Μια φορά κι έναν καιρό, το 1930 συγκεκριμένα, κάποιοι δημιουργοί, με πρώτο και γνωστότερο τον Μανώλη Καλομοίρη, αποφάσισαν να ιδρύσουν την Ανώνυμη Εταιρεία Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΑΕΠΙ), για να μπορούν μέσω αυτής να διαφυλάττουν και να διαχειρίζονται τα πνευματικά τους δικαιώματα. Ήταν η εποχή που η μουσική και τα τραγούδια πέρασαν στη φάση της «φωνογράφησης» –γίνανε «γυάλινοι δίσκοι», δηλαδή, και άρχισαν να πωλούνται– όπως τα βιβλία, τα οποία είχαν, δεκαετίες ήδη, πνευματικά δικαιώματα και φορείς που τα προστατεύανε. Ανάμεσα στους ιδρυτές ήταν και ο Ζαχαρίας Μακρής, ο παππούς φαντάζομαι του Ζαχαρία Μακρή που γνώρισα εγώ το 1982, όταν με έστειλε ο Μάνος Χατζιδάκις να γραφτώ στην ΑΕΠΙ εν όψει των δισκογραφικών συνεργασιών μας, ώστε να μπορώ να εισπράττω ανά εξάμηνο τα πνευματικά μου δικαιώματα και να έχω νομική προστασία.
Τότε, «τα πνευματικά μας» στεγαζόντουσαν σε ένα ημιϋπόγειο μαγαζί λίγων τετραγωνικών κάπου στα Εξάρχεια. Κάτω ήταν καμιά δεκαριά κοπέλες, η μια δίπλα στην άλλη, με γραφομηχανές, τηλέφωνα, ένα φωτοτυπικό και ένα φαξ. Υπήρχε και μια σιδερένια σκάλα από αυτές που έβλεπες στις πολυκατοικίες από τη μεριά της κουζίνας – για να πας στην ταράτσα ν’ απλώσεις μπουγάδα. Η μεταλλική στριφογυριστή σκάλα οδηγούσε σε ένα χαμηλοτάβανο μικρό πατάρι όπου, πίσω από ένα γραφείο, καθότανε ο Ζαχαρίας Μακρής. Είχε ειδοποιηθεί από τον Χατζηδάκι, γράφτηκα, υπέγραψα, είπαμε δυο καλές κουβέντες και έφυγα.
Κάποια στιγμή (δεν ξέρω πώς και πότε) η Ανώνυμος Εταιρεία μας πουλήθηκε από τον Ζαχαρία Μακρή στον Πέτρο Ξανθόπουλο. Τα πράγματα αλλάξανε – επιχειρηματικά σαφώς προς το καλύτερο. Το ταπεινό μας γραφειάκι μετακόμισε σε ένα τεράστιο μαρμάρινο πλούσιο κτίριο από αυτά που έχτιζε μετά μανίας (και ανελέητα) ο Μπάμπης Βωβός στους ελαιώνες της Κηφισίας και των περιχώρων. Από τα ταπεινά Εξάρχεια και την ημιϋπόγεια τρύπα μας, βρεθήκαμε στον Παράδεισο. Όχι στον πνευματικό παράδεισο τον άυλο βέβαια, στον άλλον Παράδεισο του νέου πλούτου, τον Παράδεισο Αμαρουσίου – Φραγκοκλησιάς και Σάμου συγκεκριμένα. Ο Ξανθόπουλος και η σύζυγός του πήρανε ένα μικρό καράβι και το κάνανε αεροπλανοφόρο ναυαρχίδα. Καθώς τελείωνε η δεκαετία του ’80 και μπαίναμε στα nineties, η παραγωγή ελληνικών τραγουδιών και η πώλησή τους (σε μορφή δίσκων βινυλίου στην αρχή και μετά κασετών και cd’s) έγινε μια μεγάλη βιομηχανία που διακινούσε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές και, μετά, αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αρπάζοντας όλες τις ευκαιρίες από τα μαλλιά και δίνοντας συνεχώς νομικές και άλλες μάχες υπέρ του πνευματικού δικαιώματος στο τραγούδι, ο εξαιρετικός αυτός επιχειρηματίας κατάφερε να βγάλει πάρα πολλά χρήματα – για λογαριασμό του, αλλά, παράλληλα, και για λογαριασμό ημών των «μελών» και πελατών του. Μας εκπροσωπούσε μέσω ΑΕΠΙ και εισέπραττε πνευματικά δικαιώματα από εκατοντάδες «πηγές» και δεκάδες χιλιάδες «χρήστες» από όλη την Επικράτεια. Η ΑΕΠΙ απασχολούσε πια μονίμως δεκάδες δικηγόρους και εκατοντάδες υπαλλήλους-εισπράκτορες σε όλη την Ελλάδα. Δεν μου άρεσε εμένα που η Μαρία Ντολόρες είπε κάποιον στίχο μου; Έκανα ένα τηλεφώνημα στην ΑΕΠΙ και το ζήτημα, αν δεν λυνόταν αμέσως τηλεφωνικά, λυνόταν στην Ευελπίδων από δικηγόρους που με εκπροσωπούσαν χωρίς να πληρώνω δραχμή (ή ευρώ). Κυκλοφορούσε κάποιο τραγούδι μου παράνομα στον Λίβανο; Εισέπραττα αυτό που έπρεπε να μου αποδοθεί από διεθνείς κανονισμούς. Και κάθε εξάμηνο, 15 Ιουνίου και 15 Δεκεμβρίου, περνούσαμε από το ταμείο, παίρναμε την εκκαθάρισή μας και πληρωνόμασταν, πριν πάμε διακοπές το καλοκαίρι και πριν κάνουμε Χριστούγεννα, αυτό που μας αναλογούσε. Προσωπικά, σαν όχι ιδιαίτερα σουξεδιάρης, αλλά με καμιά τρακοσαριά τραγούδια «δισκογραφημένα», με τα εξάμηνα της ΑΕΠΙ πλήρωνα 12 μήνες νοίκι, ηλεκτρικό, τηλέφωνα, κοινόχρηστα, νερό – και κάτι έμενε κιόλας. Βέβαια, δεν μένω σε μονοκατοικία στην Εκάλη, σ’ ένα δυαράκι μένω. Αλλά δεν είχα ποτέ μου θέμα και «στέρηση», αφού τα «βασικά» μου τα εξασφάλιζαν τα τραγούδια μου – πάντα μέσω τής ΑΕΠΙ που ποτέ δεν μου δημιούργησε κανένα πρόβλημα.
Φυσικά, δεν δούλευε για μένα τζάμπα η ΑΕΠΙ, η οικογένεια Ξανθόπουλου και οι εκατοντάδες εργαζόμενοι στην εταιρεία. Ήμουν πελάτης της και την πλήρωνα, ακριβώς όπως είμαι πελάτης της Vodafone 25 χρόνια τώρα, την πληρώνω και μου παρέχει υπηρεσίες. Από τα χρήματα που «μάζευε» για μένα, κρατούσε, απολύτως νόμιμα και με βάση το κοινό συμβόλαιο που υπογράφαμε όλοι, ένα 30%. Το ίδιο ποσοστό για όλους. Γι’ αυτόν που μάζευε 100 ευρώ τον χρόνο (30 ευρώ), για τον άλλον που μάζευε 10.000 ευρώ τον χρόνο (3.000 ευρώ) και για τους «λίγους» που (σε κάποιες πολύ ιδιαίτερες φάσεις) βγάλανε και 500.000 ευρώ τον χρόνο (150.000 ευρώ). Απλά, καθαρά και ξάστερα.
Και έτσι προχωρούσαν τα πράγματα (και ζούσα κι εγώ ξέγνοιαστος για τα βασικά της επιβίωσης που τα συμπλήρωνα, αν και όποτε ήθελα, με ραδιοφωνικές εκπομπές, συνεργασίες με έντυπα και site, μεταφραστικές εργασίες κ.λπ.). Μέχρι που, βοηθούντων πολλών μεγάλων και ισχυρών «εχθρών» της ΑΕΠΙ, αλλά και, πολύ περισσότερο, αφελών συναδέλφων-στιχουργών και συνθετών που «πέσανε θύματα», ήρθε η στιγμή να βάλουμε τα χεράκια μας και να βγάλουμε μόνοι μας τα ματάκια μας. Αποτέλεσμα, να είμαστε τώρα χωρισμένοι σε δυο ψιλοάχρηστες (εισπρακτικά) παρατάξεις που έχουν τα αστεία ονόματα «ΕΔΕΜ» και «Αυτοδιαχείρηση» και που δεν ξέρουν να μοιράσουν ούτε δυο γαϊδουριών άχυρα.
Θα σας τα πω (με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες) όλα εδώ στο GreeksChannel – γιατί έχει πολύ ζουμί αυτή η υπόθεση. Σιγά-σιγά, όμως. Αυτό το ρεπορτάζ τουλάχιστον το έχω κάνει – και έχει κρατήσει 40 χρόνια. Ήρθε η ώρα να πω αυτά που ξέρω – μπας και συντελέσω σε κάποια εξέλιξη που να επιτρέπει σε όσους από μας γράψαμε, γράφουμε ή θα γράψουμε τραγούδια που τραγουδιούνται, να μπορούμε να ζούμε από τη δουλειά μας με αξιοπρέπεια.