θεατρικών επιτυχιών (αλλά και καμιά δεκαπενταριά πρωτότυπα σενάρια), τα φιλμ του Σακελλάριου έκαναν μεγάλα αστέρια τα ιερά τέρατα του ελληνικού σινεμά, καθώς πολλοί του χρωστούσαν πολλά. Ως σκηνοθέτης ήταν βέβαια μετρημένος και σχετικά στατικός, καθώς όπως παραδεχόταν δεν είχε ιδέα από κινηματογραφική σκηνοθεσία και πλανάρισμα. Ήταν όμως τόσο γνήσιο και τεράστιο ταλέντο, που μπορούσε αυθόρμητα να στήνει ζωντανές, πιπεράτες και κεφάτες σκηνές, μιας και κανείς δεν ήξερε καλύτερα τι είναι αυτό που λέμε χιούμορ.
«Για μένα το πρόβλημα του Αλέκου ήταν βασικά ένα: Είχε πολλά ταλέντα, που στριμώχνονταν συνέχεια μέσα του, προσπαθώντας να πάρει κάποιο από όλα σειρά. Έγραφε κωμωδίες, αλλά αν τον κλείδωνε κάποιος για μερικές ώρες ή για μερικούς μήνες σε ένα γραφείο – όπως έκανε ο Βλάσης Γαβριηλίδης στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη – θα μπορούσε να μπει άνετα στο μαγικό αυλάκι της πεζογραφίας, οδοιπορώντας κάπου ανάμεσα στον Μαρκ Τουαίν και στον Τσέχοφ. Σκηνοθετούσε ταινίες του Φίνου και την ίδια ώρα έγραφε μερικά από τα πιο ρομαντικά τραγούδια του ελληνικού πενταγράμμου», είχε πει ο Φρέντυ Γερμανός.
Η κοινωνική τοιχογραφία του κινηματογράφου του μεταφέρθηκε και στην πλούσια στιχουργική του δράση, αφού τα 2.000 κομμάτια του δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για τη διαχρονική τους απήχηση και την καλλιτεχνική τους ποιότητα: «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Το τραμ το τελευταίο», «Μάρω, Μάρω, μια φορά είν’ τα νιάτα», «Ά-λα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» , «Το μονοπάτι», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Ένα βράδυ που ’βρεχε», «Άρχισαν τα όργανα», «Έχω ένα μυστικό», «Υπομονή», «Σήκω χόρεψε συρτάκι» κ.λπ.
Ο Σακελλάριος συνεργάστηκε με πάμπολλους συνθέτες και άφησε άλλο ένα χρυσό κεφάλαιο στο ελληνικό πεντάγραμμο. Οι συνεργασίες του με τον Σουγιούλ και τον Μάνο Χατζιδάκι έγραψαν τις δικές τους μεγάλες στιγμές στο τραγούδι. Άλλοτε ως κομμάτια των θεατρικών και των ταινιών του και άλλοτε ως αυθύπαρκτα στιχάκια, τα τραγούδια του Σακελλάριου έμελλε να είναι κι αυτά διαχρονικά, ως ένας ατέλειωτος κατάλογος κλασικών επιτυχιών.
Τόσο οι ταινίες και τα θεατρικά του όσο και τα τραγούδια του ήταν ορόσημα εμπορικότητας, καθώς τα ρεκόρ εισπράξεων του Σακελλάριου υπήρξαν θρυλικά στην ελληνική showbiz. Ταυτοχρόνως, ανέδειξε την νέα γενιά του ελληνικού θεάματος, συστήνοντας και καθιερώνοντας, για παράδειγμα, την Βουγιουκλάκη και την Καρέζη. Αλλά και για την παλιά φουρνιά έκανε πολλά, γνωρίζοντας ουσιαστικά στο κοινό τον Γιάννη Γκιωνάκη («Κίτρινα Γάντια»), κάνοντας σταρ την Βασιλειάδου (βγάζοντάς τη από την αποστρατεία) και απογειώνοντας τον Κώστα Χατζηχρήστο (στον «Ηλία του 16ου»).
Σε μια σχετικά άγνωστη πλευρά της δράσης του, ο Σακελλάριος προσέγγισε τον νεοσύστατο χώρο της ελληνικής τηλεόρασης ήδη από το εμβρυακό της στάδιο, γράφοντας και σκηνοθετώντας περισσότερες από 40 κωμικές σειρές («Δόκτωρ Τικ», «Μία Αθηναία στην Αθήνα» κ.λπ.), όταν δεν παρουσίαζε φυσικά τις δικές του ψυχαγωγικές εκπομπές, όπως οι «Εγώ κι εγώ», «60 λεπτά χωρίς λεπτά», «Μόνο για σας», «Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα», «Η παλιά επιθεώρηση» κ.ά.
Ο Σακελλάριος τιμήθηκε επανειλημμένα με το σπουδαίο θεατρικό «Έπαθλο Ξενόπουλου», ενώ το φιλμ «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ταινία της πενταετίας 1955-1960 (από τις εργασίες της Α΄ Εβδομάδας του Ελληνικού Κινηματογράφου στην Θεσσαλονίκη).
Στην προσωπική του ζωή, που την κράτησε πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Αλέκος Σακελλάριος έκανε τρεις γάμους και απέκτησε δύο κόρες. Ο πρώτος του γάμος, που κράτησε τριάντα χρόνια μέχρι το 1969, όπου η γυναίκα του, Ματούλα Ντάβαρη, έφυγε πρόωρα από τη ζωή, του χάρισε τα δυο του παιδιά, την Ελένη και την Ανή, από τα οποία απέκτησε αργότερα και τρία εγγόνια. Ο δεύτερος γάμος του ήταν με την ηθοποιό Νίκη Λινάρδου, που τόσο προσπάθησε να καθιερώσει στο ελληνικό σινεμά, αφήνοντας πληθώρα σπαρταριστών επεισοδίων αλλά και θρυλικούς καβγάδες με την Βουγιουκλάκη!
Η Λινάρδου έκανε το ντεμπούτο της στην «Καφετζού» του Σακελλάριου και έπαιξε μετά στην «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Ο σκηνοθέτης την ώθησε να γίνει ξανθιά και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την κάνει σταρ, προκαλώντας αναρίθμητα και μυθικά πια θερμά επεισόδια με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Φίνο!
Ο τρίτος του γάμος έγινε με την ηθοποιό Τίνα Βρεττού- Σακελλάριου, τον «καλό του άγγελο», όπως έλεγε χαρακτηριστικά, στο πλευρό της οποίας πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Ο Αλέκος Σακελλάριος έφυγε από τη ζωή στις 28 Αυγούστου του 1991.
Οι φωτογραφίες είναι παρμένες από το σάιτ http://alekossakellarios.weebly.com/ που δημιούργησαν προς τιμήν του οι κόρες του, Ελένη Φίλιου και Ανή Λεονάρδου, καθώς και τα εγγόνια του, Ματίνα Φίλιου, Τίνυ Λεονάρδου και Σωτήρης Φίλιος.
Δείτε τον Αλέκο Σακελλάριο να μιλά για την ζωή και την καριέρα του στην εκπομπή «Μονόγραμμα», το 1986: