Είναι Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008. Από εκείνα τα μαγικά Σάββατα, που ο κόσμος βγαίνει έξω, πάει βόλτες, δίχως να φορά μάσκες, χωρίς να πλένει χέρια με απολυμαντικά, χωρίς να βάζει γάντια. Και δεν έχει χτυπήσει ακόμη την πόρτα η οικονομική κρίση. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να ονειρεύονται, πως όλα θα γίνουν καλύτερα. Τίποτα δεν προμηνύει το κακό, που θα συμβεί λίγες ώρες αργότερα. Ο αστυνομικός Επαμεινώνδας Κορκονέας με το υπηρεσιακό του όπλο σκοτώνει ένα 15άχρονο παιδί, τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, με δυο σφαίρες, μπροστά στα μάτια του φίλου του, Νίκου Ρωμανού. Τραγική ειρωνεία; Είχαν βγει έξω, για να γιορτάσουν τη ονομαστική γιορτή του Νίκου. Μία γιορτή, που έκτοτε θα σημαδεύεται από το αίμα του μικρού Αλέξη κι ο Ρωμανός θα είναι το κόκκινο πανί για τις αστυνομικές Αρχές.
Επί τρεις ημέρες σείεται ο κόσμος. Η κηδεία του Γρηγορόπουλου μετατρέπεται σε πάνδημο κύμα οργής. Κοκκινίζουν τα μάτια και τα όμορφα μάγουλα των μικρών παιδιών. Κλαίνε το ένα στην αγκαλιά του άλλου για τ’ άδικο. Μουσκεύονται εφηβικά μάτια και μαλλιά. Ο Αλέξης γίνεται ο δικός τους φίλος, ο δικός τους αδερφός, το δικό τους αγόρι.
Κλαίνε και στις φτωχογειτονιές και στα μεγάλα σαλόνια. Ο Γρηγορόπουλος δεν είναι το παιδί της διπλανής πόρτας. Είναι το παλικαράκι που μεγάλωσε σε πούπουλα, κι όχι σε φτωχογειτονιές. Η οικογένειά του είναι γνωστή. Το κράτος δεν βρίσκει τις εύκολες, τις συνηθισμένες δικαιολογίες. Ψελλίζει μόνο. Γιατί τα νιάτα πλημμυρίζουν από οργή και πορείες οργανώνονται απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη την Ελλάδα. Καίγεται το σύμπαν. Ο κόσμος αντιδρά. Υπουργοί υποβάλλουν παραιτήσεις, αλλά δεν γίνονται δεκτές.
Στις 9 Δεκέμβρη 2008 γίνεται η κηδεία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Είμαι εκεί στο νεκροταφείο του Παλαιού Φαλήρου, ανήμερα της γιορτής μου. Ένα απόγευμα διαφορετικό από κάθε άλλο. Κλείνω το κινητό τηλέφωνο και πάω, παρ’ ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα μου, τις αποφεύγω. Δεν μου πάνε οι αποχαιρετισμοί με αγαπημένα πρόσωπα.
Αλλά εκεί, λες και πήγαινε το σώμα μου μόνο του. Όχι για να γράψω κάποιο ρεπορτάζ. Όχι για να δω και να γράψω μία άποψη. Απλά για να θρηνήσω, το μικρό παιδί, που έφυγε έτσι άδικα. Δεν είπα καν στον αρχισυντάκτη μου, πόσο κοντά είναι το σπίτι μου από το νεκροταφείο και έχει έρθει άλλος καλός συνάδελφος να καλύψει την κηδεία.
Καθώς προχωρώ, έρχονται κύματα ανθρώπων. Κι άλλοι κι άλλοι. Και κλείνει ο δρόμος. «Είδες τι έγινε;» μου λένε γνωστοί από τη γειτονιά. «Βλέπεις;» μου λένε συνάδελφοι, που νομίζουν πως έχω πάει για να καλύψω δημοσιογραφικά την κηδεία.
Κουνούν το κεφάλι όλοι, περίεργα. Ένας χορός παράξενος, σχεδόν σαν μαύρα, ανεμοδαρμένα στάχυα, βγαλμένος από αρχαία τραγωδία. Κι ανώνυμοι κι επώνυμοι. Και γνωστοί και άγνωστοι. Και γύρω λουλούδια, τόσα, λες κι είναι άνοιξη. Πολλές γυναίκες φορούν μαύρα. Μια πομπή τόσο απόκοσμη, λες και θρηνούν οι μυροφόρες κόρες τον Χριστό. Κι έρχονται κι άντρες. Κι αυτοί μ’ έναν κόμπο στον λαιμό.
Η γη γλιστρά κάτω από τα πόδια όλων. Και συμβαίνει το αδιαχώρητο, έξω από το νεκροταφείο. Ένα συνειδητοποιημένο μαύρο ποτάμι, που πηγαίνει παρέα για να θρηνήσει. Όχι για να δει, ούτε για να το δουν. Απλά γιατί έπρεπε να είναι εκεί. Με μία απίστευτη αξιοπρέπεια κι απ’ όσους ήρθαν εκεί κι είναι γνωστοί.
Όση δόξα τού στέρησε η ζωή, τόση του χάρισε απλόχερα ο θάνατος στο νεκροταφείο του Παλαιού Φαλήρου. Ήταν η Ελλάδα της αγάπης, εκείνο το μαύρο ποτάμι με τα πολλά παρακλάδια, που είχε θρήνο στα μάτια, στα τρεμάμενα χείλη, από αναφιλητά. Και παιδιά. Τόσα παιδιά να ξεσπούν μ’ έναν λυγμό.
Σαν να σκέφτονταν πως αυτό το χαμόγελο, μόνο από φωτογραφίες μπορεί πια να το γνωρίσουν. Αυτό το παιδί με την κουκούλα ήταν ένας από αυτά. Και το παιδί με το γλυκό χαμόγελο δεν θα γίνει μεγάλος γιατρός, μεγάλος δικηγόρος, μεγάλος μηχανικός, δεν θα κάνει οικογένεια, δεν θα γίνει υδραυλικός, οικοδόμος, χρυσοχόος. Δεν θα ντυθεί γαμπρός, παρά μόνο του Χάρου. Δεν θα αποκτήσει παιδιά, μήτε εγγόνια. Δεν θα γεράσει. Θα μείνει μόνος στην αιωνιότητα, μ’ εκείνο το καρό πουκάμισο και την κουκούλα. Μία εικόνα αγέραστη μ’ εκείνα τα σπαστά μαλλιά σχεδόν σγουρά, με το αμούστακο πρόσωπο. Δεν θα δει να βγαίνουν ρυτίδες. Ένας άγουρος Άδωνις μ’ ένα χαμόγελο, που έγινε ένα κόκκινο γαρύφαλλο σε μία γωνιά στα Εξάρχεια.
Λίγη ώρα μετά, το Παλαιό Φάληρο θα μάθει τι σημαίνει να μετατρέπεται σε Εξάρχεια. Θαρρείς και βγήκαν και οι Φαληριώτες από τον μακάριο ύπνο τους. Το ήσυχο προάστιο, κέντρο-απόκεντρο, πέντε μόλις χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας, να ζει σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, μακριά από το κυνήγι των αστυνομικών με γνωστούς-αγνώστους. Οι ήσυχες γειτονιές γίνονται πεδίο βολής. Ξυπνά από τον λήθαργό της η γειτονιά, που δύσκολα αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στον κόσμο. Ξυπνά από τη νιρβάνα της ότι κάπου αλλού συμβαίνουν αυτά, όχι εδώ.
Ο φόνος του 15άχρονου Αλέξανδρου θα διχάσει έκτοτε την ελληνική κοινωνία στα δύο. Τη 10η Δεκέμβρη όλα είναι αλλιώς. Τα Εξάρχεια είναι αλλιώς. Το Παλαιό Φάληρο αλλιώς.
Και η ελληνική κοινωνία μαζεύει πάλι τα κομμάτιά της και διχάζεται ξανά. Μα, γιατί πήγε στα Εξάρχεια το ευλογημένο… Κουβαλούσε και μολότοφ, λένε. Μπα, κι αυτό τέτοιο ήταν, αναρχάκι. Και η άλλη μισή, θα θρηνεί τα 15 κεριά, τον γιο, που δεν θα μεγαλώσει ποτέ, τα ροδαλά μάγουλα που δεν θ’ αποκτήσουν αυλακιές…
Ο Αλέξανδρος, αν ζούσε σήμερα, θα ήταν ένας άνδρας 27 ετών. Μπορεί να είχε σπουδάσει, να είχε κάνει μεταπτυχιακές σπουδές και σήμερα να ήταν ο φέρελπις νέος, που «παραστράτησε» στα Εξάρχεια, αλλά τον συμμάζεψε η οικογένεια. Μπορεί να ήταν εσαεί αμφισβητίας, φιλόσοφος, μακριά από τις κοινωνικές συμβάσεις. Μπορεί να είχε παραμείνει το ονειροπόλο παιδί της νιότης, να είχε ενταχθεί σε κάποιο κόμμα, να είχε απογοητευτεί, να είχε παντρευτεί ή να είχε γίνει αναρχικός. Μπορεί να ζούσε στα Εξάρχεια.
Δεν ζει όμως. Δεν σηκώθηκε από το πάτωμα, για να γελάνε παρέα με τον Ρωμανό, πως δεν τον πέτυχε ο αστυνομικός. Δεν σηκώθηκε για να πίνουν μπίρες μαζί με τα κορίτσια που γνώρισαν. Δεν ζει για να τσακωθούν με τον Νίκο και να μη μιλούν ο ένας στον άλλον, γιατί δεν τον στήριξε σε μία δύσκολη στιγμή του.
Σκοτώθηκε η ήβη απρόσμενα ένα βράδυ στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλα. Δεν του δώσαμε την ευκαιρία. Όπως και στον Νίκο τον Ρωμανό δεν δώσαμε την ευκαιρία, να μη γίνει θύμα όσων είδε κι έζησε εκείνη τη νύχτα. Τον έναν τον κηδέψαμε με δάφνες, και τον άλλον τον αφήσαμε να τριγυρνά στις φυλακές.
Το φάντασμα του Γρηγορόπουλου θα είναι πάντα ο εφιάλτης κάθε αυταρχικής εξουσίας, που βάζει πάνω από τα νέα παιδιά, το κράτος. Είναι ένα διαχρονικό σύμβολο της Νεολαίας, που αμφισβητεί «ακόμη κι αν τα ’χει όλα». Είναι το 15άχρονο που θα μας στοιχειώνει, γιατί δεν το προστατέψαμε. Γιατί το αφήσαμε στα χέρια του κάθε Κορκονέα, να του φυτέψει δυο σφαίρες.
Το παιδί με το καρό πουκάμισο θα τρομάζει τα πολιτικά συστήματα και καθέναν, που θα προσπαθεί να ελέγχει τους πολίτες με αντιδημοκρατικό τρόπο. Το αυθόρμητο κίνημα μιας νεολαίας, που μεγάλωσε βίαια σε μία νύχτα, θα ζει, όσο ζουν οι καρδιές αυτών των παιδιών, που θα το διηγούνται στα δικά τους παιδιά και στα δικά τους εγγόνια. Θα τρομάζει τόσο, ώστε να μην υπάρχουν συναθροίσεις των «4» λες κι έχουμε δικτατορία, ενώ άλλοι κάνουν ποδηλατάδες και μοτοκρός στην Πάρνηθα.
Μα, θα είναι υπόμνηση, πως όσα μέτρα κι αν βάλει κάποιος, οι νέοι άνθρωποι πάντα θ’ αμφισβητούν. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί έτσι είναι φτιαγμένη η ζωή. Γιατί διαχρονικά τα νιάτα παλεύουν τον αυταρχισμό και ζητούν οι δημοκρατίες να είναι αψεγάδιαστες κι όχι παγιδευμένες σε νόμους κατά των διαδηλώσεων, τηλεφωνικούς αριθμούς και στενά παπούτσια…