«Απαρνηθείτε αυτό που έχετε και πάρτε αυτό που σας αρνούνται», έλεγε ο Μπρεχτ. Είχαν σκλαβιά, και ζήτησαν την ελευθερία τους. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν; Από την αρχή της σκλαβιάς τους από τους Οθωμανούς, οι Έλληνες επαναστάτησαν. Μόλις τέσσερα χρόνια από την Άλωση της Πόλης, μπήκαν στο μονοπάτι του ξεσηκωμού, να διώξουν τους βαρβάρους, τους δυνάστες τους, ένα μονοπάτι δύσβατο, πλημμυρισμένο στο αίμα τους, μα δεν τους ένοιαζε. Κάποτε θα το πετύχαιναν στην άλλη άκρη να φτάσουν. Και ξανά ξεσηκώνονταν, και ξανά οι σφαγές, και ξανά η ελπίδα φως να βρουν, κοντά το τέρμα, ένα μονοπάτι μακρύ, γεμάτο αγκάθια και κόκαλα από αυτά που άφηναν πίσω τους, άπνοα, άλιωτα, κάθε που το τολμούσαν κείνες τις άπειρες φορές.
Τέσσερις αιώνες κράτησε τούτη η διαδρομή, γεμάτος ο τόπος από της απεγνωσμένης ήττας τα ματωμένα ξεσκισμένα από τα δόντια του εχθρού κορμιά, σκόρπια παντού για να θυμούνται οι επόμενοι, μη τολμήσουν τα ίδια να κάνουν, κι εκείνοι ξανατολμούσαν, και ξανά τα ίδια έκαναν, μέχρι εκείνη την ευλογημένη άνοιξη του 1821.
Κάποια στιγμή, μέσα από τόσους αγώνες και τόσο μακελειό, έμαθαν οι Ευρωπαίοι που μόλις είχαν ξεμπερδέψει με τη δική τους Γαλλική Επανάσταση του 1789, όπως και οι Αμερικάνοι, που κι αυτοί είχαν βγει νωρίτερα από τη δική τους του 1775, και σκέφτηκαν πως πρέπει να βοηθήσουν τούτους τους ρημαγμένους στη δική τους προσπάθεια του ξεσηκωμού για την ελευθερία, από φορομπήχτες δυνάστες, βάρβαρους και αλλόθρησκους.
Εξάλλου, ήταν τόσοι εκείνοι που τους τα εμπέδωσαν, πλούσιοι, μορφωμένοι, Έλληνες της Διασποράς, που σχετίστηκαν μαζί τους και τους μίλησαν με θέρμη, λέξεις πάνω σε κιτρινισμένα σαν πάπυρο χαρτιά, λέξεις-φωτιά. Και ξεσηκώθηκαν κι εκείνοι μαζί με τους σκλαβωμένους, και ήρθαν κοντά τους, μαζί τους να πολεμήσουν, δικό τους τον αγώνα τους να κάνουν. Και τον έκαναν. Φιλέλληνες τους είπαν. Κι ήταν κι αυτοί πολλοί, κι ένα έγιναν με τους ντόπιους ήρωες, και πολέμησαν και νίκησαν τους βαρβάρους, βοηθώντας τους ξυπόλυτους με τα ξεσκισμένα πόδια στο τέλος του μονοπατιού να φτάσουν. Και έφτασαν…
Η απαρχή της Επανάστασης
Και το 1821 έρχεται η μεγάλη Επανάσταση, που άνοιξε τον δρόμο της καταστροφής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προπύργιο αφενός για την ελευθερία των υπόλοιπων Βαλκανικών χωρών, αλλά και τείχος για τη μη εισδοχή της στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Αδαμάντιος Κοραής
Ο Διαφωτισμός ήδη στη Δυτική Ευρώπη ανέδειξε φωτισμένες μορφές των Γραμμάτων και των Τεχνών, κάτι στο οποίο εισχώρησαν σπουδαίοι Έλληνες εκείνης της εποχής, όπως ο Ρήγας Φεραίος, ή ο Αδαμάντιος Κοραής, που ενδύθηκαν τον Ελληνικό Διαφωτισμό, ή ο Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης, ο Φαναριώτης νομικός Δημήτριος Καταρτζής, ο Κερκυραίος κληρικός Ευγένιος Βούλγαρης, που δίδαξε στην Αθωνιάδα Σχολή φιλοσοφία και μαθηματικά, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Δανιήλ Φιλιππίδης που συνέγραψαν στη δημοτική γλώσσα τη «Γεωγραφία Νεωτερική», ενώ ο Κοζανίτης γιατρός Μιχαήλ Περδικάρης σατίρισε σε πεζά και σε στίχους πρόσωπα και γεγονότα της εποχής του.
Από τα «Ορλωφικά» στην ελευθερία
Η επανάσταση των Ελλήνων, που έλαβε χώρα το 1766-1770 και ονομάστηκε Ορλωφικά –από τους αδελφούς Ορλώφ, στρατηγούς της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Μεγάλης στη Ρωσία–, θα μπορούσε να είχε ελευθερώσει την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, αν δεν τελείωνε με την προδοσία των Ορλώφ. Αποτέλεσε, ωστόσο, και τον χάρτη πάνω στον οποίο έπρεπε να βαδίσουν οι Έλληνες για έναν νέο ξεσηκωμό εναντίον των κατακτητών με σίγουρη τη νίκη τους, για να μην ξαναπνιγεί το ελληνικό υποδουλωμένο έθνος στο αίμα. Και οι Έλληνες της Διασποράς έπαιξαν τον σπουδαίο θετικό τους ρόλο σε αυτό, και με χρήματα για να προετοιμάσουν το έδαφος, αλλά και με το μεγάλο κύμα του φιλελληνισμού που δημιούργησαν, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Μορφωμένοι, πλούσιοι, εκδίδουν βιβλία και εφημερίδες σε όλη την Ευρώπη, διαδίδοντας την ιστορία της Ελλάδος, μεταφράζουν αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους και τραγωδούς, διαδίδοντας την αρχαία ελληνική πραγματεία, εν ολίγοις σμιλεύουν το όραμα της Ελευθερίας.
Από την άλλη, έπρεπε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο που θα οργάνωνε την επανάσταση, και το βρήκαν στην Οδησσό το 1814, όπου δημιουργήθηκε η «Φιλική Εταιρεία» με ιδρυτές τους Νικόλαο Σκουφά, 35 χρόνων, από το Κομπότι της Άρτας, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, 42 χρόνων, από την Πάτμο, και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, 26 χρόνων, από τα Γιάννενα. Και οι τρεις ανήκαν ήδη σε άλλες μυστικές ευρωπαϊκές οργανώσεις, και γνώριζαν τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να λειτουργήσουν –βασικά, κατά το σύστημα των Ελευθεροτεκτόνων–, ώστε να ξεσηκώσουν τους φοβισμένους Έλληνες, αφού προηγουμένως μυήσουν μεγάλο αριθμό σημαντικών προσωπικοτήτων. Στις γραμμές της συσπειρώνονται κυρίως έμποροι και μικροαστοί, αλλά και Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες και κληρικοί, πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αγωνιστικό ρόλο για την ανεξαρτησία, όπως οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι Υδραίοι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
Τον Φεβρουάριο του 1821 ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εισέβαλε στη Μολδοβλαχία, ενώ τον επόμενο μήνα οι Φιλικοί δημιούργησαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης αφόρισε την Επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά οι Οθωμανοί προχώρησαν σε σφαγές και εκτελέσεις, μαζί και με εκείνη του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄.
Η εκστρατεία του Υψηλάντη απέτυχε και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα έσβησαν τις περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας, όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου.
Τα επόμενα δύο χρόνια οι Οθωμανοί έχουν πόλεμο με τους Πέρσες, οι οποίοι επίσης είχαν ξεσηκωθεί. Αυτό το κενό το εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες και οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους.
Οι Οθωμανοί ζητούν τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου. Εκείνος περιορίζει την επανάσταση. Αλλά έρχεται η έξοδος του Μεσολογγίου το 1826, κάτι που δεν άρεσε στις χώρες της Δύσης, οι οποίοι μέχρι τότε αδιαφορούσαν για τα δρώμενα στο ελληνικό έδαφος, δοσμένοι στα δικά τους θέματα. Το κίνημα του Φιλελληνισμού συνέβαλε στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. Αποτέλεσμα, η Ναυμαχία του Ναυαρίνου με την ένοπλη παρέμβαση της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ιστορική στιγμή για την Ελληνική Επανάσταση, η οποία είχε περιοριστεί εδαφικά στη νότιο Ελλάδα και αλληλοσπαρασσόταν. Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στους Οθωμανούς, που αναγκάστηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την Πελοπόννησο και από τη Στερεά Ελλάδα.
Το 1827 επιλέχτηκε ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, που μέχρι τη δολοφονία του το 1831 ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση στο εσωτερικό και την προώθηση των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό.
Το 1830 η ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832 στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και αναγνωρίστηκαν τον ίδιο χρόνο με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης.
Όθων, βασιλιάς της Ελλάδας
Ως πολίτευμα ορίστηκε η μοναρχία, με πρώτο βασιλιά των Ελλήνων τον Βαυαρό πρίγκιπα Όθωνα, που έφτασε στην Ελλάδα το 1833. Από το 1838, η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως ημέρα εθνικής εορτής και αργίας.
Σταθμοί της επαναστατικής πορείας των Ελλήνων ήταν η απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821, η οποία φούντωσε την ελπίδα για ελευθερία, η κατάληψη της Τρίπολης και η διάλυση του Δράμαλη στα Δερβενάκια, που ανέδειξαν την ιδιοφυΐα του Κολοκοτρώνη, η μάχη στη Γραβιά με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, και οι επιτυχημένες ναυμαχίες του Κανάρη και Μιαούλη. Αποκορύφωμα όμως όλων η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, που ξύπνησε τον φιλελληνισμό και έφερε την ολοκληρωτική ήττα των Τούρκων.
Η τελευταία μάχη δόθηκε στην Πέτρα της Βοιωτίας το 1829, που ανέδειξε τις ηγετικές ικανότητες του Δημήτρη Υψηλάντη.
Ναυμαχία του Ναυαρίνου
ΗΡΩΕΣ…
«Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες», είπε ο Μπρεχτ. Αυτό σημαίνει στην ουσία ότι για να έχει μια χώρα ανάγκη από ήρωες βρίσκεται σε δυσμενή θέση. Και η Ελλάδα επί Οθωμανικής κατοχής ήταν σε δυσμενή θέση και αναζητούσε την ελευθερία της, επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση, ναι, είχε ανάγκη από ήρωες. Και ήταν πολλοί αυτοί. Μεταξύ των αναρίθμητων Ελλήνων που με τη συμμετοχή τους κατάφεραν να διώξουν τον κατοχικό ζυγό των Οθωμανών, σίγουρα ξεχώρισαν κάποιες ηγετικές μορφές που οδήγησαν στην τελική νίκη.
Ανάμεσά τους και πρωτοπόρος ο Ρήγας Φεραίος, που πλήρωσε με τη ζωή του την επαναστατική του τόλμη, πολύ πριν ξεσπάσει η Επανάσταση. Σίγουρα συμπεριλαμβάνονται και εκείνοι που με διπλωματία βοήθησαν στη νίκη, όπως οι αδελφοί Αλέξανδρος και Δημήτρης Υψηλάντης, οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας –Νικόλαος Σκουφάς, Εμμανουήλ Ξάνθος, Αθανάσιος Τσακάλωφ–, ο Ιωάννης Καποδίστριας, κ.ά.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Αθανάσιος Διάκος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Μάρκος Μπότσαρης, Παπαφλέσσας, Ανδρέας Μιαούλης, Κωνσταντίνος Κανάρης, Γεώργιος Κουντουριώτης, Νικηταράς, Γιάννης Μακρυγιάννης, Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ανδρέας Μεταξάς, Πανουργιάς, Γεώργιος Κουντουριώτης, Μαντώ Μαυρογένους, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είναι μερικές μόνο από τις σπουδαίες ηρωικές μορφές του μεγάλου αγώνα.
Και βεβαίως, αυτές οι ηρωικές μορφές χρειάζονται ιδιαίτερη μνεία. Ας δούμε κάποιους από αυτούς τους ήρωες, χωρίς να σημαίνει πως θέλουμε να αδικήσουμε τους υπόλοιπους, εξάλλου πολλοί περισσότεροι ήταν αυτοί που τα ονόματά τους χάθηκαν στις ατρωπούς του χρόνου…
Ρήγας Βελεστινλής Φεραίος (1757-1798): Ο πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού γεννήθηκε στο Βελεστίνο της Μαγνησίας το 1757. Το 1785 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε τις σπουδές του κι εντάχθηκε στο περιβάλλον των Φαναριωτών, ενώ το 1788 εγκαταστάθηκε στη Βλαχία ως διοικητικός υπάλληλος. Το 1790 και το 1796 ταξίδεψε στη Βιέννη για να τυπώσει τα βιβλία του: «Σχολείο των ντελικάτων εραστών», «Φυσικής Απάνθισμα», «Ηθικός Τρίποδας» και «Ανάχαρσις». Ως κορυφαίο έργο του θεωρείται η «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας» που περιείχε τον Θούριο, γνωστό επαναστατικό άσμα, μια επαναστατική προκήρυξη, τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου σύμφωνα με τα πρότυπα των Γάλλων Διαφωτιστών, και το Σύνταγμα του Ρήγα. Όραμά του ήταν η δημιουργία μιας πολυεθνικής βαλκανικής επικράτειας, απαλλαγμένη από τους Οθωμανούς, όπου οι Έλληνες θα είχαν κυρίαρχη θέση. Το 1797 ο Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη μαζί με τον Περραιβό κ.ά. Δύο μήνες μετά οδηγήθηκε στη Βιέννη μαζί με τους συντρόφους του για ανάκριση. Στις 10 Μαΐου 1798 οι Αυστριακοί τους παραδίδουν στους Τούρκους, κι εκείνοι ένα μήνα μετά τους στραγγάλισαν και πέταξαν τις σορούς τους στον ποταμό Δούναβη.
Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828): Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν Έλληνας πρίγκιπας, στρατιωτικός, λόγιος και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Είναι εκείνος που οργάνωσε την Ελληνική Επανάσταση, προσδιορίζοντας την έναρξή της από την Πελοπόννησο, ίδρυσε τον Ιερό Λόχο από 500 σπουδαστές, και παρ’ όλο τον αφορισμό του από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ εξέδωσε την Επαναστατική προκήρυξη («Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»). Σε μία μάχη έχασε το ένα χέρι του. Στη συνέχεια, και αφού έχασε το στράτευμά του, φυλακίστηκε από τους Αυστριακούς και ελευθερώθηκε το 1827, αλλά λόγω της κλονισμένης του υγείας πέθανε μετά από 2 μήνες σε συνθήκες μεγάλης φτώχιας και μιζέριας στη Βιέννη. Η μεγάλη του επιθυμία ήταν η καρδιά του να σταλεί στην Ελλάδα, την οποία πραγματοποίησε ο Γεώργιος Λασσάνης και τώρα βρίσκεται στο Αμαλιείο Ορφανοτροφείο στην Αθήνα, ενώ τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1964 στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως.
Δημήτριος Υψηλάντης (1794-1832): Αδελφός του Αλέξανδρου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν στρατιωτικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Πολέμησε στο Ναύπλιο και στο Άργος, στην εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, στη μάχη των Δερβενακίων, στη μάχη στους Μύλους της Λέρνης και στη μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας τον διόρισε στρατάρχη με σκοπό να οργανώσει τον στρατό κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Είχε ερωτικό δεσμό με τη Μαντώ Μαυρογένους, αλλά ο Κωλέττης μπήκε ανάμεσά τους και ο γάμος τους δεν έγινε ποτέ. Στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ υπάρχει η πόλη Ypsilanti που πήρε το όνομά του.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης 1770-1843): Από τις πιο εμβληματικές μορφές της Επανάστασης. «Εγεννήθηκα εις τα 1770 Απριλίου 3 τη Δευτέρα της Λαμπρής. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό εις ένα δένδρο αποκάτω εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενο Ραμαβούνι», αναφέρει ο ίδιος στη βιογραφία του από τον Τσερτσέτη. Δέκα χρόνων έμεινε ορφανός. Στα δεκαπέντε του ήταν ήδη αρματολός. Στις 3 Ιανουαρίου 1821, μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, αποβιβάστηκε στη Μάνη όπου μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, στις 23 Μαρτίου 1821 απελευθέρωσαν την Καλαμάτα. Η μάχη των Δερβενακίων με την ήττα του Δράμαλη και η άλωση της Τριπολιτσάς τον καθιέρωσαν ως ηγέτη του αγώνα. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Καποδίστρια, αν και δεν συμφωνούσε απόλυτα μαζί του. Οι πολιτικοί θέλησαν να πλήξουν το κύρος του και τον οδήγησαν σε δίκη με την κατηγορία τής εσχάτης προδοσίας. Η γνωστή «δίκη των στρατηγών» άρχισε στο Ναύπλιο στις 30 Απριλίου και τελείωσε στις 26 Μαΐου 1834. Παρά τη γενναία στάση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη, ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο και φυλακίστηκαν στο Παλαμήδι. Ένα χρόνο μετά αποφυλακίστηκε και πήγε στην Αθήνα, σχεδόν τυφλός και ρακένδυτος. Τιμήθηκε με τον βαθμό τού στρατηγού, διορίστηκε σύμβουλος Επικρατείας, βραβεύτηκε με τον Μεγαλόσταυρο τού Σωτήρος, ορίστηκε μέλος τής επιτροπής για την ανέγερση τού Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος τού Όθωνα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν περισσότεροι από 10.000 πολίτες, ανάμεσά τους και κάποιοι συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης Πλαπούτας, Ρήγας Παλαμήδης, Μακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.ά.
Αθανάσιος Διάκος (1778-1821): Ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες-οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 που έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατ’ άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821 κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες. Στη γέφυρα της Αλαμάνας αντιμετώπισε τα τουρκικά στρατεύματα του ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνη, που τον συνέλαβαν και τον πήγαν στη Λαμία, όπου τον σκότωσαν και τον έκαψαν. Ο μαρτυρικός θάνατός του συγκλόνισε και εμψύχωσε τους αγωνιστές. Η ζωή του και η μαρτυρική του θυσία ενέπνευσαν τη λαϊκή μούσα: «Για ιδές καιρό που διάλεξε / ο χάρος να με πάρει / τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά / και βγάζει η γης χορτάρι…»
Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος (1782-1827): Ο αθυρόστομος γιος της καλογριάς στα 15 του χρόνια γίνεται αρματολός στήνοντας μια ομάδα με συνομηλίκους του. Από μικρός υπέφερε από φυματίωση. Στον απελευθερωτικό αγώνα μπήκε πριν την επίσημη έναρξη της Επανάστασης. Το1807 ο Κατσαντώνης δέχεται να βοηθήσει τη ρωσοκρατούμενη Λευκάδα, που κινδύνευε από τον Αλή Πασά. Εκεί, ο Καραϊσκάκης γνωρίζεται με άλλους οπλαρχηγούς και συναντά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από του Γάλλους, τον Ιούλιο του 1807, ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στ’ Άγραφα με τους άνδρες τού Κατσαντώνη. Λίγο μετά ο Κατσαντώνης σκοτώνεται από τον Αλή πασά, και ο Λεπενιώτης παίρνει την αρχηγία της ομάδας, με τον Καραϊσκάκη να τον ακολουθεί. Την πρώτη μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων ο Καραϊσκάκης την πετυχαίνει στη Μάχη του Σαβολάκου το 1823 και προάγεται σε στρατηγό. Ένα χρόνο μετά κατηγορείται από τον Μαυροκορδάτο χωρίς αποδείξεις για εσχάτη προδοσία και πηγαίνει στο Καρπενήσι, χάνοντας τα στρατιωτικά του αξιώματα. Αλλά η Επανάσταση κινδυνεύει και τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης. Βοηθάει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη, νικάει τους Τούρκους στο Χαϊδάρι, και τους εξολοθρεύει στην Αράχοβα – κάτι αντίστοιχο με την ήττα του Δράμαλη. Στις 21 Απριλίου του 1827 δίνεται μεγάλη μάχη στο Φάληρο εναντίον των Τούρκων, όπου ο Καραϊσκάκης τραυματίζεται από σφαίρα στο υπογάστριο και δύο ημέρες μετά αφήνει την τελευταία του πνοή.
Γρηγόριος Δικαίος - Παπαφλέσσας (1788-1825): Ο «μπουρλοτιέρης των ψυχών», όπως ονομάστηκε, επειδή πότε με αλήθειες και πότε με ψέματα τριγυρνούσε στις Παραδουνάβιες περιοχές, στην προσπάθειά του να πείσει τους πάντες για την επιτυχία της επικείμενης Επανάστασης. Η τακτική του αυτή θορύβησε τη Φιλική Εταιρεία, στην οποία είχε γίνει μέλος, καθώς η μεσοβέζικη τακτική του θα μπορούσε να αποκαλύψει τα μυστικά της σχέδια, και τον έστειλε στην Πελοπόννησο που τη θεωρούσαν πιο έτοιμη για τον ξεσηκωμό. Ο Παπαφλέσσας, παρ’ όλη την ακόλαστη ζωή του ως γυναικάς και φιλόδοξος, ήταν φλογερός πατριώτης. Τον Ιανουάριο του 1821 συναντήθηκε με την ηγεσία του Μοριά στη Βοστίτσα και υποστήριξε ότι ο Υψηλάντης ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης με τον ρωσικό στόλο υπό την «ευλογία» του τσάρου. Δεν έγινε πιστευτός. Ο Ανδρέα Ζαΐμης χαρακτήρισε «άστατους, απελπισμένους, στασιαστικούς, ιδιοτελείς και σχεδόν μπερμπάντικους»... τους ισχυρισμούς του. Ο Παπαφλέσσας αποχώρησε οργισμένος για τη Μάνη, όπου συναντήθηκε με τον Κολοκοτρώνη και συμμετείχε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όμως, βρέθηκε από την πλευρά των νικητών και απέναντι από τον Κολοκοτρώνη, κάτι που αποτελεί μελανή σελίδα στη δράση του, ενώ ο ίδιος έγινε μινίστρος (υπουργός) των Εσωτερικών και της Αστυνομίας. Όταν τον Φεβρουάριο του 1825 έκανε την εμφάνισή του ο Ιμπραήμ με τον στρατό του στη Μεσσηνία, ο Παπαφλέσσας ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών, αλλά το αίτημά του δεν έγινε δεκτό. Τότε ξεκίνησε για το Μανιάκι, όπου οργάνωση την αντίστασή του με 1.000 άνδρες απέναντι στον Ιμπραήμ που διέθετε 6.000 άνδρες. Καταλαβαίνοντας πως τελικά δεν θα έρθει βοήθεια, πολλοί από τους άνδρες του αυτομόλησαν και έμεινε απέναντι από τους Τούρκους με 600 άνδρες ή 300 κατ’ άλλες πηγές, με αποτέλεσμα την πλήρη ήττα και τον αποδεκατισμό των ανδρών του. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο ίδιος ο Παπαφλέσσας. Το ημερολόγιο έγραφε 20 Μαΐου 1825. Ο ηρωικός του θάνατος έσωσε την υστεροφημία του, διαγράφοντας την ακόλαστη ζωή του και τη διπρόσωπη πολιτική του. Έμεινε πλέον στη μνήμη της Ιστορίας ως ένας φλογερός πατριώτης και εκπρόσωπος της Εκκλησίας που πάλεψε για τα ιδανικά της ελευθερίας, έστω και αν είχε πετάξει τα ράσα προ πολλού.
Ανδρέας Μιαούλης (1769-1835): Ναύαρχος και πολιτικός, διοικητής ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση. Ο Ανδρέας Βώκος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην Επανάσταση αλλά και στην πολιτική ζωή του τόπου, αν και αγράμματος. Γεννήθηκε στην Ύδρα, όπου η οικογένειά του ήταν ναυτιλιακή. Σε ηλικία 16 ετών έγινε πλοίαρχος στο οικογενειακό πλοίο. Αύξησε πολύ την περιουσία του με διάφορες αγορές, όπως το τουρκικό πλοίο που αγόρασε με το όνομα «Μιαούλ» – απ’ όπου ίσως προέρχεται το ψευδώνυμό του. Αν και αρχικά δεν πίστευε πως είχε έρθει η ώρα της Επανάστασης, έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, και έγινε ναύαρχος της Ύδρας κατά τα τέλη του 1821 και στη συνέχεια ναύαρχος ολόκληρου του ελληνικού στόλου, μέχρι την αντικατάστασή του το 1827 από τον Άγγλο Ναύαρχο Κόχραν. Έλαβε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, όπως το 1822 της Πάτρας, της Χίου, των Σπετσών. Στην πολιορκία του Μεσολογγίου βοήθησε στον ανεφοδιασμό του δύο φορές. Επίσης στη ναυμαχία του Γέροντα – τη μεγαλύτερη ναυμαχία της Επανάστασης. Το 1825 ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Μιαούλη καταστρέφουν τουρκο-αιγυπτιακή κορβέτα στην ναυμαχία της Σούδας. Αν και ο Καποδίστριας τον επανέφερε στο αξίωμα του ναυάρχου του ελληνικού στόλου, ο Μιαούλης πήγε με τους αντιπάλους του. Επί Όθωνα, διορίστηκε Αρχηγός του Ναυτικού Διευθυντηρίου, Γενικός Επιθεωρητής του Στόλου και Σύμβουλος Επικρατείας. Η συμμετοχή του στην Επανάσταση ήταν σημαντική τόσο οικονομικά όσο και με την προσωπική του συνεισφορά. Πέθανε στην Αθήνα από φυματίωση, η Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά τον τιμά αφού εκεί έγινε η κηδεία του.
Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877): Ο «μπουρλοτιέρης» των θαλασσών σπουδαία μορφή του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας σε ένα διάστημα 33,5 ετών (1844, 1848-49, 1864, 1864-65 και 1877) και για 2 χρόνια και 3 μήνες συνολικά. Γεννήθηκε στα Ψαρά και μένοντας ορφανός σε μικρή ηλικία δούλευε στα πλοία των συγγενών του. Σε ηλικία είκοσι ετών έγινε καπετάνιος και ταξίδευε σε όλη τη Μεσόγειο. Το 1822 θα πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα του πασά Καρά Αλή στη Χίο, ως αντίποινα για τη σφαγή στο νησί, με 2.000 Τούρκους νεκρούς. Λίγο μετά θα πυρπολήσει την αντιναυαρχίδα του τουρκικού στόλου στην Τένεδο, τον θα καταστρέψει μια τουρκική φρεγάτα στη Σάμο το 1824, και θα πλήξει σημαντικά τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Στη συνέχεια υπηρέτησε από διάφορες θέσεις το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, και όταν πέθανε από εγκεφαλικό ήταν για άλλη μια φορά πρωθυπουργός. Υπηρετώντας αυτά τα αξιώματα και αρνούμενος την τιμητική σύνταξη που θέλησε να του αποδώσει το παλάτι, ζούσε στην Κυψέλη, όπου διασώζεται σήμερα το σπίτι του στην οδό Κυψέλης 54, ενώ στην πλατεία της Κυψέλης υπάρχει ο ανδριάντας του. Η δράση του έγινε γνωστή σε όλη την Ευρώπη. «Είναι ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωισμού, που η Ελλάδα όλων των εποχών μπορεί να... υπερηφανεύεται», έγραψε για τον «μπουρλοτιέρη» ο Βρετανός ιστορικός Γκόρντον.
Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς (1787-1849): Ο «Τουρκοφάγος» της Επανάστασης. Η οικογένειά του πολεμούσε τους Τούρκους από παλαιότερα, με πολλά μέλη της νεκρά, ανάμεσά τους και ο πατέρας του. Ο Νικηταράς συντηρούσε δικό του ένοπλων ανδρών από όλη την Ελλάδα. Έλαβε μέρος στη μάχη του Βαλτετσίου, στην άλωση της Τριπολιτσάς, όπου αρνήθηκε να πάρει λάφυρα, συμμετείχε στην καταστροφή του Δράμαλη, και σε πολλές άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες πολεμικές συγκρούσεις με μεγάλη επιτυχία. Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο Κόμμα των Ρωσόφιλων. Η ελληνική κυβέρνηση, επειδή φοβόταν πως το κόμμα αυτό ήθελε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με Ρώσο πρίγκιπα, καταδίκασε τον Νικηταρά –αν και αθώο– το 1839 σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση, στις φυλακές της Αίγινας. Όταν αποφυλακίστηκε, η υγεία του ήταν εξασθενημένη από τα βασανιστήρια στη φυλακή και έχασε σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Τότε ζήτησε μια αξιοπρεπή σύνταξη, αλλά το ελληνικό κράτος τού την αρνήθηκε, και αντ’ αυτής του παραχώρησε «άδεια επαιτείας» στον χώρο όπου υπάρχει σήμερα ο ναός της Ευαγγελίστριας μία φορά την εβδομάδα. Όταν το 1843 ο Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα, του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Πέθανε σε ηλικία 61 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στον Κολοκοτρώνη.
Στρατηγός (Ιωάννης) Μακρυγιάννης (1767- 1864): Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου υπήρξε Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός, στρατιωτικός και οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης. Γεννήθηκε στα 1797 στο Αβορίτι της Δωρίδας από φτωχούς γονείς. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τον αποκαλούσαν «Μακρυγιάννη» για το ψηλό του ανάστημα, και με αυτό το όνομα παρέμεινε στην ιστορία. Τα παιδικά του χρόνια ήταν στερημένα. Το 1804 κατά τον διωγμό των κλεφτών ο πατέρας του σκοτώθηκε και ο Μακρυγιάννης, μόλις εφτά χρονών, άρχισε να δουλεύει για να συντηρήσει τον εαυτό του. Στα 1811 πήγε στην Άρτα και τον πήρε στη δούλεψή του ο προύχοντας Αθανάσιος Λιδωρίκης. Το 1817 επιδόθηκε στο εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία. Στην Άρτα έμεινε μέχρι το 1821. Τότε συνελήφθη και φυλακίστηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα ως δήθεν υποστηρικτής του Αλή πασά, αλλά δραπέτευσε, ενώ στο μεταξύ είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, και κατέβηκε στην Αθήνα, όπου το 1822 διορίστηκε υποδιοικητής του Κάστρου της Ακρόπολης, δίπλα στον Γιάννη Γκούμα και Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε από τον Άρειο Πάγο Πολιτάρχης (αστυνόμος) των Αθηνών. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, τόσο κατά του Ιμπραήμ όσο και κατά του Κιουταχή. Στο μεταξύ, άρχισαν οι διχόνοιες. Τότε αποσύρθηκε στο σπίτι του κάτω από την Ακρόπολη, ήδη καταπονημένος από τις πολλές πληγές που έφερε στο σώμα του. Πρωτοστάτησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 για την παραχώρηση Συντάγματος. Το 1851 συνελήφθη για συνωμοσία κατά του βασιλιά, και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετριάστηκε, έμεινε στη φυλακή δύο χρόνια για να αποφυλακιστεί τελικά το 1854, με τη μεσολάβηση του Καλλέργη. Η υγεία του όμως από τις κακουχίες της φυλακής κλονίστηκε. Έτσι, ο Μακρυγιάννης απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός (στη σημερινή συνοικία που φέρει το όνομά του – «Μακρυγιάννη») όπου και πέθανε. Λίγες ημέρες πριν είχε προαχθεί από την τότε κυβέρνηση στον βαθμό του αντιστράτηγου. Ωστόσο, πέρα από την πολεμική του δράση, έμεινε γνωστός στο κοινό και με το έργο του «Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», ένα έργο που άρχισε να το γράφει το 1829, στο Άργος, με σκοπό να διδάξει τους μεταγενέστερους, και συνέχισε μέχρι το 1851, όταν η καταδίκη του και οι άλλες δραματικές περιπέτειες της ζωής του τον ανάγκασαν να σταματήσει. Λίγους μήνες όμως μετά γράφει ένα ακόμη ιστορικό έργο με τίτλο «Οράματα και θάματα». Ο Σεφέρης πιστεύει πως ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη είναι η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού, πως αποτελεί μια πολύτιμη διαθήκη και θεωρεί τον Μακρυγιάννη μαζί με τον Παπαδιαμάντη ως τους μεγαλύτερους πεζογράφους της Ελληνικής Λογοτεχνίας.
Δημήτριος Παπανικολής (1790- 1855): Σπουδαίος ναυμάχος κατά την Ελληνική Επανάσταση και διάσημος πυρπολητής, γεννημένος στα Ψαρά. Από πολύ μικρή ηλικία μπήκε στο ναυτικό επάγγελμα. Όταν εξερράγη η Επανάσταση πλοιάρχησε μόλις 19 ετών στο πλοίο του Αποστόλη Αποστόλη. Πυρπόλησε το τούρκικο δίκροτο «Καπτάν μπέχτας» των 74 πυροβόλων στην Ερεσό στη δυτική ακτή της Λέσβου στις 27 Μαΐου 1821, εγκαινιάζοντας έτσι τη δράση των πυρπολικών στον κατά θάλασσα αγώνα, τα οποία αποτέλεσαν ένα από τα σημαντικότερα ναυτικά όπλα των Ελλήνων. Ο Παπανικολής τα χαράματα της 27ης Μαΐου 1827 διηύθυνε το πυρπολικό του στην πρώρα του πλοίου και ενώ ο συνεργάτης του Καλαφάτης απέτυχε να πυρπολήσει το δικό του, ο Παπανικολής παρά τα πυρά των Τούρκων κατόρθωσε να το προσδέσει και να βάλει φωτιά στο τουρκικό πλοίο, με αποτέλεσμα το καράβι να τιναχτεί στον αέρα παίρνοντας μαζί του περίπου 1.000 ναύτες. Το ίδιο έκανε και σε πολλές άλλες καταδρομικές και αποβατικές επιχειρήσεις που έλαβε μέρος, προκαλώντας τον θαυμασμό με τις επιτυχίες του σε όλη την Ευρώπη. Ο Παπανικολής διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Ναυτοδικείου, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Το όνομά του έχει δοθεί προς τιμή του στα υποβρύχια Παπανικολής Ι και Παπανικολής ΙΙ του ελληνικού πολεμικού ναυτικού.
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1771-1825): Γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όπου είχε φυλακιστεί ο πατέρας της επειδή είχε πάρει μέρος στα «Ορλωφικά» και η μητέρα της είχε πάει για να τον επισκεφθεί. Είναι άλλη μία χαρακτηριστική περίπτωση της αχαριστίας των πολιτικών της εποχής προς εκείνους που θυσίασαν τα πάντα για την ελευθερία της πατρίδας. Η Λασκαρίνα παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές, αφήνοντάς της τεράστια περιουσία, την οποία εκείνη έθεσε στον αγώνα, και με τα πλοία της και με χρήματα. Ήταν μια δυναμική και χειραφετημένη γυναίκα που αφιέρωσε τη ζωή της στον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Επί πλέον, ήταν η μόνη μυημένη γυναίκα στη Φιλική Εταιρεία. Η προσφορά της φάνηκε και από το ότι μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης είχε διαθέσει όλα της τα χρήματα. Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες το 1822, το νεοσύστατο κράτος τής έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, η κυβέρνηση Κουντουριώτη φυλακίζει τον Κολοκοτρώνη μαζί με άλλους οπλαρχηγούς στην Ύδρα. Η Μπουμπουλίνα ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, αλλά η κυβέρνηση τη συνέλαβε με εντολή να φυλακιστεί. Έτσι, την εξόρισαν στις Σπέτσες και της αφαίρεσαν τον κλήρο γης στο Ναύπλιο. Το 1825 ο Ιμπραήμ κάνει την εμφάνισή του στην Πελοπόννησο, και η Μπουμπουλίνα, παρ’ όλο που τα έχει χάσει σχεδόν όλα, θέλει να ανασυγκροτηθεί στον αγώνα. Μα δεν πρόλαβε, καθώς τη σκότωσε εκείνος που αρνήθηκε στον γιο της το χέρι της κόρης του, επειδή η Μπουμπουλίνα δεν είχε πλέον περιουσία. Η σφαίρα του την πέτυχε στο μέτωπο, αφήνοντας νεκρή την ηρωίδα της Επανάστασης. Οι Ρώσοι, μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», μοναδική παγκόσμια περίπτωση η απονομή ενός τέτοιου τίτλου σε γυναίκα, ενώ το ελληνικό κράτος τής απένειμε τον τίτλο της «Υποναυάρχου». Το αρχοντικό της οικογένειας Μπούμπουλη στις Σπέτσες μετατράπηκε το 1991 από τον ιδιοκτήτη και απόγονο της ηρωίδας, Φίλιππο Δεμερτζή-Μπούμπουλη, στο «Μουσείο Μπουμπουλίνας», όπου υπάρχουν συλλογή όπλων, επιστολές, βιβλία, πορτρέτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα, διακρίσεις που της είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις κ.ά. Το 1959 γυρίστηκε η ταινία «Μπουμπουλίνα» με την Ειρήνη Παππά στον ομώνυμο ρόλο.
Μαντώ Μαυρογένους (1796-1848): Η φλογερή πατριώτισσα, που πέθανε μόνη και πάμπτωχη, εισπράττοντας και αυτή την αχαριστία της ελληνικής πολιτείας. Ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη, και της Ζαχαράτης Χατζή Μπάτη. Η οικογένειά της ήταν πλούσια και αριστοκρατική, και αυτό έδωσε τα φώτα του Διαφωτισμού στη νεαρή Μαντώ. Μιλούσε άπταιστα τη Γαλλική, την Ιταλική και την Τουρκική γλώσσα. Με την έναρξη της Επανάστασης δραστηριοποιήθηκε στη Μύκονο, όπου διέμενε, στρέφοντας τους Μυκονιάτες εναντίον των Τούρκων. Εξόπλισε πλοία με δικά της χρήματα και ηγήθηκε του αγώνα κατά των πειρατών που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες. Αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Ζήτησε από τις γυναίκες της Γαλλίας να συνδράμουν στον αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών. Το 1826 εκποίησε τα κοσμήματά της για να βοηθηθούν δύο χιλιάδες Μεσολογγίτες που σώθηκαν κατά την τελευταία έξοδο του Μεσολογγίου. Δεν συμμετείχε όμως μόνο με την περιουσία της και τα πλοία της, αλλά και με την προσωπική της παρουσία, και αψηφώντας τον θάνατο αναδείχθηκε σε άξιο οπλαρχηγό της Επανάστασης. Σταθμός της ζωής της η ερωτική σχέση της με τον Δημήτριο Υψηλάντη, σχέση που πολέμησε ο Ιωάννης Κωλέττης, με αποτέλεσμα την επιστροφή της στη Μύκονο, και στην Πάρο αργότερα άφησε την τελευταία της πνοή από τυφοειδή πυρετό, πάμπτωχη και ξεχασμένη, παρά την έκκλησή της για μια τιμητική σύνταξη, την οποία για άλλη μια φορά είχε εμποδίσει ο Κωλέττης. Με το τέλος του πολέμου ο Καποδίστριας την είχε τιμήσει με τον βαθμό της Αντιστρατήγου. Τόσο στη Μύκονο όσο και στην Πάρο υπάρχουν προτομές της, ενώ έχουν κυκλοφορήσει κέρματα με τη μορφή της. Το 1971 προβλήθηκε η ταινία «Μαντώ Μαυρογένους», με την Τζένη Καρέζη στον ομώνυμο ρόλο.
Πέρσι Σέλλεϋ
…ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ
Κοντά σε αυτούς τους ήρωες, ωστόσο, διακρίνουμε και πολλούς φιλέλληνες από την Ευρώπη ειδικά, αλλά και από την Αμερική, που βοήθησαν ή ακόμη και θυσιάστηκαν για την Ελληνική Επανάσταση.
Ανάμεσά τους θα διακρίνουμε τον Άγγλο ποιητή Λόρδο Βύρωνα, που συμμετείχε στην πολιορκία του Μεσολογγίου και πέθανε κατά τη διάρκειά της. Τον επίσης Άγγλο ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ. Τον Ιταλό Μπρούνο, που ήρθε μαζί με τον Βύρωνα στην Ελλάδα και πέθανε στο Ναύπλιο το 1827. Τον Γερμανό Κάρολο Νόρμαν, που πληγώθηκε και πέθανε στο Μεσολόγγι τον Νοέμβριο του 1822. Τον Σαντόρε ντι Σανταρόζα, Ιταλό επαναστάτη που πέθανε στην πτώση της Σφακτηρίας το 1825. Ας δούμε κάποιους από τους γνωστούς φιλέλληνες με μια ματιά, ενώ κάποιους άλλους θα τους συναντήσουμε σε άλλο εκτενέσστερο αφιέρωμα:
Των Σαντόρε ντι Σανταρόζα
· Τζωρτζ Κάνινγκ, υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας που στήριξε την ελληνική επανάσταση.
· Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, Ελβετός τυπογράφος που έδρασε στο Μεσολόγγι.
· Φρανσουά ντε Σατωμπριάν (François-René de Chateaubriand), γνωστός και σαν Σατωβριάνδος, περιηγητής, συγγραφέας Οδοιπορικού και υπομνημάτων που έκαναν γνωστή την κατάσταση της Ελλάδας στην Ευρώπη.
· Βίκτωρ Ουγκό, ο γνωστός Γάλλος συγγραφέας, που έγραψε ποιήματα εμπνευσμένα από την ελληνική επανάσταση.
· Μαξίμ Ρεμπώ, Γάλλος Φιλέλληνας, συνταγματάρχης και συγγραφέας.
· Αλεξάντρ Πούσκιν, Ρώσος λογοτέχνης και ποιητής (1799-1837).
· Τόμας Γκόρντον, Σκώτος αξιωματικός που προσέφερε όπλα και χρήματα, και συμμετείχε στην πολιορκία της Τρίπολης.
· Ειρηναίος Θείρσιος, Γερμανός παιδαγωγός και αρχαιολόγος που επανόρθωσε το Ερέχθειο.
· Τζορτζ Φίνλεϊ, Σκώτος που συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις.
· Φρήντριχ Χαίλντερλιν, Γερμανός ποιητής.
· Καρλ Βίλχελμ φον Άιντεκ, Γερμανός ζωγράφος.
· Φρανκ Χέιστινγκς (Frank Hastings), Βρετανός αξιωματικός του ναυτικού που πρόσφερε χρήματα και συμμετείχε στις επιχειρήσεις.
· Φρίντριχ Σίλερ, Γερμανός ποιητής.
· Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, Βαυαρός βασιλιάς.
· Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος, τραπεζίτης που οργάνωσε το φιλελληνικό κίνημα στη Γαλλία και την Ελβετία.
· Κάρολος Φαβιέρος (Charles Fabvier), Γάλλος διοικητής του τακτικού ελληνικού στρατού.
· Τζωρτζ Τζάρβις, ο πρώτος Αμερικανός φιλέλληνας, που έλαβε μέρος στον Αγώνα του 1821.
· Ρίτσαρντ Τσωρτς, Σκώτος στρατιωτικός.
· Τζουζέππε Ροσαρόλ, Ιταλός στρατηγός, επαναστάτης και φιλέλληνας, πέθανε το 1825 στο Ναύπλιο.
· Μορίς Περζά, Γάλλος αξιωματικός, φιλέλληνας και συγγραφέας, από τους πρώτους εθελοντές του τακτικού ελληνικού στρατού.
· Χένρικ Νικολά Κρέιερ, Δανός φιλέλληνας.
· Ερνστ Μάνγγελ, Ούγγρος μουσικός, συνθέτης, και φιλέλληνας, Αρχιμουσικός της πρώτης στρατιωτικής μπάντας της Επανάστασης του ’21.
· Σοφί ντε Μαρμπουά Λεμπρέν (Δούκισσα της Πλακεντίας), Αμερικανίδα, κόρη Γάλλου διπλωμάτη και σύζυγος του Δούκα της Πλακεντίας, που έδωσε όλα τα κοσμήματά της για τους σκοπούς του αγώνα.
Τζέιμς Μόνροου
· Τζέιμς Μόνροου, πρόεδρος των ΗΠΑ, που το 1823 έβγαλε διάγγελμα υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης.
· Μιρτσιέφσκι, Πολωνός, αξιωματικός της προσωπικής φρουράς του Ναπολέοντα Α΄, αλλά όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση εγκατέλειψε το αξίωμά του και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Σκοτώθηκε στη μάχη του Πέτα.
· Βουτιέ Ολιβιέ, Γάλλος φιλέλληνας, αγωνιστής του 1821, από τους πρώτους που ήλθαν στην Ελλάδα, και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς.
· Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου, Αμερικανός, που από το 1825 υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό, αρχικά ως απλός εθελοντής στρατιώτης και κατόπιν ως γιατρός-χειρουργός και συγκέντρωσε πολλά χρήματα για τον αγώνα.
· Τζόναθαν Πέκαμ Μίλερ, Αμερικανός, που ήλθε στην Ελλάδα το 1824, εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό, υιοθέτησε ένα ορφανό αγόρι, τον Λουκά-Μιλτιάδη Μίλερ, που μεγαλώνοντας έγινε ο πρώτος Έλληνας γερουσιαστής των ΗΠΑ.
Φρίντριχ Σίλερ
Αντί επιλόγου
Σίγουρα σε τούτο το μεγάλο βιβλίο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ένα μικρό αφιέρωμα φαντάζει σαν ένας μόνο φωτεινός κόκκος στον λαμπερό γαλαξία του σύμπαντος. Και το ερώτημα που βγαίνει από όλα αυτά γίνεται μαχαιριά στην καρδιά: Είμαστε πράγματι ελεύθεροι; Ο αγώνας αυτών των ανθρώπων που έδωσαν τα πάντα για την ελευθερία μας βρήκε ευήκοα ώτα; Και, εν τέλει, ποιος ο ρόλος των ξένων δυνάμεων σε τούτο τον αγώνα; Πόσο και πόσοι ήθελαν πράγματι την ελευθερία μιας μικρής αλλά πανέμορφης χώρας; Και, τελευταίο, γιατί μετά την εκδίωξη των Οθωμανών πέρασαν άλλες βαριές αλυσίδες σ’ έναν λαό με ιστορία, φιλοσοφία, επιστήμες χιλιάδων χρόνων; «Οι αλυσίδες είτε από ατσάλι είτε από μετάξι είναι πάντα αλυσίδες», είπε ο σπουδαίος φιλέλληνας Φρίντριχ Σίλερ. Είπε και κάτι ακόμη, όμως, που δεν λέει να βγει από τον ζαλισμένο νου:
«Καταραμένε Έλληνα…
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση…
Γιατί να σ’ αγγίξω;
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;
Γιατί δεν μ’ αφήνεις στη δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;»