Φέτος το Φεστιβάλ έγινε διαδικτυακά... Κανείς δεν το ήθελε αυτό το αναγκαστικό online, αλλά η πανδημία είχε άλλα σχέδια. Ο στόχος όμως είναι ένας: το σημαντικό έργο των δημιουργών να συνεχίσει να φθάνει στο κοινό με κάθε τρόπο. Γιατί η ουσία είναι η ταινία, το έργο, η δημιουργία, η τέχνη η ίδια, τελικά, που τρέφει την καρδιά και το μυαλό.
«Κινηματογράφος σήμερα και πάντα, γιατί είναι η μοναδική τέχνη, μαζί με το Θέατρο, που επιχειρεί να δώσει νόημα στο ανθρώπινο χάος και πιθανόν να το κατανοήσει. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επινοήσει το Θέατρο ακριβώς για αυτόν τον λόγο», έγραφε ο Κώστας Γαβράς το 2009 στην επετειακή έκδοση για τα 50 χρόνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Και σε μια επόμενη σελίδα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που σύνδεσε άρρηκτα το όνομά του με το φεστιβάλ και ως πρόεδρός του από το 1998 έως το 2004, τόνιζε: «Δεν ξέρω αν έχει κάτι αλλάξει από τότε που αποτυπώθηκε η πρώτη εικόνα, το πρώτο βλέμμα σε σελιλόιντ. Ο κινηματογράφος παραμένει ακόμα σήμερα, παρά τις διαστρεβλώσεις και τους εμπόρους, ένας από τους τρόπους ανάγνωσης του κόσμου. Μόνο που κάθε φορά θα πρέπει να προσεύχεται κανείς στην αθωότητα, στη μαγεία, στο όραμα του πρώτου βλέμματος. Όπως είπε και ο Ρενουάρ, να επινοεί τα πάντα από την αρχή».
Η συμβολική προβολή της ταινίας έναρξης του φεστιβάλ στην άδεια αίθουσα του «Ολύμπιον», την ημέρα της πρεμιέρας, όπου κάθε χρόνο επικρατούσε το αδιαχώρητο, μόνο συγκίνηση και πείσμα έφερε στους δημιουργούς που κατέθεσαν εκεί φέτος τα έργα τους, σε όλο αυτόν τον κόσμο που παρακολουθεί επί δεκαετίες τη δράση του και στις νέες γενιές που παίρνουν τη σκυτάλη κατακλύζοντας τις προβολές του.
Ο Μισέλ Δημόπουλος με τον Jerzy Skolimovski και την Faye Dunaway.
Πάρα πολλά συνέβησαν μέσα σε αυτά τα χρόνια – όχι πάντα καλά και, συχνά, επεισοδιακά. Όμως εδώ και αρκετά χρόνια, τόσο το ίδιο όσο και τα παιδιά του δεν έχουνε μαλώσει. Εξήντα ένα χρόνια μετά τη γέννησή του, το 1960, ως «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου», χάρη στην πρωτοβουλία του αξέχαστου Παύλου Ζάννα –και με τη σύμπραξη της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη»–, το φεστιβάλ κατέληξε στη σημερινή γόνιμη μορφή του, περνώντας μέσα από πολλά δύσκαμπτα μονοπάτια και περιπέτειες.
Με ταινίες όπως το εξαιρετικό «Ποτάμι» του Κούνδουρου, ή το ποιητικό ντοκιμαντέρ «Μακεδονικός Γάμος» του Τάκη Κανελλόπουλου, αλλά και τη «Μανταλένα»-Αλίκη Βουγιουκλάκη του Ντίνου Δημόπουλου που έφερε κοσμοσυρροή στην παραλιακή, το φεστιβάλ ξεκίνησε τότε στο «Ολύμπιον» με τον καλύτερο τρόπο. Η λογοκρισία όμως έκανε εμφάνιση μόλις στη δεύτερη χρονιά του και μπήκε φίδι στον κόρφο του στα χρόνια που ακολούθησαν. Το όνομα «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου» ήλθε το 1966 κι ενώ είχε μετακομίσει ήδη στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Η επταετία ανέκοψε την πορεία του, αλλά όχι την πνοή του, καθώς δημιουργοί όπως ο Αγγελόπουλος, ο Δαμιανός και ο Βούλγαρης πήγαν εκεί ταινίες που έγραψαν ιστορία, ακόμη κι αν δίπλα τους προβάλλονταν άθλια δημιουργήματα της χούντας και του Τζέιμς Πάρις. Η μεταπολίτευση όμως δεν έφερε την άσπρη μέρα, παρά τα διαμάντια που ήλθαν στο φως, όπως η «Ευρυδίκη BA 2037» του Νίκου Νικολαΐδη, και η συνεχιζόμενη λογοκρισία και ο συντηρητισμός προκάλεσαν οριστική ρήξη μεταξύ των δημιουργών και των διοργανωτών του.
Από τις πιο έντονες στιγμές σύγκρουσης, το 1977, όταν μία εβδομάδα πριν από την επίσημη 18η έναρξή του, το «6ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου», διοργάνωση με διαγωνιστικό τμήμα μόνο για ταινίες μικρού μήκους έως τότε, σηκώνει κεφάλι απέναντί του. Μερικοί από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, όπως οι Θόδωρος Αγγελόπουλος, Παντελής Βούλγαρης, Παύλος Τάσιος και άλλοι που ρίχνουν καινούργιο φως στο σκηνικό της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, απηυδισμένοι από διενέξεις προηγούμενων ετών, κρατική λογοκρισία και συντηρητισμό, αποφασίζουν και προβάλλουν τις δημιουργίες τους κάτω από τη σκέπη του, στο «Ράδιο Σίτυ», μακριά από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών όπου γινόταν το άλλο. Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, διοργανώτρια τότε του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, καταγγέλλει με οργή το «Ανεξάρτητο Φεστιβάλ Κινηματογράφου», όπως ονομάστηκε, αλλά είναι αυτό που θα θυμούνται όλοι από εκείνη τη χρονιά με ταινία έναρξης τους «Κυνηγούς» του Αγγελόπουλου και καλεσμένη τη Ρίτα Χέιγουορθ! Ήδη ο εμπνευστής του φεστιβάλ κινηματογράφου, ο αξέχαστος Παύλος Ζάννας, κολυμπούσε παρέα τους στο δικό τους ποτάμι, όπως και ο περίφημος Β΄ Εξώστης και σύσσωμος ο καλλιτεχνικός κόσμος ο οποίος, εν μέσω μεταπολίτευσης, έκανε τη δική του επανάσταση απέναντι σε ένα σύστημα που έπρεπε να αλλάξει. Η επόμενη δεκαετία δεν ήταν εύκολη, αλλά γεμάτη κόντρες, αντιφεστιβάλ, συγκρούσεις και αβεβαιότητα, καθώς ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος έδινε σημαντικές στιγμές αλλά περισσότερες αδύναμες και τα έργα δυσκολεύονταν να βρουν τον δρόμο τους, μέσα σε έναν κυκλώνα αδιέξοδου και μοναξιάς.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με τον Χάρβεϊ Καιτέλ. Πίσω τους η σύζυγος και συνεργάτης του Θ. Αγγελόπουλου, Φοίβη Οικονομοπούλου. Στο βάθος ο Λευτέρης Χαρίτος.
Το 1992 έρχεται επιτέλους η μεγάλη αλλαγή. Κάτω από τη διεύθυνση του Μισέλ Δημόπουλου, το φεστιβάλ δραπετεύει από την εσωστρέφειά του και ξεκινάει την πορεία του στις διεθνείς λεωφόρους, με πολλή δουλειά και κόπο, κατορθώνοντας να αποκτήσει σιγά-σιγά όλο και περισσότερη λάμψη και επισκέπτες, όπως οι σπουδαίοι Ναγκίσα Όσιμα, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Κεν Λόουτς, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Φέι Ντάναγουεϊ, Κατρίν Ντενέβ, Ιζαμπέλ Υπέρ, Αμπάς Κιαροστάμι και άλλοι πολλοί. Προγράμματα πέρα από τα διαγωνιστικά ανοίγουν, με ιδιαίτερα σημαντικό ανάμεσά τους αυτό των «Νέων Οριζόντων», έργο του Δημήτρη Εϊπίδη, που κάνει κυριολεκτικά δικό της η νέα γενιά. Αφιερώματα, παράλληλες δραστηριότητες και εκδόσεις ξεκινούν, ενώ το 1999 ξεκινά και το εξαιρετικό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Εϊπίδη, που χρόνια αργότερα χρίστηκε επίσης διευθυντής του φεστιβάλ. Στιγμή μοναδική εκείνα τα χρόνια, στην απονομή του 1993, όταν η τότε Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, στην τελευταία εμφάνισή της στη Θεσσαλονίκη, δίνει το βραβείο καλύτερης ταινίας εξ ημισείας στους Περικλή Χούρσογλου και Σωτήρη Γκορίτσα. «Έχω στα χέρια μου το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου», είπε, πιάνοντας και σηκώνοντας τα χέρια τους ψηλά. Και το πίστευε ειλικρινά, όπως απέδειξαν και τα χρόνια που ακολούθησαν.
Το κερασάκι στην όμορφη τούρτα έρχεται το 2005, κάτω από τη θητεία της Δέσποινας Μουζάκη, η οποία αναπτύσσει μία ιδιαίτερα σημαντική και δυναμική Αγορά, σταυροδρόμι έργων, παραγωγών και ιδεών από κάθε γωνιά του πλανήτη, με focus στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια και αρκετά διαφορετικά τμήματα. Η Αγορά υποστηρίζει τους Έλληνες δημιουργούς με τον καλύτερο τρόπο και τους βοηθά να γνωρίσουν και να προωθήσουν το έργο τους στο εξωτερικό, κάτι που ενισχύει και ωθεί την άνθηση της εγχώριας κινηματογραφίας. Παράλληλα, λαμπρές προσωπικότητες όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Όλιβερ Στόουν, ο Βιτόριο Στοράρο, ο Βέρνερ Χέρτζογκ, ο Βιμ Βέντερς, ο Τζον Μάλκοβιτς, ο Τακέσι Κιτάνο, ο Χου Χσιάο-Χσιεν, ο Παρκ Τσαν-γουκ και άλλοι, κάνουν πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη, βοηθώντας το φεστιβάλ να ανοίξει και άλλο τις πύλες του στον κόσμο.
Η τελευταία μεγάλη ρήξη των δημιουργών με τους διοργανωτές, με ένα ακόμη αντιφεστιβάλ, ήλθε το 2009, στα 50ά γενέθλιά του, κατά κύριο λόγο εξαιτίας των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας του ΥΠ.ΠΟ., που δίνονταν στη διάρκεια του Φεστιβάλ στις ελληνικές ταινίες από το 1998. Επί χρόνια, μεγάλο μέρος του κόσμου του κινηματογράφου ζητούσε να καταργηθούν, καθώς θεωρούσε λάθος την όλη διαδικασία, όπως ζητούσε γενικά να εκσυγχρονιστεί ο παλιός νόμος του κινηματογράφου, να υποστηριχθούν οικονομικά οι δημιουργοί και να σταματήσει η αδιαφορία της πολιτείας για το ελληνικό σινεμά και τα προβλήματά του. Η κίνηση «Κινηματογραφιστές Στην Ομίχλη», δημιουργεί το δικό της φεστιβάλ στην Αθήνα, τις ίδιες ημέρες που γίνεται στη Θεσσαλονίκη. Οι δημιουργοί αρνούνται να ανέβουν στη συμπρωτεύουσα, διεκδικώντας και εν τέλει πετυχαίνοντας την αλλαγή του νόμου και την κατάργηση των Βραβείων. Από αυτήν την κίνηση γεννήθηκε η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, που πλέον είναι σε άριστη συνεργασία και σχέση αγάπης με το φεστιβάλ.
Ο Μισέλ Δημόπουλος με την θεά Catherine Deneuve.
Σήμερα, με γενική διευθύντρια την Ελίζ Ζαλαντό, καλλιτεχνικό διευθυντή τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, και Υπεύθυνη Αγοράς τη Γιάννα Σαρρή, το φεστιβάλ θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, εξακολουθώντας να έχει ως πυρήνα του την ανεξάρτητη κινηματογραφική δημιουργία που παρουσιάζεται μέσα από διάφορα προγράμματα και τμήματα, ενώ οι δράσεις του συνεχίζονται σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς.
Οι αλλοτινές έντονες βραδιές και «μονομαχίες» στο φουαγιέ της ΕΜΣ, στο κάποτε αγαπημένο στέκι του «Ντορέ» και στο περίπτερο 8 είναι χλωμές αναμνήσεις. Τα αντιφεστιβάλ και οι κραυγές του Β΄ Εξώστη αποτελούν μακρινό παρελθόν. Για τις νέες γενιές είναι σχεδόν άγνωστες λέξεις. Ίσως όμως χωρίς όλα αυτά, που συχνά έβαλαν σημαντικό λιθαράκι στην εξέλιξή του, να μην είχαμε φθάσει έως εδώ.
Παράλληλα, εδώ και αρκετά χρόνια ο ελληνικός κινηματογράφος ανθεί, βασισμένος στις δικές του δυνάμεις και όχι στην κρατική υποστήριξη. Συμμετοχές σε μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού, διακρίσεις και πάνω από όλα ωραίες ταινίες – που δυστυχώς ακόμη δεν υποστηρίζονται όσο θα έπρεπε από το ελληνικό κοινό, καθώς εξακολουθεί να τις αντιμετωπίζει με δυσπιστία. Τα σοβαρά προβλήματα της διανομής και της αίθουσας δεν έχουν λυθεί. Προβλήματα φυσικά ακόμη υπάρχουν.
Όμως στη διάρκεια του φεστιβάλ, εδώ και αρκετά χρόνια, ζούσαμε αυτή τη μαγική ατμόσφαιρα που δεν ζήσαμε φέτος. Αυτή τη συνεύρεση ανθρώπων από όλο τον κόσμο, δίπλα στον Θερμαϊκό, στην Αποθήκη Γ΄ του Λιμανιού και στις αίθουσές του, στο «Ολύμπιον», στα καφέ και στα μπαράκια. Ας ευχηθούμε ότι του χρόνου θα ξαναγυρίσουμε στο… παρελθόν. Καθισμένοι στις αίθουσες, περιμένοντας να σβήσει το φως και η μεγάλη οθόνη να ανοίξει…
Ο Μισέλ Δημόπουλος και η Δέσποινα Μουζάκη, θυμούνται όμορφες στιγμές του φεστιβάλ
Καλλιτεχνικοί διευθυντές του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που συνέβαλαν καθοριστικά στην επιτυχία του, ο Μισέλ Δημόπουλος, υπεύθυνος για τη διεθνοποίησή του που εκτόξευσε στα ύψη την πορεία του, και η Δέσποινα Μουζάκη, υπεύθυνη για την ανάπτυξη της Αγοράς, που έφερε νέα ώθηση στο ελληνικό σινεμά και τους δημιουργούς του, μας μιλούν για το χθες και το σήμερα του φεστιβάλ.
Μισέλ Δημόπουλος
Ο Μισέλ Δημόπουλος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από το 1991 μέχρι και το 2004, με πρόεδρο τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, άνοιξε τα σύνορά του στον κόσμο και ταυτίστηκε με τη διεθνοποίηση του θεσμού.
Ποιο πιστεύεις, είναι το σημαντικότερο έργο που άφησες πίσω σου στο φεστιβάλ;
«Η Διεθνοποίηση του Φεστιβάλ το 1992 δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ήταν όμως καθοριστική. Ήταν το μεγάλο στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί. Σήμερα ακούγεται αστείο και αναχρονιστικό, αλλά τότε οι αγκυλώσεις και οι παθογένειες ήταν έντονες στον χώρο του Ελληνικού σινεμά – πολλοί πίστευαν ότι η διεθνοποίηση απειλούσε τον εγχώριο κινηματογράφο, ότι θα τον τερμάτιζε. Καταφέραμε να ξεπεράσουμε αυτές τις εσωστρέφειες και να ξεφύγουμε από το γκέτο. Μετά έπρεπε να χτίσουμε το διεθνές προφίλ του Φεστιβάλ οργανωτικά και καλλιτεχνικά. Κερδίσαμε και αυτήν τη μάχη. Να δώσουμε νέο προσανατολισμό, να ανοίξουμε νέους ορίζοντες με σχέδιο, συνοχή και κύρος. Και αυτό το κατορθώσαμε. Τέλος, φυσικά, να προσελκύσουμε ένα νέο κοινό, το διευρύναμε και αυτό, φτάνοντας στα πρώτα χρόνια του 2000 στους εκατό χιλιάδες θεατές περίπου. Απίστευτο νούμερο για μια εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη. Και ένα κοινό διαφοροποιημένο ηλικιακά: με φανατικούς μεγάλους που το παρακολουθούν κάθε χρόνο με αφοσίωση, και με νεότερους που ανακαλύπτουν τη μαγεία του σινεμά όλου του κόσμου. Συν τοις άλλοις, στη διάρκεια της δικής μου θητείας το Φεστιβάλ απέκτησε τη δική του στέγη, το ιστορικό συγκρότημα του “Ολύμπιον”, ενώ δημιούργησε έναν ακόμα πολύτιμο θεσμό, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, ιδέα του Δημήτρη Εϊπίδη που στήριξα με πάθος και έπεισα τον Υπουργό Πολιτισμού να την πραγματώσουμε».
1972 Ο σκηνοθέτης της ταινίας "Λυσιστράτη", Γιώργος Ζερβουλάκος, με τους πρωταγωνιστές, Κώστα Καζάκο και Τζένη Καρέζη στην πρεμιέρα.
Ποιες ήταν οι πιο όμορφες στιγμές που έζησες εκεί;
«Ήταν πάρα πολλές αυτές. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τη γνωριμία μου, τις συναντήσεις μου με τους σπουδαίους δημιουργούς, τα μεγάλα ονόματα του σινεμά που μας επισκέφτηκαν, τις κουβέντες που ανταλλάξαμε, τις όμορφες στιγμές που έζησα… Ο Κιαροστάμι που ήρθε τέσσερεις φορές στο Φεστιβάλ ήταν για μένα μια αποκάλυψη, το ίδιο και ο Μπέλα Ταρ, ο Μπερτολούτσι, ο Χάνεκε, ο Ιοσελιάνι, ο Όσιμα, η Βαρντά και άλλοι πολλοί. Το ίδιο και οι πολύ νεότεροι απ’ όλο τον κόσμο, όσοι μας εμπιστεύτηκαν τις πρώτες τους δουλειές στο Διαγωνιστικό και τώρα βραβεύονται με Όσκαρ, όπως π.χ. ο Μπονγκ Τζον Χου που είχε έρθει το 2003 με τη δεύτερη ταινία του, «Οι μνήμες του εγκλήματος». Και γενικά όλοι έφευγαν καταγοητευμένοι από τη Θεσσαλονίκη και απ’ το Φεστιβάλ.
»Μεγάλη μου ευχαρίστηση, επίσης, ήταν ν’ ακούω νέους θεατές –ούτε καν σινεφίλ– να μου λένε ότι πρώτη φορά έβλεπαν ταινία από την τάδε χώρα ή ν’ ανακαλύπτουν τον τάδε δημιουργό που αγνοούσαν».
Τώρα που δεν είσαι πια οικοδεσπότης πώς νιώθεις; Είναι πλέον μια όμορφη, σημαντική ανάμνηση στην πορεία σου που έχει πάρει πια άλλους δρόμους ή κάτι περισσότερο;
«Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης υπήρξε για μένα προσωπικά ένα τεράστιο στοίχημα. Εκδιωχθήκαμε με τον πρόεδρο του φεστιβάλ, Θόδωρο Αγγελόπουλο, αδικαιολόγητα και ιδιαίτερα άκομψα από το Υπουργείο, το 2005, ενώ είχαμε πετύχει την καθιέρωσή του στον παγκόσμιο και ειδικότερα στον Ευρωπαϊκό κινηματογραφικό χάρτη. Διατήρησα όλα αυτά τα χρόνια την ίδια αγωνία και το ίδιο ενδιαφέρον για την πορεία του. Φυσικά, τώρα δεν μου πέφτει λόγος και προφανώς οι στρατηγικές επιλογές που το καθορίζουν σήμερα, απέχουν παρασάγγας από την ταυτότητα που είχε αποκτήσει επί των ημερών μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια και το τοπίο έχει αλλάξει. Στο Φεστιβάλ προστέθηκε ένα σημαντικό τμήμα Industry, δηλαδή τα Crossroads, Agora film market και Works in Progress, που με τον χρόνο έχουν βρει τον δρόμο τους. Προσωπικά, νοσταλγώ τα μεγάλα αφιερώματα που κάναμε σε εξέχοντα ονόματα της 7ης τέχνης, όχι μόνο στη διάρκεια του Φεστιβάλ αλλά και όλο τον χρόνο. Αυτά τα μεγάλα αφιερώματα, οι πλήρεις ρετροσπεκτίβες σε Φελλίνι, Μπέργκμαν, Μιζογκούτσι, Μπρεσόν, Μπερτολούτσι, Γουόνγκ Καρ Γουάι κ.λπ., έχουν μείνει μυθικές τη στιγμή που η Ταινιοθήκη της Ελλάδας δεν έπαιζε πια τον ρόλο της, να προβάλλει και να προωθεί την παγκόσμια κληρονομιά του σινεμά.
2017 Ο Σταύρος Τσιώλης στο Ολύμπιον, στην πρεμιέρα της ταινίας του, "Γυναίκες που Περάσατε Από 'δω"
»Πιστεύω πως το Φεστιβάλ οφείλει να επιτελεί επιμορφωτικό- διαπαιδαγωγικό ρόλο κυρίως προς τους νέους σινεφίλ. Αυτή η αποστολή ήταν από τις σημαντικότερες προτεραιότητες στη δική μας περίοδο. Έδινα επίσης μεγάλη σημασία στην εκδοτική δραστηριότητα, κυρίως στις μονογραφίες στους σκηνοθέτες – τώρα πια αυτό έχει εκλείψει.
»Το φεστιβάλ θα το ήθελα λιγότερο politically correct και πιο σινεφίλ, να πλέει λιγότερο στον αέρα της μόδας και να είναι πιο ουσιαστικό. Ωστόσο, με μεγάλη χαρά ανεβαίνω κάθε χρόνο και συμμετέχω σ’ αυτό το πανηγύρι του κινηματογράφου που είναι πια ένα απίθανο κόσμημα για τη Θεσσαλονίκη. Και σκέφτομαι, εμείς το στήσαμε αυτό το Διεθνές Φεστιβάλ με χίλια ζόρια και σκληρές δοκιμασίες και τώρα πια ρολάρει από μόνο του (εκτός αν καραδοκεί ο κορωνοϊός!)».
Πώς βλέπεις τα πράγματα να εξελίσσονται εν μέσω πανδημίας για το Φεστιβάλ, αλλά και γενικότερα για τον κινηματογράφο;
«Δεν ξέρω πώς θα εξελιχτεί το Φεστιβάλ μετά την πανδημία, πάντως δεν είμαι γενικότερα πολύ αισιόδοξος για το μέλλον του κινηματογράφου στις σκοτεινές αίθουσες, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου έτσι κι αλλιώς υπήρχε σοβαρότατη κρίση. Η λύση του Διαδικτυακού Φεστιβάλ δεν είναι λύση, είναι αντίθετα μέρος του προβλήματος. Φεστιβάλ από το σαλόνι σου δεν είναι Φεστιβάλ, είναι λύση απελπισίας. Και φοβάμαι ότι όλα αυτά θα προκαλέσουν στο μέλλον τεράστια ζημιά στην προσέλευση θεατών στους κινηματογράφους, στην παραδοσιακή δηλαδή κατανάλωση ταινιών, με αποτέλεσμα ο μελλοντικός και σινεφίλ θεατής να επιλέγει κατά προτίμηση το σαλόνι του και να βλέπει σειρές ή ταινίες στις πλατφόρμες VoD (Video on Demand). Εκεί οδηγούμαστε δυστυχώς. Φεστιβάλ, φυσικά, πάντα θα υπάρχουν, καλύπτουν άλλες σκοπιμότητες και επιθυμίες, αλλά…»
2005, ο Κόπολα με τον Τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο.
Δέσποινα Μουζάκη
Η Δέσποινα Μουζάκη ήταν η Διευθύντρια στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από το 2005 έως το 2010, με πρόεδρο τον Γιώργο Χωραφά. Κατά τη διάρκεια της θητείας της ίδρυσε σημαντικά καινοτόμα προγράμματα.
Ποιο, πιστεύεις, είναι το σημαντικότερο έργο που άφησες στο Φεστιβάλ;
«Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης την πενταετία 2005-2010 επεδίωξε και πέτυχε σε σημαντικό βαθμό, μέσω των δράσεών του, την εξωστρέφεια και τη δικτύωση για την ελληνική ταινία. Με στόχο την προώθηση του διεθνούς ανεξάρτητου κινηματογράφου, αλλά κυρίως την προώθηση του ελληνικού κινηματογράφου, με την ταυτόχρονη στήριξη των Ελλήνων σκηνοθετών στην ανάπτυξη, παραγωγή και προώθηση του έργου τους, δημιουργήθηκε μια σειρά αναπτυξιακών υποδομών και δράσεων που βοήθησαν το έργο κάθε σκηνοθέτη χωριστά και την ελληνική παραγωγή στο σύνολό της να φτάσει όσο γίνεται πιο μακριά, σε όλο και μεγαλύτερο ελληνικό και, κυρίως, διεθνές κοινό.
»Ο πολιτιστικός και ο αναπτυξιακός ρόλος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, από το 2005 μέχρι την 50ή πανηγυρική επετειακή διοργάνωση, υλοποιήθηκε με βάση συγκεκριμένη στρατηγική. Μία στρατηγική σταθερά προσανατολισμένη στην ανάπτυξη της εθνικής μας κινηματογραφίας. Οι Έλληνες επαγγελματίες μπόρεσαν να προωθήσουν στις διεθνείς αγορές το έργο τους, αλλά και να αναπτύξουν τα μελλοντικά σχέδιά τους σε όλα τα δυνατά επίπεδα: σενάριο, εξεύρεση συμπαραγωγών, συμφωνιών με διανομείς κ.λπ. Να ανακαλύψουν περισσότερες ταινίες από όλο τον κόσμο, αλλά και να έρθουν σε επικοινωνία με δημιουργούς, τους οποίους δεν θα μπορούσαν αλλιώς να συναντήσουν και να επικοινωνήσουν μαζί τους – είτε παρακολουθώντας τους στα masterclasses και τις ανοιχτές συζητήσεις είτε στο πλαίσιο των αναπτυξιακών δράσεων.
»Μέσα στα χρόνια αυτά, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ίδρυσε το διαγωνιστικό τμήμα Digital Wave, που ήταν αφιερωμένο στη σύγχρονη ελληνική ψηφιακή δημιουργία, και με τη στήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου έδωσε χώρο προβολής σε ένα νέο “είδος” του ελληνικού σινεμά, που μέχρι τότε έμενε στη σκιά των “επίσημων” παραγωγών. Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα Greece: Generation Next, το 2008, παρουσίασε νέους δημιουργούς στη φάση προετοιμασίας της πρώτης τους μεγάλου μήκους ταινίας, που αργότερα είδαμε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνή φεστιβάλ.
Ο σκηνοθέτης Νίκος Νικολαΐδης, στην πρεμιέρα της ταινίας «Πρωινή περίπολος», με την σκηνογράφο Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου-Νικολαΐδου, τον διευθυντή φωτογραφίας Ντίνο Κατσουρίδη και τους πρωταγωνιστές Τάκη Σπυριδάκη και Μισέλ Βάλλεϋ.
»Το Balkan Fund, το ταμείο ανάπτυξης σεναρίων βαλκανικών ταινιών, συνέχισε να απονέμει σταθερά ένα από τα τέσσερα βραβεία, σε ελληνικό project.
»Στο Crossroads, το νέο ιδρυθέν φόρουμ συμπαραγωγής, η ελληνική συμμετοχή σε σχέδια παραγωγής προβλεπόταν αριθμητικά μεγαλύτερη από αυτή των άλλων χωρών.
»Τέλος, στην Agora, την κινηματογραφική αγορά του Φεστιβάλ, επετεύχθη πολύ νωρίς ο πρωταρχικός στόχος, δηλαδή η μέγιστη συμμετοχή Ελλήνων παραγωγών».
Ποιες ήταν οι πιο όμορφες στιγμές που έζησες εκεί;
«Θυμάμαι τη συγκινητική ευλάβεια, με την οποία ο Όλιβερ Στόουν παρακολουθούσε την Αγγελική Κοτταρίδη στην ξενάγηση στους Μακεδονικούς τάφους της Βεργίνας, κάτω από τον Όλυμπο. Συγκλονίστηκα όταν τον είδα δακρυσμένο μπροστά στο θριαμβευτικό πνεύμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
»Θυμάμαι το ψηφιακό εργαστήριο του Κόπολα στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης, με τα νέα παιδιά να τον ακούν. Και το ίδιο βράδυ να ανεβαίνουν στη σκηνή του “Ολύμπιον” συντελεστές των ταινιών του, ο Ντιν Ταβουλάρης, ο Βιτόριο Στοράρο και η κόρη του Σοφία, εννέα Όσκαρ μαζί.
»Θυμάμαι την περιήγηση του Αριάγα και του Κουαρόν στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. Τα υπέροχα masterclasses του Τζον Μάλκοβιτς, του Βέρνερ Χέρτσογκ. Τα εξαίσια αφιερώματα στον Παπατάκη, στην Αγγελίδη, στη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία “Τέχνη”. Την έκθεση στον Ουίλιαμ Κλάιν, την Κινέζα Cao Fei, που φέτος εκθέτει στη Serpentine του Λονδίνου. Tην έκθεση σχεδίων σκηνικών που δήλωναν τη φαντασία του απαράμιλλου ταλέντου του βραβευμένου αργότερα με Όσκαρ, Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.
»Θυμάμαι τις συναυλίες της Γκένσμπουργκ και του Κουστουρίτσα, όπου πήδηξε στη σκηνή με την κιθάρα και ο Όλιβερ Στόουν, τις βραδιές μουσικής με τον Φατίχ Ακίν.
»Θυμάμαι γεμάτες αίθουσες, το φωτεινό βλέμμα της Μιράντας Τζουλάι, τις ζωηρές συζητήσεις υπό το σεληνόφως μπροστά στον γαλήνιο κόλπο της Θεσσαλονίκης.
»Θυμάμαι τις αρμονικές συνεργασίες όλων των φορέων που υποστηρίζουν τον κινηματογράφο και την αποτελεσματική λειτουργία της Αγοράς, όπου νέες ταινίες ξεκινούσαν και συνέχιζαν θριαμβευτικά την πορεία τους στις ξένες διεθνείς αίθουσες και στα φεστιβάλ».
Τώρα που δεν είσαι πια οικοδέσποινα πώς νιώθεις; Είναι πλέον μια όμορφη, σημαντική ανάμνηση στην πορεία σου που έχει πάρει πια άλλους δρόμους ή κάτι περισσότερο;
Νίκος Κούνδουρος, Μίνως Βολανάκης, Νίκος Κούνδουρος και Κλέαρχος Κονιτσιώτης, στο φουαγιέ, το 1965 .
«Τώρα πλέον είμαι πολύ ευτυχισμένη να απολαμβάνω, χωρίς το άγχος της διοργάνωσης, τις ταινίες των αποφοίτων του Τμήματος Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της πρώτης πανεπιστημιακού επιπέδου σχολής στην Ελλάδα. Η σχολή αυτή, που ιδρύθηκε το 2005 και της οποίας υπήρξα πρόεδρος, έχει ήδη διαμορφώσει σημαντικούς νέους σκηνοθέτες, παραγωγούς, διευθυντές φωτογραφίας, μοντέρ, σκηνογράφους, κινηματογραφιστές – όλο το φάσμα των ειδικοτήτων που διαπρέπουν σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ. Έχει ήδη αποκτήσει ένα Τμήμα Επαυξημένης Πραγματικότητας και συμμετέχει με επιτυχία σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, συνδέοντας την ακαδημαϊκή κοινότητα με την κοινωνία και την οικονομία».
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και η Ανιές Βαρντά, το 2000 στο φεστιβάλ.
Πώς βλέπεις τα πράγματα να εξελίσσονται εν μέσω πανδημίας για το φεστιβάλ, αλλά και γενικότερα για τον κινηματογράφο;
«Θα απαντήσω επί της ουσίας με ένα κείμενο του αγαπημένου μου σκηνοθέτη Σταύρου Τορνέ:
“Ο κινηματογράφος δεν είναι το έργο των δισεκατομμυρίων.
Ο κινηματογράφος δεν είναι έργο αστέρων.
Ο κινηματογράφος δεν είναι το θέαμα των πολυεθνικών.
Ο κινηματογράφος δεν είναι έργο της όμορφης φωτογραφίας, του τέλειου πλαισίου, της καθαρής και κατά συνθήκη ηχητικής μπάντας, της πλούσιας σκηνογραφίας…
Ο κινηματογράφος είναι ο τόπος που εσύ και εγώ γνωριζόμαστε, «εγώ» και άλλοι αγκαλιαζόμαστε.
Ο κινηματογράφος είναι όλα τα έργα που δεν έγιναν αλλά θεάθηκαν εκστατικά μέσα στην έκρηξη της ύπαρξης.
Ο κινηματογράφος είναι ή απελευθερωτική προσήλωση του περιθωρίου στην αναζήτηση του ατομικού του κόσμου.
Ο κινηματογράφος είναι ο χώρος της κατάρας και της μέθης.
Ο κινηματογράφος είναι αιώνια αναλογία του είναι.
Ο κινηματογράφος είναι η κοινωνία που αναπαράγεται κάτω από μια μοναδική συνθήκη: να αφήσει να διαφανεί το είναι, ο χρόνος (κόσμος), πίσω από τις πλευρές του λογισμού.
Ο κινηματογράφος είναι το σημείο συνάντησης-σύγκρουσης μεταξύ του πραγματικού και του αδιανόητου, του φανταστικού και του αδύνατου”».
Το κείμενο «Γιατί κάνω κινηματογράφο» γράφτηκε το 1977 και βρίσκεται δημοσιευμένο στην έκδοση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τον Σταύρο Τορνέ που κυκλοφόρησε το 2001.
Δέσποινα Μουζάκη, Francis Ford Coppola